Συνήθως, όταν δύο μουσικοί συνεργάζονται για να φτιάξουν μαζί έναν δίσκο, το κάνουν γιατί θέλουν να ενώσουν τα κοινά τους οράματα, ξεφεύγοντας από τη μονοτονία της σόλο καριέρας τους. Εδώ, όμως, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά: το Lotta Sea Lice είναι πρώτα ένα προϊόν μίας ισχυρής, διηπειρωτικής φιλίας και έπειτα μία συνεργασία μεταξύ δύο εκ των πιο σημαντικών καλλιτεχνών της γενιάς τους, που αποφάσισαν να τζαμάρουν χωρίς να τους καίγεται καρφί αν θα προκύψει κάτι αληθινά σπουδαίο. Είναι ένας παρεΐστικος δίσκος, ο οποίος ακούγεται τέλεια εκείνα τα άδεια, βαριεστημένα απογεύματα στο σπίτι, όταν ακόμη και η μετακίνηση από την πολυθρόνα στο κρεβάτι μοιάζει με …υπερατλαντικό ταξίδι!

Στην σύμπραξη αυτή, η Αυστραλή indie rocker με το αυτοσαρκαστικό χιούμορ και ο ταλαντούχος Αμερικανός κιθαρίστας με το who gives a fuck στυλ, συνεχίζουν ό,τι κάνουν και στις δικές τους δουλειές. Η αισθητική προσέγγιση, η προσωπική ματιά και η καλλιτεχνική άποψη του καθενός βρίσκουν χώρο να αναπνεύσουν, πληροφορώντας ταυτόχρονα τον τρόπο γραφής του συμπαίχτη απελευθερωτικά και όχι παρεμβατικά. Ηχητικά, το βάρος μάλλον πέφτει προς τη μεριά του Kurt Vile, ενώ το στιχουργικό σκέλος είναι έντονα επηρεασμένο από τον καυστικό λόγο της Courtney Barnett. Στην πορεία, όμως, και μετά από αρκετές ακροάσεις, δεν είναι καθόλου βέβαιο ποιος παίζει τι και ποιος έχει γράψει τι σε κάθε σημείο του άλμπουμ: οι συνεισφορές μπερδεύονται και εξελίσσονται σε κάτι εντελώς καινούριο, προς εξερεύνηση και αγνή ψυχαγωγία.

Ακόμη και οι αριθμοί μαρτυρούν αυτό το πνεύμα ισοδύναμης συνεργασίας: από τα 9 τραγούδια του δίσκου, τα 2 είναι γραμμένα από τη Barnett, άλλα 2 προέρχονται από τον Vile, 1 έχει κοινή υπογραφή, 2 αποτελούν διασκευές του ενός σε κομμάτι του άλλου και 2 ακόμα είναι διασκευές σε ένα αγαπημένο κομμάτι του καθενός.

Εδώ όμως εντοπίζεται και η βασική δυσλειτουργία του Lotta Sea Lice: ακούγεται περισσότερο σαν ένα EP με δώρο κάποια extra κομμάτια, παρά σαν μία ολοκληρωμένη συνεργασία. Μάλιστα, από τα 5 τραγούδια που είναι δικές τους εμπνεύσεις, μόνο τα singles “Over Everything” και “Continental Breakfast” μοιάζουν να αντιπροσωπεύουν τον ήχο που θα ήθελαν να δημιουργήσουν παρέα. Οι υπόλοιπες 3 προσπάθειες είναι κάπως πιο αδύναμες. Το “On Script” θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται στον επόμενο δίσκο της Barnett (αλλά δεν θα ξεχώριζε), το “Let Ιt Go” μοιάζει μισοτελειωμένο, ενώ το “Blue Cheese” είναι ο ορισμός του κομματιού-χαβαλέ.

Από εκεί και πέρα, λοιπόν, μας μένουν μόνο οι διασκευές, οι οποίες, όσο καλές και αν είναι, παραμένουν διασκευές. Το τρικ βέβαια με την προσωπική ερμηνεία του καθενός σε ένα παλιό κομμάτι του άλλου, είναι έξυπνο. Το  “Out Οf Τhe Woodwork” από το πρώτο EP της Barnett (2012) τραγουδιέται ως “Outta Τhe Woodwork” από τον Vile και μετατρέπεται σε απολαυστικό 1970s ροκάκι στο στυλ του Neil Young. Αλλά τις εντυπώσεις κλέβει η εκτέλεση του “Peeping Tomboy” (ως “Peepin’ Tom”) από την Αυστραλή τραγουδοποιό, η οποία καταφέρνει να βάλει την προσωπική της σφραγίδα σε ένα ήδη εκπληκτικό και ιδιαίτερα συναισθηματικό κομμάτι. Οι άλλες δύο διασκευές, στο “Fear Ιs Like A Forest” της Jen Cloher –κοπέλας της Barnett– και στο “Untogether” της 1990s alternative rock μπάντας Belly, συμβάλλουν ηχητικά στο ανάλαφρο, ελεύθερο πνεύμα του άλμπουμ, μα την ίδια στιγμή το εγκλωβίζουν και μέσα σε αυτό.

Τελικά, το Lotta Sea Alice είναι καρπός μιας συνεργασίας που, και να μην είχε συμβεί ποτέ, δεν θα στερούσε κάτι στον μουσικό κόσμο εκεί έξω. Αυτό πάντως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να το απολαύσουμε. Μπορεί να μην είναι το tour de force των δύο σπουδαίων μουσικών, αλλά πρόκειται για ένα ευχάριστο διάλειμμα πριν τις νέες τους δουλειές, όπως και μία απόδειξη του πόσο ακομπλεξάριστα αντιμετωπίζουν την επαγγελματική τους ζωή. Προτεραιότητά τους ήταν δηλαδή να περάσουν μερικές διασκεδαστικές μέρες μαζί και να ισχυροποιήσουν τη φιλία τους. Αφού βγήκε κι ένας αξιόλογος δίσκος ανάμεσα στα τζαμαρίσματα, γιατί να μην τον κυκλοφορήσουν;

{youtube}3KNsBCf34fQ{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured