Ο 4ος δίσκος των Αμερικανών Yellow Eyes εμφανίστηκε στο διαδίκτυο σχεδόν ταυτόχρονα με το Thrice Woven των Wolves In The Throne Room, και δεν ήταν λίγες οι ενθουσιασμένες φωνές εκείνη την περίοδο που έθεταν το Immersion Trench Reverie μπροστά από το φετινό διαμάντι των συμπατριωτών τους, στο νήμα του ποιοτικού τερματισμού της χρονιάς.

Η αλήθεια είναι πως η μουσική των Νεοϋορκέζων είχε ανέκαθεν ένα στοιχείο εντυπωσιασμού, μια ευκολία στο να κερδίζει τις πρώτες εντυπώσεις. Αυτό οφείλεται πρωτίστως στο πολύ ιδιαίτερο, αναγνωρίσιμο και ακραία ψαρωτικό κιθαριστικό στυλ του Will Skarstad –το γευτήκαμε τα 2 τελευταία χρόνια στα προσωπικά του projects Ustalost και Sanguine Eagle, αμφότερα προτεινόμενα. Ομολογώ όμως πως οι Yellow Eyes των τελευταίων ετών έτειναν να χάνουν δυναμική μετά από κάποιες ακροάσεις.

Ξεκινώντας από το περιτύλιγμα, το εξώφυλλο του Immersion Trench Reverie είναι πολύ όμορφο, έστω κι αν είναι κάπως απρόσμενο για μεταλλικό δίσκο: ένα σεμεδάκι με παραδοσιακά συμμετρικά μοτίβα. Κάπως έτσι εισάγεται μια avant-garde folk αισθητική, η οποία και αναπτύσσεται περαιτέρω. Η παράδοση ελοχεύει σε τίτλους όπως “Old Alpine Pang” και ως μήτρα αρκετών μουσικών θεμάτων, η δε avant-garde οπτική βρίσκεται στους στίχους, οι οποίοι είναι πιο αφηρημένοι και ονειρικά συνειρμικοί από ποτέ (κατόρθωμα για τους ανέκαθεν ασαφείς Yellow Eyes). Βλέπουμε εντός του άλμπουμ τη χρήση παραδοσιακών μοτίβων (λεκτικών και μουσικών), η πλέξη των οποίων γίνεται με ιδιαίτερα σουρεαλιστικό τρόπο. Ενδεικτικά:
«Sit and dry
Make mica on your skin
Divide your forearm
Like a stack of yellow news»

Αυτή η ονειρική μη-λογική των στίχων και κάποια αρκετά στυλιζαρισμένα riffs μπορούν να δώσουν το στίγμα του εξεζητημένου στο άλμπουμ. Κι όμως, ο δίσκος στο σύνολό του δεν δικαιούται τον χαρακτηρισμό του επιτηδευμένου –το πνεύμα του είναι αμιγώς μαγευτικό και λυσσαλέο, σαν soundtrack κάποιου κωνοφόρου δάσους των 1990s.

Μουσικοσυνθετικά τα πράγματα είναι ρευστά, με τη σχεδόν κυριολεκτική έννοια του όρου. Τα κομμάτια κυλάνε το ένα εντός του άλλου με μηδενικές σιωπές ανάμεσά τους. Βάση εδώ είναι η Burzum υψίσυχνη κιθάρα, διαθλώμενη μέσα από το εκτελεστικό πρίσμα του Skarstad –λιγότερο σπαραξικάρδια, περισσότερο ζωγραφική. Τα σκουξίματα δίνουν περισσότερο όγκο στη σύνδεση με τον Vikernes, τα κουδούνια θυμίζουν νυχτερινό μαντρί των Άλπεων, οι γυναικείες ψαλμωδίες είναι βγαλμένες από φάτνη, ενώ η διάχυτη παραμόρφωση ρίχνει έναν αέρα εξωτικής απειλής. Black metal που θα φυσήξει μέσα από ευρωπαϊκά αγροτικά τοπία, με τον χιτώνα της αμερικάνικης καταγωγής εμφανή στην πιο τεχνική οργανική προσέγγιση των μουσικών.

Το ντεμπούτο των Yellow Eyes λεγόταν Silence Threads Τhe Evening’s Cloth (2012). Εκείνο το ύφασμα του σούρουπου δεν το εγκατέλειψε ποτέ η μπάντα, και εδώ το ξεδιπλώνει περήφανα. Ροές σαν τις πτυχές της επερχόμενης νύχτας, λοξές ματιές στην παράδοση της κεντρικής Ευρώπης που στέκει καλά κρυμμένη μέσα στα κόκαλα του δίσκου κάτω από σουρεαλιστικά τοπία, και μια αγάπη για το παραδοσιακό black metal που δεν ξεγράφει τη χώρα καταγωγής της. Αυτά συνθέτουν έναν δίσκο που επαναφέρει τους Yellow Eyes στο προσκήνιο, ξεπερνώντας τόσο το προηγούμενο full-length όσο και τα EPs, καταλήγοντας να σαγηνεύει με την προσεγμένη ομορφιά του.

{youtube}xzJSR1lrne8{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured