Η αυστηρή λοιπόν αυτή -και προσωπική φυσικά- κρίση λέει πως ο 12ος δίσκος των Nick Cave and the Bad Seeds δεν φτάνει το σπουδαίο επίπεδο της 11ης. Έχοντας φτιάξει ένα δίσκο τόσο άρτια στημένο, όπως το No More Shall We Part, περιμένεις κάτι ανάλογα φιλόδοξο συνθετικά και ενοχρηστρωτικά. Όμως εδώ απλά καλεί την παλιοπαρέα του ουσιαστικά για να διασκεδάσουν στο στούντιο, χωρίς να νοιάζονται να στολίσουν τον ήχο τους ιδιαίτερα. Μια επιλογή όχι παράξενη για τον ίδιο, αν σκεφτεί κανείς πως κυκλοφόρησε ένα δίσκο σαν το λυτρωτικά απογυμνωμένο The Boatman's Call, έπειτα από το multi-seller Murder Ballads.

Ξεκινώντας με το Wonderful Life, όπου απευθύνεται στην αγαπημένη του μιλώντας της για την ομορφιά της ζωής, και καταλήγοντας στο ξέφρενο τζαμάρισμα Babe, i'm on fire, το Nocturama έχει πολλές μελωδίες που θα μας συντροφεύουν και ανεπαίσθητα θα τις ανακαλούμε είτε νοερά είτε φωναχτά σε ανύποπτες στιγμές, όπως άλλωστε γίνεται συνήθως με όλες τις αγαπημένες μας μελωδίες. Η ηρεμία που έχει βρει στην ζωή του ο Cave αυτήν την περίοδο είναι ανάγλυφη μέσα σε αυτές τις μελωδίες και τους στίχους. Χωρίς ποτέ να πέφτει στο μελό, με την γνωστή και τιμημένη "μπασίλα" και σκληράδα στην φωνή του και τους Bad Seeds να δίνουν -όπως συνήθως- τον καλύτερο εαυτό τους στο background, ο Cave στις χαμηλότονες συνθέσεις του δίσκου ακούγεται υπέρμετρα ερωτικός.

Στιγμές όπως το She passed by my window ή το There Is A Town, δείχνουν πώς θα ακουγόταν ενοχρηστρωτικά το The Botman's Call, αν η συμμετοχή των Bad Seeds ήταν πιο ευρεία. Το τελευταίο είναι μία αργόσυρτη, λιτή και ταυτόχρονα ιδιαίτερα συγκινητική μελωδία, όπου στο background οι Bad Seeds διακριτικά συνοδεύουν με ένα άκρως κλειστοφοβικό ηχόστρωμα.

Η πιο δυνατή στιγμή του άλμπουμ είναι το single Bring It On, που λογικά θα κατακλύσει μέσα στους επόμενους μήνες όλους τους σοβαρούς ραδιοσταθμούς. Ένα δυνατό και groovy ρεφραίν, soul feeling και ρυθμικό παίξιμο 4/4 από τις κιθάρες και την rhythm section αποτελούν την μαγική συνταγή για ένα από τα sing-alongs της χρονιάς. Η αρχή δεν προϊδεάζει για το τι θα επακολουθήσει, ενώ τα φωνητικά είναι πραγματικά υποδειγματικά από τον ίδιο τον Cave -βεβαίως, θα μου πείτε- και τον Chris Bailey, τραγουδιστή των εκ Αυστραλίας ορμώμενων The Saints.

Αλλά αν ονομάζει κανείς "πιο δυνατή" στιγμή ένα straight κομμάτι όπως το Bring It On, τι πρέπει να πει για το Babe, i'm on fire, το 15λεπτο ξεχαρβάλωμα των οργανων τους και των ρομαντικών εντυπώσεων που αφήνει στις περισσότερες στιγμές του δίσκου; Ένα τέτοιο κομμάτι έρχεται να ενώσει το -οπωσδήποτε πιο politically correct- παρόν του Cave με το άναρχο μουσικό παρελθον του. Ένα κομμάτι στο οποίο ο Mick Harvey ταλαιπωρεί με μαετρία την κιθάρα του, δείχνοντας να νοσταλγεί τις ένδοξες μέρες των Birthday Party, πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 80, όπου πρωτοσυνεργάστηκε με τον Cave. Ένα κομμάτι, πάνω στο οποίο έγινε πρόβα μόλις μία (!!!) φορά πριν την ηχογράφηση και του οποίου οι στίχοι φτάνουν τις 43 στροφές! Ένα κομμάτι, τέλος, το οποίο είμαι σίγουρος πως μία μπάντα σαν τους Bad Seeds πρέπει να απόλαυσε δεόντως. Αρκεί να ακούσει κανείς πώς ερμηνεύει ο Cave! Ορμητικός σαν χείμαρρος και στα 14,46 λεπτά, φτύνει τους 290 περίπου (κάπου τόσους τους έβγαλα) στίχους του -κατά μία έννοια- ερωτικού αυτού καλέσματος και ταλαιπωρεί τις φωνητικές του χορδές.

Άλλωστε, αυτός ήταν και ο σκοπός του Cave, όπως λέει ο ίδιος, για αυτόν τον δίσκο. Να δώσει στους Bad Seeds περισσότερο χώρο από ό,τι στο No More Shall We Apart, όπου οι συνθέσεις είχαν ετοιμαστεί με εξαιρετική λεπτομέρεια από τον ίδιο. Εδώ, πήγε στο στούντιο έχοντας μόνο στο μυαλό του τις βασικές μουσικές ιδέες για κάθε κομμάτι και -φυσικά- τους στίχους. Η όλη διαδικασία κράτησε μόλις μία εβδομάδα, σαν αποτέλεσμα της διάθεσης του γκρουπ να φτιάξει ένα δίσκο "όπως τον έφτιαχναν τις παλιές μέρες".

Η ιστορία ίσως να δικαιώσει περισσότερο από τον υπογράφοντα την συγκεκριμένη επιλογή του "Βασιλιά Μελάνι", αλλά αυτή ακριβώς είναι που αφαιρεί από τον δίσκο την μαγεία που είχε το προκάτοχός του. Την στοιβαρότητα στον ήχο και την μεγαλοπρέπεια στις ενορχηστρώσεις. Η -ηθελημένη- "προχειρότητα", αν μου επιτρέπετε την έκφραση μέσα σε πολλά εισαγωγικά, του Nocturama, χωρίς να δυσαρεστεί, αποτυγχάνει να απογειώσει κάποιες συνθέσεις στο επίπεδο που τους ταιριάζουν και στο οποίο μας έχει πείσει πλειστάκις ο Cave ότι μπορεί να φτάσει άνετα.

Για την ποιητική του υπόσταση από την άλλη, πως να εκφραστεί κανείς; Πώς να βρεθεί κάτι καινούριο να ειπωθεί για το ιδιοφυές ταλέντο που διαθέτει να αποτυπώνει στα τραγούδια του ζοφερές εικόνες και ιστορίες φανταστικές, αλλά τόσο αληθοφανείς που σε καθηλώνουν; Δεν χρειάζεστε άλλωστε τα δικά μου επίθετα. Πάρτε μαζί σας τους στίχους του Nocturama, βάλτε το cd -ακόμα καλύτερα αν βρείτε το βινύλιο- και διαβάστε/ακούστε π.χ τις εικόνες που χρησιμοποιεί στο Dead Man Un A Curve, για να μιλήσει για την "πεθαμένη" συζυγική σχέση της ηρωίδας του τραγουδιού ή υποκλιθείτε στον ρομαντισμό που κρύβουν οι στίχοι του Rock of gilbralter. Διαβάστε τους και ίσως δείτε ένα κομμάτι του εαυτού σας, των σκέψεων και των συναισθημάτων σας για συγκεκριμένες καταστάσεις και πρόσωπα, που ίσως να μην έχετε καταφέρει ακόμα να συνειδητοποιήσετε κι εσείς οι ίδιοι.

Μερικές φορές χρειαζόμαστε βοήθεια για να βγάλουμε στην επιφάνεια κάποιες πτυχές του εαυτού μας. Ίσως η τρυφερότητα που αποπνέουν πολλές συνθέσεις εδώ να σας επηρεάσουν θετικά και να τη βγάλετε και εσείς στον εαυτό σας, αλλά και στους γύρω σας.

Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα πολύ καλό άλμπουμ, που δείχνει πως όσο ωριμάζει ο Cave, τόσο πιο συγκινητικές μελωδίες σμιλεύει στο πιάνο του. Όσο κι αν κάποιοι αναπολούν το πιο άναρχο μουσικό -και όχι μόνο- παρελθόν του, δεν μπορούν να παραβλέψουν το γεγονός πως έπειτα από τόσα χρόνια συνεχίζει να μας χαρίζει σπουδαίες μελωδίες.

Υ.Γ Το δελτίο τύπου αναφέρει πως ο Cave έχει περίπου ετοιμάσει το μισό υλικό του επόμενου άλμπουμ. Απο εδώ και πέρα φαίνεται πως μαζί με τους Bad Seeds σκοπεύει να μας γεμίζει όλο και πιο συχνά με καινούριες όμορφες ιστορίες...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured