Έχει έρθει η στιγμή που θα πρέπει όλοι μας, ακόμα και οι πιο απρόθυμοι, να χωνέψουμε το γεγονός ότι οι Arctic Monkeys δεν πρόκειται να ξαναγίνουν ποτέ η μπάντα των δύο πρώτων δίσκων. Να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι η πορεία που ακολουθούν από το Humbug και μετά, δηλαδή η σταδιακή πτώση των τόνων, ο εναγκαλισμός με το ρετρό και η βαθμιαία μεταμόρφωσή τους από ισοβαρή μπάντα σε άμαξα περιφοράς του ναρκισσισμού του Alex Turner, είναι πορεία χωρίς επιστροφή.

Αν κάποιοι πίστεψαν ότι το Tranquility Base Hotel & Casino του 2018, το οποίο συγκέντρωνε όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά στον υπερθετικό βαθμό, ήταν μια conceptual εξαίρεση και ότι η μπάντα θα επέστρεφε σε έναν ήχο κάπως πιο σπιρτόζικο σαν εκείνον του μακρινού πια AM (με έμφαση στο «κάπως»), η διάψευση έρχεται πανηγυρική με το The Car. Κι αν κάποιοι αναθαρρήσαμε στην ακρόαση του εξαιρετικού πρώτου single “There’d Better Be A Mirroball”, πιστεύοντας ότι το attitude του Turner επιτέλους έχει μετριαστεί και η έμφαση θα δοθεί εκ νέου στην καθαυτή τραγουδοποιία, ακούγοντας τον δίσκο δεχτήκαμε χαστούκι ηχηρό.

Το νέο άλμπουμ των Βρετανών πιάνει το νήμα από εκεί ακριβώς όπου το άφησε το προηγούμενο. Το ημερολόγιο βρίσκεται ακόμα προσκολλημένο κάπου στις αρχές των 1970s, ο Turner πασχίζει να πείσει ότι είναι ταλαντούχος crooner ταΐζοντας πεισματικά μια παιδιάστικη ματαιοδοξία της ηλιοκεντρικής του προσωπικότητας, οι τόνοι παραμένουν απαρέγκλιτα χαμηλοί, σε βαθμό εμμονής –soft rock, μπαλάντες και ξερό ψωμί. Ο δίσκος ολόκληρος είναι γραμμένος με τέτοιον τρόπο, ώστε να αφήνει χώρο στον frontman να «σολάρει» με το  γνωστό στομφώδες ύφος και το αμήχανο φαλτσέτο του. Για όλα τα υπόλοιπα έχει ο Θεός: οι μελωδικές γραμμές ως επί το πλείστον χλιαρές και ρουτινιάρικες, οι στίχοι επιτηδευμένα ασυνάρτητοι ώστε να δίνουν την ψευδαίσθηση του βάθους, η συνθετική προσέγγιση μυρίζει ναφθαλίνη, η μπάντα εμφανίζεται δημιουργικά γερασμένη, διεκπεραιωτική και σταθερά τσακωμένη με κάθε έννοια αιχμής γενικότερα. Πέρα από το πραγματικά όμορφο και ουσιώδες πρώτο single, το οποίο και ανοίγει τον δίσκο, δεν υπάρχει άλλο κομμάτι ικανό να διεγείρει την αυθόρμητη επιθυμία για δεύτερη ακρόαση.

Με δεδομένα όλα τα παραπάνω, το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι το The Car, όπως και κάθε προηγούμενο άλμπουμ των Arctic Monkeys, δεν πέφτει ποτέ κάτω από τον πήχη του μετρίου. Είναι τόσο επιμελώς δουλεμένο σε επίπεδο παραγωγής και ενορχήστρωσης, που καταφέρνει και αντισταθμίζει εν μέρει τις προφανείς αδυναμίες του και τελικά διασώζεται από την τραγωδία στην οποία θα μπορούσε να έχει καταλήξει. Το στοιχείο κλειδί εδώ είναι η αξιοποίηση των εγχόρδων, που γεμίζουν όμορφα τον χώρο προσδίδοντας μια σινεματική, chamber pop αύρα στην όλη ηχογράφηση -κορυφαίο παράδειγμα το ομώνυμο κομμάτι, αλλά και το “Perfect Sense” που κλείνει τον δίσκο. Πέρα από τα έγχορδα όμως, υπάρχουν ποικίλες λεπτομέρειες της παραγωγής του James Ford που χρωματίζουν εύστοχα τα κομμάτια και μπαλώνουν τα κενά των συνθέσεων. Το “Sculptures Of Anything Goes” δεν θα ήταν τίποτα χωρίς τη σκοτεινή ατμόσφαιρα που επιβάλλει ο πειραγμένος ήχος του drum machine και των synths. Ούτε το “Mr Schartz” θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον εάν δεν ηχούσε τόσο γλυκά το άρπισμα της κιθάρας ή αν τα κρουστά δεν ήταν άψογα τοποθετημένα στο υπόβαθρο, μετατρέποντας το κομμάτι σε μια ιδιάζουσα bossa nova.

Σε τελική ανάλυση, όμως, η επιρροή μιας καλής παραγωγής σε έναν δίσκο σαθρό στα θεμέλιά του είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένη. Το The Car σε επίπεδο οράματος, σύνθεσης και στιχουργικής, είναι τόσο δημιουργικό όσο ο τίτλος του˙ δηλαδή καθόλου. Είναι πλέον προφανές ότι οι εμμονές του Alex Turner λειτουργούν ως τροχοπέδη στην εξέλιξη της μπάντας, απορροφώντας σαν μαύρη τρύπα κάθε ηχητική προοπτική που δεν υποτάσσεται στην ανάγκη του να πείσει πως είναι ο μεγάλος τροβαδούρος των καιρών. Σαν να μην έφταναν τόσα χρόνια πόζας, τσατσάρας και στιλιζαρισμένου εγωκεντρισμού, μετά και από αυτόν τον δίσκο είναι απορίας άξιο ποιος έχει το αναγκαίο περίσσευμα υπομονής ώστε να συνεχίσει να παρακολουθεί τον Turner να ερωτοτροπεί νοητά με το είδωλό του σε κάθε νέα δισκογραφική επιστροφή των Arctic Monkeys. Και είναι κρίμα για έναν χαρισματικό frontman, όταν από το ισχυρότερο asset μιας μπάντας καταλήγει να γίνεται κοινό αλλεργιογόνο.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured