Μια διαδρομή, ένα ταξίδι ή και μια γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου φιλοδοξεί να αποτελέσει το ντεμπούτο άλμπουμ του Λεωνίδα Μαράντη, με τίτλο τις δύο αυτές πόλεις. Και, καθώς φαίνεται, ο νεαρός δημιουργός & ερμηνευτής δείχνει να έχει μελετήσει αρκετά καλά τα pop/rock κινήματα της Γηραιάς Αλβιόνας τα τελευταία 15 χρόνια. Ενδεχομένως δε να έχει γαλουχηθεί με κάποια από αυτά ή και να τα έχει βιώσει –μιας και, όπως γράφει και το δελτίο τύπου, έχει ζήσει μια οκταετία στο Λονδίνο.

 

Έτσι λοιπόν, στο Λονδίνο-Αθήνα του Λεωνίδα Μαράντη θα προσγειωθούν στα αυτιά σας τραγούδια με στοιχεία από τις brit pop μελωδίες των Oasis και των Supergrass, μέχρι τις indie rock κιθάρες των Franz Ferdinand και Kaiser Chiefs. Η χορευτική διάθεση, οι σπιντάτοι ρυθμοί και τα μελαγχολικά ρομάντζα προσδίδουν στο άλμπουμ δυναμική και μια ομορφιά που τραβάει το ενδιαφέρον. Η συνέχεια, όμως, μοιάζει προβληματική και οι καλοί οιωνοί του ταξιδιού τελικά δεν επαληθεύονται.

 

Από κάποιο σημείο και μετά, μεγάλο μέρος του άλμπουμ προσεγγίζει περισσότερο την ελληνικής κοπής pop/rock μουσική που ακούμε τον τελευταίο καιρό από τους Ονιράμα και τον Μύρωνα Στρατή, παρά τις αρχικές, βρετανικής προέλευσης, καταβολές. Όχι ότι κάτι τέτοιο είναι απαραίτητα και εξ’ ορισμού κακό. Αλλά όταν ένας καλλιτέχνης ξεκινάει τη διαδρομή του με πρόβλημα αυτοκαθορισμού και αρχίζει ταυτιζόμενος με την πρόσφατη χιλιοακουσμένη και ανέμπνευστη ελληνική παραγωγή, τότε το αποτέλεσμα καταλήγει σε μια αδιάφορη επανάληψη. Και έτσι, ενώ δεν θα βρείτε κάποιο κακό ή δυσάρεστο κομμάτι στο άλμπουμ, δεν θα βρείτε ούτε και κάποιο που θα σας εντυπωσιάσει.

 

Όπως δεν θα σας εντυπωσιάσουν και τα στιχάκια του Μαράντη. Γλυκά, ερωτικά, νεανικά, ορμητικά, βασίζονται σε μια τετριμμένη γραφή. Προσπαθεί βέβαια να ακουστεί φρέσκια και ενδιαφέρουσα –και εν μέρει είναι, καθώς διακρίνεται για την απλότητα και την αμεσότητά της. Δεν μπορεί ωστόσο να διεκδικήσει κάτι περισσότερο από το απλά αξιοπρεπές και ενίοτε συμπαθές. Έχω μάλιστα την εντύπωση ότι και η ενορχηστρωτική τακτική εδώ –στην οποία συναντάμε και τον Μύρωνα Στρατή σε τρία τραγούδια– δεν βοήθησε να αναδειχθούν οι συνθέσεις. Ή, μάλλον, τις οδήγησε στην άστοχη εναρμόνισή τους με την ελληνική μουσική πραγματικότητα, καταλήγοντας στον χιλιοακουσμένο ήχο που ανέφερα παραπάνω.

 

Για το τέλος άφησα το στοιχείο εκείνο που βρήκα ίσως και το πιο ενοχλητικό. Ο Λεωνίδας Μαράντης διαθέτει αξιόλογη φωνή, με έναν όμορφα μελαγχολικό τόνο, κομμένη και ραμμένη για το είδος που θέλει να υπηρετήσει. Δεν μπόρεσα ωστόσο να αντιληφθώ τον λόγο για τον οποίον παραγκώνισε τέτοιες δυνατότητες, επιλέγοντας να ερμηνεύσει τα τραγούδια με ένα στομφώδες στιλ, το οποίο συνδυάζει την εναλλακτικότητα του Παύλου Παυλίδη με την ποπ γκλαμουριά του Σάκη Ρουβά. Εάν πρόκειται για συνειδητή επιλογή, θα αρκεστώ να τη χαρακτηρίσω αφελή και άστοχη. Εάν όμως είναι ο τρόπος με τον οποίον τραγουδάει ο Μαράντης έτσι, τότε χρειάζεται πιστεύω να δουλέψει αρκετά πάνω σ’ αυτό τον τομέα, προκειμένου να αποκτήσει το δικό του ύφος.

 

Έτσι, η απογείωση από το Λονδίνο είναι κάτι παραπάνω από ευχάριστη, τα κενά αέρος ωστόσο στη διαδρομή προς Αθήνα αρκετά. Η πτήση καταφέρνει βέβαια, έστω και με δυσκολία, να κρατηθεί στον αέρα και εν τέλει να προσγειωθεί, αν και ανώμαλα. Με αρκετή προσπάθεια, την επόμενη φορά, ο Λεωνίδας Μαράντης ίσως καταφέρει να κρατήσει μια πιο σταθερή πορεία στην ελληνική μουσική σκηνή. 

   

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured