Ιστορίες για περίεργα θαλασσινά όντα μπορεί ίσως να συναντήσεις σε σελίδες μυθιστορημάτων, δύσκολα όμως θα ακούσεις από πρώτο χέρι στο κέντρο της Αθήνας. Με εξαίρεση αυτές για μια Μητέρα Φάλαινα Τυφλή, που επίμονα διαδίδονται εδώ και τέσσερα (περίπου) χρόνια. Σε τέτοιον μάλιστα βαθμό, ώστε, αν ζεις σε ρυθμούς πρωτεύουσας, δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχεις πληροφορηθεί για το συγκρότημα του Διαμαντή Διαμαντίδη. Ακόμα κι αν, παρά τις πλούσιες συναυλιακές του αναδύσεις, δεν το έχεις πετύχει ποτέ σε δράση. Ωστόσο, το δισκογραφικό βήμα #1 δεν κατορθώνει να παράσχει στον όλο ντόρο ένα ισχυρό θεμέλιο για να πεις ότι «κάτι συμβαίνει εδώ».

 

 

 

Το Ορχήστρα Στο Βυθό βρίσκει τους Μητέρα Φάλαινα Τυφλή να προσκρούουν σε διάφορα ύφαλα, με τις αβαρίες να μετράνε, τελικά, περισσότερο από τη δουλειά που έχει ολοφάνερα επενδυθεί. Με αποτέλεσμα να αναγκάζεσαι να τη βάλεις σε δεύτερη μοίρα συντάσσοντας την «αναφορά» σου προς τον αναγνώστη. Ας μην υπάρχει πάντως αμφιβολία: θέλει δουλειά –και μάλιστα σοβαρή δουλειά– για να κάνεις ένα σχήμα 10 ανθρώπων να ακούγεται τόσο δεμένο. Πόσο μάλιστα όταν εξ’ αρχής έχεις φανταστεί βιολιά, σαξόφωνα, βιολοντσέλα, τρομπέτες, τρομπόνια και μαντολίνα να στέκουν δίπλα στο κλασικό σχήμα κιθάρα/μπάσο/τύμπανα. Αν λοιπόν κάτι αναδεικνύεται σε ξεκάθαρο άσσο της υπόθεσης, αυτό είναι η ενορχήστρωση –δουλειά του Διαμαντή Διαμαντίδη και του Μιχάλη Κραουνάκη. Κι αν για κάτι οφείλει να επαινεθεί η Μητέρα Φάλαινα Τυφλή, είναι για το πνεύμα παρέας με το οποίο έχει εμποτιστεί τούτος ο δίσκος.

 

 

 

Εκεί όμως που περιμένεις ότι, με τέτοιες βάσεις, θα ακούσεις να υψώνεται κάτι πολύ καλό, μένεις τελικά να μετράς χαμένες ευκαιρίες, αδιέξοδες στροφές και να σημειώνεις πράγματα τα οποία θα ήθελες να είναι αλλιώς. Μικρότερο ανάμεσά τους, η διάρκεια του Ορχήστρα Στο Βυθό: πρόκειται για δίσκο αναίτια μεγάλο, που μακρηγορεί πείθοντάς σε μάλλον για τη ροπή του προς τη φλυαρία, παρά για την παλέτα όσων έχει να σου πει. Το σπουδαιότερο, από την άλλη, είναι τα ίδια τα τραγούδια. Όσες φορές κι αν έβαλα το CD να παίξει, δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω μαζί του προτού φτάσω στη θέση αρ. 6 –όπου κατοικοεδρεύει το “Κενό”. Και δεν μπόρεσα να σταθώ στην υπόλοιπη διάρκεια παρά στον “Ανθρώπινο Πυρσό” και στη “Δακρυβόμβα”. Γιατί;

 

 

 

Γιατί, παρά τις ενορχηστρώσεις και τα τόσα όργανα, αυτό που κατά βάση έχεις εδώ –ως «ψυχή» αν θέλετε του πολυμελωδικού κήτους– είναι μια συμβατική ροκ τραγουδοποιία, με το ένα πόδι στηριγμένο στους εγχώριους ηλεκτρικούς δημιουργούς και το άλλο σε ένα ορθόδοξο, δοκιμασμένο αγγλοσαξονικό ροκ. Σε πράγματα εγνωσμένης αξίας μεν, τα οποία όμως ουδεμία διάθεση πειράγματος των δεδομένων δεν έχουν, με αποτέλεσμα να κρατάνε μια σταθερή απόσταση από τον κόσμο των ενορχηστρώσεων, αντί να γίνονται ένα μαζί τους. Για να το πω πιο απλά, πολύ εύκολα μπορείς να φανταστείς τα τραγούδια δίχως τις ενορχηστρώσεις, αντί να συμβαίνει το αντίθετο. Νιώθεις σαν να ξαναπηγαίνεις στα Μπαράκια του Βαγγέλη Γερμανού, να ξαναπαίζεις το Funeral των Arcade Fire (χωρίς τη βαθιά μελαγχολία) και να ξαναθυμάσαι τις δόξες του Bruce Springsteen, αντί να ακούς κάτι τόσο λεπτοϋφασμένο σαν λ.χ. τον Αόρατο Άνθρωπο του Φοίβου Δεληβοριά ή το Heartland του Owen Pallett –για να αναφερθώ σε δύο περιπτώσεις που θα μπορούσαν να είναι συγγενείς των Μητέρα Φάλαινα Τυφλή, μα καταλήγουν να απέχουν εμφανώς. Στα μείον και το ατυχές φλερτ με το hip hop στο “Πάλι Εσύ Εδώ”: όχι μόνο ένας κόσμος παράλληλος και μη τεμνόμενος με το υπόλοιπο τραγούδι, μα και με μέτριο flow εκ μέρους του συμμετέχοντα MC. 

 

 

 

Συνεισφορά στην παραπάνω εικόνα έχουν επίσης οι στίχοι, αλλά και οι ερμηνείες –αμφότερα τα επωμίζεται ο Διαμαντίδης. Οι πρώτοι, ειδικά σε περιπτώσεις όπως το “Πάλι Εσύ Εδώ”, το “Εκεί Που Θα Ζήσω”, το “Αστραδενή” ή το “Ρομίλντα”, διακρίνονται από μια ευαίσθητη μεν ματιά, που όμως δεν έχει τριφτεί ακόμα αρκετά ώστε να μη γίνεται λιγωτικά γλυκερή. Ή να καθίσταται ερωτικώς αιχμηρή. Έχουμε ακούσει, νομίζω, για υπερβολικά πολλά «αερικά και αλλοπαρμένες ανεμώνες» και για ταξίδια-αποδράσεις από την πόλη «που δίνει φτηνά τα όνειρα» προς εξωραϊσμένα φυσικά τοπία. Κάποια στιγμή ανάλογες διαθέσεις, ρομαντικές στην ουσία τους, θα πρέπει να προσπαθήσουν για μια νέα γλώσσα –όπως λ.χ. προσπαθούν κάποιοι τίτλοι (“Ρομίλντα”, “Αστραδενή”). Όσον αφορά στις ερμηνείες, ο Διαμαντίδης δεν έχει φωνή ικανή για πολλές μανούβρες και επομένως όλο το βάρος πέφτει στον τρόπο που μας τα λέει. Συμβαίνει με τους περισσότερους των τραγουδοποιών, αλλά στην περίπτωσή του θα πρέπει να επενδυθεί περισσότερη φαντασία. Γιατί τραγουδάει τα πάντα με λίγο-πολύ παρόμοιο τρόπο, προσδίδοντας τελικά όχι ταυτότητα, μα μια δυσάρεστη αίσθηση μονοτονίας, που συχνά αδικεί τις ωραίες ενορχηστρώσεις.

 Συμπερασματικά, η Μητέρα Φάλαινα Τυφλή θα πρέπει πιστεύω να στρέψει προς άλλες κατευθύνσεις την πυξίδα της. Ο «βυθός» έχει ακόμα πολλά μέτρα πρόσφορα προς εξερεύνηση για την εν λόγω ορχήστρα.

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured