«Η Παραδουλεύτρα μένει στην Αθήνα. Είναι το μπισκοτάκι που ποτέ δεν τρώτε ολόκληρο. Έχει μυωπία 8.25 στο αριστερό μάτι και 8 στο δεξί. Στο σχολείο ήταν η χειρότερη μαθήτρια, αλλά οι καθηγητές λέγαν ότι είχε χρυσή καρδιά. Ήθελε να σπουδάσει μπασκετμπολίστρια αλλά την πρόλαβαν οι κρίσεις πανικού και την παγίδεψαν στα Πατήσια. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε θα ήταν πιο ευτυχισμένη αν ο υπολογιστής της μπορούσε να γαργαληθεί, αν τα πορτοκάλια της στιβόντουσαν από μόνα τους και αν οι καθρέφτες δείχναν λίγο λιγότερο από αυτήν και λίγο περισσότερο από αυτό που κρύβεται μέσα της».

Έτσι προλογίζει ο ίδιος ο The Boy τη νέα του, διπλή κυκλοφορία, σκιτσάροντας με λεκτικά αφοπλιστικό τρόπο το πορτρέτο της φιγούρας που βαφτίζει ολόκληρο τον δίσκο. Πατώντας το play, οι αφοπλισμοί συνεχίζονται για 83 λεπτά και 24 τραγούδια.

Οι λέξεις ήταν –και είναι– η μεγαλύτερη δύναμη του Αλέξανδρου Βούλγαρη. Ρέουν αβίαστα από το Please Make Me Dance (2009) και το Κουστουμάκι (2010), μέχρι το δίπτυχο των Έτοιμοι Ένα (2016) και Έτοιμοι Δύο (2017) ως και τη σημερινή Παραδουλεύτρα, γράφοντας κινηματογραφικές σκηνές, ζωγραφίζοντας δίνες, φτιάχνοντας έπειτα ψυχολογικά προφίλ βασισμένα στον τρόπο που μας ρουφάνε οι τελευταίες. Πυρακτώνοντας τις άκρες ενός σίδερου το οποίο μπήγεται βαθιά στο μοναδικό μάτι της χωροχρονικής μας διάστασης, σπάζοντας τον καθρέφτη της σε ζεύγη αντιθέτων: όνειρο κι εφιάλτης, συνειδητοποίηση και βαυκαλισμός, νοσταλγία και μέλλον.

Στην Παραδουλεύτρα, το Αγόρι του Βούλγαρη γεννιέται το 1981, γράφει ποιήματα για λάθος παιδιά και για την κοπέλα του, δανείζεται κοριτσίστικες και γυναικείες φωνές για να τα τραγουδήσουν. Έχει κουραστεί από το χιπ χοπ του δρόμου και θέλει να γίνει το χιπ χοπ του τρόμου· ο ποιητής που θα μας ανακρίνει ρωτώντας μας τι κάναμε για να είμαστε καλά, με εκείνον τον τρόπο με τον οποίον παλιότερα μας ρωτούσε γιατί δεν χορεύαμε (ρε). Τέλος, φωνάζοντας (ή ψιθυρίζοντας;) πέντε λέξεις που θα μπορούσαν κάλλιστα να συμπεριληφθούν στο soundtrack του Blade Runner, αναλήπτεται σ’ έναν υγρό ουρανό.

Στις πυκνές γραμμές του δίσκου, σκοντάφτουμε πάνω σε γνώριμες synth πέτρες, τρέχουμε με ωμά ρυθμικά τύμπανα στ' ακουστικά ("Αυτοκινητοπομπή", "Τη Μέρα Που Πέθανε Ο Τζο Στράμερ") και γινόμαστε ξανά αισθηματίες ("Το Κορίτσι Μου", "Όμορφες"). Στη γωνία, βέβαια, παραμονεύει πάντα το ψυχεδελικό, δικέφαλο τέρας της Σιμόν Σουλ ("Όλοι Μιλάνε Για Τη Σιμόν") προβάλλοντας σ' ένα πανί –με μπουζούκι και γαλλικά– το φιλμ με την ιστορία της παραδουλεύτρας.

Η Παραδουλεύτρα είναι ίσως το πιο βαρύ και δύσκολο έργο του The Boy: ένα εγκεφαλικό, πυκνό δάσος, όπου κάθε στίχος γεννά το δικό του βαρυφορτωμένο με νοήματα δέντρο, σαν άλλη Λερναία Ύδρα. Και δεν προσφέρει την παραμικρή ευκολία ακρόασης, καθώς αναδιπλώνεται συνεχώς προς τα έσω. Η νοηματική πολυπλοκότητα και τα ιντερμέδια ηχητικής δυστοπίας δυσκολεύουν την ανάδειξη των συνθέσεων. Ωστόσο η στιχοποιία βρίσκει κόκκαλο κι αλώνει νεύρο με χαρακτηριστική άνεση, ρεφάροντας για το κυκλοθυμικό, δύστροπο συνθετικό αποτύπωμα. Αντίστοιχα, η ειλικρινής εκφραστική δεινότητα του Βούλγαρη λειτουργεί αντισταθμιστικά προς έναν υπόγειο διδακτισμό, που γίνεται εδώ ανιχνεύσιμος για πρώτη φορά στη δισκογραφία του.

Όπως και να έχει, εφόσον δεν κρύβει κάποιον επικό άσσο στο μανίκι, ο The Boy κλείνει τη δεκαετία αυτή όπως την άνοιξε: με my way τρόπο, κι έναν ακόμα δίσκο που πετυχαίνει να εντυπωσιάσει. Συνεχίζει να γράφει μ’ έναν τρόπο ο οποίος –είτε αρέσει, είτε όχι– έχει ανοίξει σχολή, πυκνώνοντας τις τάξεις της εναλλακτικής ελληνόστιχης δημιουργίας. Πάνω απ' όλα, όμως, συνεχίζει να είναι ένας εξαιρετικός παλμογράφος των μικρών και μεγάλων ελληνικών πόλεων και των ανθρώπων τους. Στην Παραδουλεύτρα του αξίζουν λοιπόν πολλές ευκαιρίες ακρόασης, γιατί όλο και σε κάποια από τις μυριάδες εικόνες της θ’ αναγνωρίσει ο καθένας μας μια δική του στιγμή.

{youtube}gJRvYBiT6WM{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured