Αν υποθέσουμε ότι κάθε δίσκος κουβαλάει και μία αλήθεια, το No Land Called Home είναι από εκείνους που στην πετάνε καταπρόσωπο, με την πρώτη κιόλας ακρόαση. Ενώ όμως δεν την αρνείσαι, δεν είναι τόσο εύκολο να την ξεκλειδώσεις, να την αποδομήσεις, να την εξηγήσεις και να την αξιολογήσεις. Κι αυτό τελικά αποδεικνύεται τόσο προσόν, όσο και μειονέκτημα.

Τα κάνω λιανά: στο δεύτερό του άλμπουμ, ο εγκέφαλος του πρότζεκτ Subheim πιάνει το νήμα εκεί όπου το είχε αφήσει με το Approach δύο χρόνια πριν, το στρέφει όμως αλλού. Έτσι, ηλεκτρονικές βάσεις, νεοκλασικές δομές, ανατολίτικες σφήνες και μια αισθητική περήφανη για τους δεσμούς της με τον κεντροευρωπαϊκό σκοτεινό ρομαντισμό –πείτε το και γοτθικής υφής industrial, αν θέλετε– αμολιόνται σε ένα διαρκές πάρε-δώσε.

Στην πορεία, δημιουργείται ένας μουσικός κόσμος σαν soundtrack σκοτεινού, μεταφυσικού θρίλερ συνάμα όμως εγκεφαλικός, μοναχικός, ενδοσκοπικός. Μόνο έτσι με εκείνο το είδος μελαγχολίας που μπορεί είτε να σε παραλύσει, είτε να σε ωθήσει σε δημιουργία μπορείς να αρθρώσεις το απαραίτητο «σουσάμι άνοιξε». Και να ξεκλειδώσεις την περιπέτεια μιας πορείας χωρίς πατρίδα και στεγανά, ως συνοδοιπόρος-ακροατής ενός ανθρώπου που έκλεισε την εν Ελλάδι μικρή μα ανήσυχη εταιρεία του και μετακόμισε στο Λονδίνο και (δισκογραφικά) στο Βερολίνο.
 
Άπαξ λοιπόν και μπεις στο No Land Called Home των Subheim, βρίσκεις λόγους να γοητευτείς. Πότε από την κινηματογραφική διάταξη των συνθέσεων, πότε από τον απόκοσμο ρομαντισμό και πότε από το γοτθικό σασπένς (πόσα χρήσιμα μαθήματα βρίσκονται εδώ για ποζέρια σαν τους Within Temptation). Παύσεις και εντάσεις, φως και σκοτάδι, ηλεκτρονική ατμοσφαιρικότητα και γκράντε διαστάσεων επικότητα, αλληλοσυμπληρώνουν το ένα το άλλο. Τούτη τη φορά, μάλιστα, ο ανθρώπινος παράγοντας δίνει ένα ισχυρότερο παρών μέσω των φωνητικών, είτε της Katja, είτε του T. N. Gregory. Ωστόσο, τα τελευταία έμειναν νομίζω σε μια gothic μανιέρα (“The Veil”), ενώ τα πρώτα αξιοποιήθηκαν αμήχανα, άλλοτε στο έπακρο, απόλυτα συνταιριασμένα με την αισθητική των συνθέσεων (“When Time Relieves”, “December”), κι άλλοτε ως γαρνιτούρα (“Dusk”). 

Μόλις όμως πας να αποδομήσεις αυτή τη γοητεία, συνειδητοποιείς ότι το No Land Called Home είναι από εκείνους τους δίσκους που τους λένε «μεταβατικούς». Από τη μία, ο Subheim παραδίδει μια γερή δουλειά και σαφώς  εξελίσσεται και διευρύνει τα εκφραστικά του μέσα. Από την άλλη, ακόμα δεν έχει βρει πώς θα καταστήσει τα νεοκλασικά στοιχεία πιο αυτόφωτα, πώς θα βάλει τα φωνητικά στο παιχνίδι με πιο καίριο τρόπο, πώς θα ξεφύγει από τον ηλεκτρονικό ήχο δίχως να χάσει τη δυναμική που εκείνος πρόσδιδε στο Approach. Και μέρος αυτού του γενικότερου προβληματισμού είναι και το γεγονός ότι εύκολα ένας ακροατής μπορεί και να κλειστεί έξω από την «κλειδωμένη» και στρυφνή ιδιοσυγκρασία του δίσκου (ιδιαίτερα εμφανής σε συνθέσεις όπως το “Cold-Hearted Sea”, το “Conspiracies” ή το “Dunes”).

Πάντως, το No Land Called Home μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί σε προκάτοχο μιας πιο φιλόδοξης και σημαντικότερης κατάθεσης. Ο Subheim βρίσκεται σε μια νέα διαδρομή, οπότε είναι λογικό να μην του βγαίνουν ακόμα όλα όσα επιχειρεί. Οι καρποί αυτών που σπέρνονται εδώ πιστεύω θα διαφανούν αργότερα, ιδιαίτερα αν επιτευχθεί μια ισορροπία μεταξύ των ποικίλων συνθετικών στοιχείων, που θα επιτρέψει στη δημιουργικότητα του Subheim να κερδίσει το στοίχημα του προσωπικού στίγματος.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured