Καθήμενος να γράψεις για τον νέο δίσκο του Μπάμπη Παπαδόπουλου, ενδέχεται να νιώσεις ότι όλα έχουν ειπωθεί για εκείνον. Μπορεί τα σχετικά κείμενα να μην είναι πολλά, όλοι όμως οι υπερθετικοί έχουν εξαντληθεί, όλοι οι «κινηματογραφικοί» και «ταξιδιάρικοι» συνειρμοί έχουν γίνει. Παρ' όλα αυτά, διατηρείς συνάμα έντονη την αίσθηση ότι –στην πραγματικότητα– ελάχιστη διορατική σκέψη έχει κατατεθεί για το έργο του.

Ως προς αυτό, βέβαια, δεν βοήθησε ότι ο εν λόγω καλλιτέχνης δεν μιλάει πολύ εκτός μουσικού πλαισίου· ούτε το γεγονός ότι (τελικά) είναι δύσκολο να καταθέσει κανείς κάτι ουσιαστικό για την αφηρημένη φόρμα που έχει επιλέξει να υπηρετεί. Άσε που ο Παπαδόπουλος φρόντιζε να ξανασυστήνεται με κάθε νέα δουλειά, αποκαλύπτοντας πτυχές της τέχνης του που προηγουμένως δεν ήταν εκεί.

Παρέμεινε λοιπόν ένας «ξένος», ένας «άγνωστος» στο ακροατήριό του. Εκεί δηλαδή που τον είχες τακτοποιήσει στο μυαλό σου ως ζόρικο ηλεκτρικό αναμορφωτή (Τρύπες, Θανάσης Παπακωνσταντίνου), τον έβρισκες να τιθασεύει τον μινιμαλισμό (Σκηνές Από Ένα Ταξίδι, 2008), να γίνεται μπίλιες με τον Nicky Skopelitis και τον Φλώρο Φλωρίδη (Well, Anything Can Happen, 2009), κατόπιν να καταπιάνεται με το ρεμπέτικο (Απ’ Τη Σπηλιά Του Δράκου, 2010), ύστερα να αγκαλιάζει τον μεσογειακό, ακουστικό λυρισμό (Μέσα Στον Πόνο Είν’ Η Χαρά, Μέσ’ Στη Χαρά Είναι Ο Πόνος, 2014) και πιο πρόσφατα να εντάσσει ηλεκτρονικά κόλπα στο απόλυτα προσωπικό του σύμπαν (Μουσική Για Την Παράσταση Χορού Βορεάδες, 2018).

Στις Παραλογές Του Άχρηστου, έτσι για αλλαγή, οι μεγάλες αποκαλύψεις απουσιάζουν· στα 10 ορχηστρικά κομμάτια ο γνώστης της διαδρομής του δημιουργού δεν θα βρει κάποια πρωτόφαντη χειρονομία. Όμως, εξαρχής, το άλμπουμ μοιάζει να έχει μια άλλη στόχευση: να εντάξει για πρώτη φορά σε ενιαίο σύνολο όλα τα διαφορετικά μονοπάτια της πρότερης περιπλάνησης του Παπαδόπουλου. Συνυπάρχουν έτσι το ακουστικό και το ηλεκτρικό ηχόχρωμα της κιθάρας, οι λυρικές και οι μινιμαλιστικές τάσεις, η λαϊκότητα και η ελλειπτικότητα –κάποιες φορές, μάλιστα, μέσα στην ίδια σύνθεση. Είναι ένα στοίχημα που δεν είχε βάλει μέχρι στιγμής ο συνθέτης, τουλάχιστον όχι σε τέτοιον απόλυτο βαθμό. Και το κερδίζει με άνεση.

Η συνοχή, βέβαια, έμοιαζε ο λιγότερο ζόρικος παράγοντας: διάβολε, από τον ίδιο ιθύνοντα νου προέρχονται όλα, μια αισθητική συνάφεια θα την έχουν. Αντίθετα, είναι το περιεχόμενο –η ποιοτική στάθμη του, πιο συγκεκριμένα– που στη θεωρία φάνταζε δυσκολότερο να αρθεί στα επίπεδα που μάς έχει συνηθίσει ο Παπαδόπουλος· ειδικά αν συνυπολογιστεί η διεξοδικότητα με την οποία έχει εξερευνήσει όλα τα πεδία με τα οποία καταπιάστηκε κατά καιρούς. Είναι πάντως αυτός ο παράγοντας, τελικά, που κρίνει την κυκλοφορία ως ιδιαιτέρως αξιοσημείωτη.

Τι να πεις, δηλαδή; Ότι δεν κάνει μπαμ η μελωδική πληρότητα του “Πέρασε Πάλι Από Μπροστά Μου Ψες Αργά/Μου 'Ριξε Μόνο Μια Ματιά/Μου Χάρισε Ένα Βλέμμα”; Ότι στο “Χασάπικο Νο 100519051801191523101925” ο γνωστός, πολυχρησιμοποιημένος ρυθμός δεν ακούγεται αναπάντεχα φρέσκος; Ότι δεν μαγεύει η σαρωτική ευαισθησία των εγχόρδων, ως ατίθασος παλμός που αναδύεται μέσα από τη γραμμικότητα στο “Δάσος, Δάκτυλο Ή Τραπέζι; Νεράιδες Χορεύουν Βαλς”; Ότι τα λογιών-λογιών ηχοτοπία, παρά τις γνωστές εμμονικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες προκύπτουν, δεν παραμένουν αγρίως όμορφα και με προφανή αξία εξερεύνησης;

Ίσως θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, ιδωμένες μέσα στο συνολικό δισκογραφικό έργο του Μπάμπη Παπαδόπουλου, οι Παραλογές Του Άχρηστου χάνουν κάπως στη διεκδίκηση της ετικέτας «ορόσημο», έτσι όπως επικεντρώνονται στη συμπύκνωση όσων ανακάλυψε (για τον εαυτό του και την τέχνη του) στη διάρκεια της όλης διαδρομής, αποστρέφοντας το βλέμμα από τον άγνωστο και μακρινό ορίζοντα. Από την άλλη, ως μέρος της σύγχρονης εγχώριας παραγωγής, το άλμπουμ φαντάζει ως πολυτέλεια, ως πολύτιμο κόσμημα· ως σπάνια, άχαστη ευκαιρία. Είναι ζήτημα προοπτικής.

Ζήτημα προοπτικής, ασφαλώς, εγείρεται όχι μόνο για τον παραλήπτη, αλλά και για τον αποστολέα. Είναι βέβαιο, δηλαδή, ότι ο Μπάμπης Παπαδόπουλος δεν είναι «απλώς» ένας ταλαντούχος μουσικός, μα ένας δημιουργός που την ψαχουλεύεται τη δουλειά. Και δεν εννοώ (μόνο) ότι ξοδεύει ώρες σκυμμένος πάνω απ’ την εξάχορδη και τα λογής πετάλια του. Αλλά ότι έχει επενδύσει χρόνο και φαιά ουσία στο φιλοσοφικό κομμάτι: στο πώς βλέπει τον εαυτό του, στο πώς τον αποτυπώνει στους ήχους, στο τι (θέλει να) έπεται της ακρόασης των έργων του –γιατί ότι όντως θέλει και όντως έπεται κάτι αυτής.

Είναι ένα χαρακτηριστικό του που εδώ αποκαλύπτεται ίσως περισσότερο από ποτέ. Αρκεί κανείς να αναζητήσει τη σύνδεση που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στη λωρίδα του Möbius η οποία απεικονίζεται στο εξώφυλλο και στο περιεχόμενο (ένας δρόμος, όλα τα πρόσωπα), αλλά και τους συνειρμούς που δημιουργεί η γνώση ότι ο τίτλος του άλμπουμ σχετίζεται με το βιβλίο Η Χρησιμότητα Του Άχρηστου του Nuccio Ordine.

Να τι υπήρξε και ευτυχώς (και θαυματουργώς) παραμένει ο Παπαδόπουλος: κάποιος που μάς χαρίζει αυτό που δεν ξέρουμε (ή δεν μας λένε) ότι χρειαζόμαστε. Εκείνο που η επικρατούσα λογική απορρίπτει με συνοπτικές και απολύτως σκοτεινές διαδικασίες ως ανώφελο, άνευ χρηστικότητας ή προοπτικών υλικού κέρδους.

Είναι από τους ξεροκέφαλους, όσους επέλεξαν να διακινδυνεύσουν, προκειμένου να μην καταντήσουν αναλώσιμοι και δυστυχείς.

{youtube}dzXaZgMRrUg{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured