Aπό τη στιγμή που ανακάλυψα το sampler, άρχισα να αγαπώ και τα σόλο άλμπουμ σπουδαίων ντράμερ. Ως τότε, μπορεί να υπήρχαν μερικά στη δισκοθήκη μου, αλλά σπάνια έπαιζαν για διασκέδαση. Μέσα από δύο-τρία σημαντικά, από Max Roach, Billy Cobham και Ed Thigpen, βρήκα αμέτρητες στιγμές που «δανείστηκα». Παρ’ όλα αυτά, με εξαίρεση το Drums Unlimited του Roach, δύσκολα με τραβούσαν στον κόσμο τους τα σόλο άλμπουμ σπουδαίων ντράμερ. Όμως έμαθα κάτι από αυτά: υπάρχουν τριών είδων ντράμερ. Εκείνοι που κρατούν τον ρυθμό σαν μετρονόμο με τσαμπουκά, εκείνοι που πετούν τα fills σαν να οδηγούν σε καταδίωξη και εκείνοι που κάνουν και τα δύο χωρίς να ιδρώνει το αυτί τους. Αυτή η τρίτη κατηγορία είναι και η πιο σπάνια, εκεί, δηλαδή, όπου η πειθαρχία τσακώνεται με την τρέλα και η δομή παίζει μπουνιές με την αυτοσχεδιαστική λύσσα.
Ο Jim White ζει κάπου σ' αυτήν την τρίτη περιφέρεια, έχει χτίσει το σπίτι του σ' αυτήν τη γειτονιά και συχνά ανεβαίνει στην ταράτσα του και χτυπάει τα ντραμς κοιτώντας αφ' υψηλού όλους τους υπόλοιπους. Ο φίλος και συνοδοιπόρος του, Warren Ellis, είχε πει κάποτε πως «τα ντραμς του Jim White είναι ο παλμός της ζωής». Αν το καλοσκεφτείς και εντάξεις αυτή τη φράση μέσα στο χάος της σύγχρονης μουσικής δισκογραφίας, ίσως να μην ειπώθηκε ποτέ πιο αληθινή σκέψη για έναν μουσικό που κυριολεκτικά όταν παίζει τύμπανα είναι σαν να παίζει με τον χρόνο, όχι φυσικά τον μετρονομικό των beats, αλλά εκείνον τον χρόνο που διαστέλλεται και συστέλλεται μέσα στο σώμα, φουσκώνει και ξεφουσκώνει τα δέρματα, τα σώματα, τα βλέμματα, τα άδεια δωμάτια.
Το Inner Day δεν χάνει χρόνο, δεν χαραμίζει ούτε δευτερόλεπτο. Σε μόλις 44 λεπτά και δεκατρία κομμάτια (όπως και στο πρώτο του σόλο άλμπουμ All Hits: Memories), ο White αναζητά νέες διαδρομές για τη δύναμη των κρουστών, αποφεύγοντας επιδεικτικά τις ροκ φιοριτούρες και τα κουρασμένα κλισέ περί «μεγαλοπρέπειας». Το άλμπουμ ανοίγει με το "Deathday", ένα αργό, σχεδόν υπνωτικό μοτίβο από ένα μοναχικό συνθ, χωρίς καθόλου τύμπανα, χωρίς κρουστές παρεμβολές. Είναι η ίδια μελωδική σκιά που επανέρχεται στο τέλος, στο "Anniversary", μόνο που εκεί πλέον ο White την έχει ντύσει με ρυθμό και σάρκα, σαν μια ανάμνηση που μεταμορφώνεται σε μαρτυριάρα καρδιά που χτυπά δυνατά. Το ξεκίνημα του άλμπουμ μοιάζει με το άνοιγμα μιας βαριάς κουρτίνας. Πίσω της αποκαλύπτονται σιγά-σιγά δωμάτια του υποσυνείδητου, χώροι που αναπνέουν στο μισοσκόταδο, γεμάτοι ήχους που πασχίζουν να βγουν προς το φως, σαν όνειρα που ξυπνούν και δεν έχουν ακόμη αποφασίσει αν θέλουν όντως να ξυπνήσουν.
Το "What’s Really Happening", το "The Titles" και το "Cloudy" λειτουργούν σαν κινηματογραφικά ιντερλούδια, πολύτιμες σιωπές που λένε περισσότερα απ’ όσα οι λέξεις μπορούν να ερμηνεύσουν. Τα υπέροχα "Longwood" και "Stepping" χτίζουν υπνωτικούς ρυθμούς, σαν παρελάσεις σε μια πόλη φτιαγμένη από αναμνήσεις. Κι έπειτα έρχονται οι πιο παράξενες, όμορφες στιγμές: "Τwo Ruffys" και το σχεδόν δεκάλεπτο "11.12.14", όπου ο White μπλέκει avant-garde δομές με μια σχεδόν εκκλησιαστική ευαισθησία, σαν να προσεύχεται για όλους όσοι κάποτε χάσανε τον ρυθμό τους. Επίσης, για πρώτη φορά σε δίσκο του, τραγουδάει. Στο ομώνυμο "Inner Day", ακούμε τη φωνή του να τρέμει, να αμφιβάλλει, να εξομολογείται: «I made this song, who’s to say I’m wrong». Μια πιο μποέμικη εξομολόγηση για το δικαίωμα του να δημιουργείς χωρίς να δίνεις εξηγήσεις σε κανέναν. Και ύστερα, το αναρχικό "I Don’t Do / Grand Central", ένα φοβερό punk ντουέτο με τη Zoh Amba, εκεί που οι δυο τους συναντιούνται μέσα στον θόρυβο και γελούν. Σαν δύο τυχαίοι επιβάτες που έμειναν τελευταίοι στο σταθμό, παίζοντας σε άλλους παράλληλους ρυθμούς με τη ζωή του ο καθένας.
Αν το All Hits: Memories του 2023 ήταν μια απόδραση από τη σιωπή, το Inner Day είναι η ίδια η σιωπή που απέκτησε πνοή. Μαζί με τον Guy Picciotto των Fugazi, ο White διαστέλλει τη φόρμα, μετατρέπει τα κομμάτια σε ποτάμια που κυλούν αργά, κουβαλώντας συντρίμμια συναισθημάτων και στιγμές γαλήνης. Ακούγεται σαν την ηχώ ενός ανθρώπου που συνεχίζει να αλλάζει δέρμα, αλλά δεν ξεχνά ποτέ το αίμα που κυλά από κάτω. Ο Jim White, ο πιο ταπεινός από τους μεγάλους, φτάνει επιτέλους στη δική του ημέρα, μια μέρα πιο εσωτερική ισώς, όχι τόσο ανεβαστική όπως σε άλλες συνεργασίες, που ακούγεται σαν ανάσα ανάμεσα σε δύο κόσμους: εκείνον που ζούμε, και εκείνον που μόνο η μουσική μπορεί να μας δείξει.
Από τους Dirty Three μέχρι τον Bill Callahan, την Cat Power, τη Nina Nastasia, τους Xylouris/White και πιο πρόσφατα το Hard Quartet, ο White υπήρξε πάντα μια σκιά που κινούσε το φως. Τώρα, με το Inner Day, το δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ μέσα σε δύο χρόνια, βγαίνει στο προσκήνιο όχι για να δείξει ποιος είναι, αλλά για να μας υπενθυμίσει πως η μουσική δεν χρειάζεται πρόσωπο για να υπάρχει. Γιατί αυτό το άλμπουμ είναι σαν μια αποκάλυψη. Χωρίς να κραυγάζει, χωρίς να επιδεικνύει κάποια δεξιοτεχνία, μόνο δείχνοντας μια σταθερή ανθρώπινη παρουσία. Και ο Jim White, είναι πάντα εκείνος που κρύβεται πίσω από περιπλανώμενους ρυθμούς οι οποίοι δίνουν μορφή στη σιωπή των ήσυχων βιμπράφωνων. Και δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από ένα χτύπημα στο ταμπούρο, κάποια απρόσμενα παλαμάκια ή μια ανάσα ανάμεσα στις νότες για να θυμίσει πως η μουσική, στην πιο αγνή της μορφή, είναι ο ρυθμός του να υπάρχεις μέσα στη ζωή.









