Εκτιμώ πολύ τα τραπεζώματα. Αυτό που με θέλγει στο φαγητό είναι η κοινωνικότητα και η πνευματικότητα της τροφής, όπως λέει και ο Γιάννης Ευσταθιάδης, ο οποίος κατόρθωσε να προσεγγίσει τη γαστρονομία με την ίδια ζέση που γράφει για τη μουσική, πράγμα που επικαιροποιείται και στο πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο Προπάντων Μουσική που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι. Σε ένα παρελθοντικό του πόνημα, ο Ευσταθιάδης σημείωνε «Στα εστιατόρια δεν συντελείται η ιδιωτική απόλαυση του φαγητού, αλλά η κοινωνική διαδικασία της συνεύρεσης, κάτω από την προσχηματική ιεροτελεστία της γεύσης. Το πιάτο δεν περιλαμβάνει μόνο τα ενοποιημένα υλικά, τη συμμετρία της εμφάνισης και την αρμονία της γεύσης, αλλά συντίθεται και από την κρυφή ανάσα των συνδαιτυμόνων, τη θαλπωρή της μικρής βαβούρας, το πνιχτό γέλιο του διπλανού. Το συναίσθημα της διάχυτης ηδονής των άλλων αποτελεί προστιθέμενη αξία στην προσωπική ευχαρίστηση. Η γευστική εμπειρία –στον δημόσιο χώρο του εστιατορίου– είναι πάντα ενεστώτος χρόνου και πληθυντικού αριθμού. Μπορείς να απολαύσεις ένα μεγάλο πιάτο σε μαυσωλείο; Μπορείς να εκτιμήσεις μια σπουδαία δημιουργία στο μέσον της ερήμου ή στο κέντρο μιας μεγάλης, άδειας πλατείας;»
Από το συναπάντημα πάνω στα ταπεινά χαλίκια του Σπυραντώνη στα Πατήσια, μέχρι τη βουτυράτη cafe de paris θαλπωρή του Σπύρου & Βασίλη, πλάι στους τεχνίτες/μάγειρες και τους ακάματους εστιάτορες, η συντροφιά είναι που εξυψώνει τις σημασίες, η περιρρέουσα κατάσταση είναι αυτή που θα λειτουργήσει ως απάγκιο, ακόμη κι αν πρόκειται για την ημέρα που θα κουβαριάσεις το λευκό πουκάμισο και θα τακτοποιήσεις το μαύρο κουστούμι για την προσωρινή του απόσυρση. Μεγάλη ανάσα υπήρξε το καλωσόρισμα του Κώστα στον Οικονόμου, φοβερή φυσιογνωμία εκείνος ο νταγκλαρισμένος σερβιτόρος στη Χώρα της Αμοργού, ή ο άγνωστος διπλανός με το σταυρωτό κούμπωμα που προκειμένου να εξιστορήσει όσα ξέρει για την Αντιγόνη του Γιάννη Οικονόμου, εγκάρδια προσφέρει ένα ποτηράκι αυτής στην παρέα. Προσωπικά τοπόσημα, σημεία αναφοράς, μικρά και μεγάλα στέκια έχουν οι περισσότεροι να μνημονεύουν, εκτός ενδεχομένως από εκείνη την τυπολογία των φειδωλών που τρέμουν λογαριασμό και θερμίδες! Ποταπά ζητήματα κερκίδας, πολιτικολογία με ισχνές αλήθειες, ενδοοικογενειακές υπενθυμίσεις για τον εβδομαδιαίο προγραμματισμό, μα και αράδιασμα των υπερατού περί ταινιών, σειρών, μουσικής και όλων αυτών που συναιρούνται με την όποια επικαιρότητα ή τους απολογισμούς, τα πάντα σερβίρονται στα τραπέζια. Κι ενώ θα έλεγε κανείς πως είναι αρκετά για να οριστούν οι φυσιογνωμίες των χώρων που μας φιλοξενούν, μια πανομοιότυπη ροπή στο άψυχο κι εξεζητημένο instagram-ικό βινυλιακό (από το σωρό και την καρότσα) ντεκόρ, μια επαναλαμβανόμενη φασαίκη επίφαση για γιάπικο ξέπλυμα, δίνει και παίρνει.
Μα ο σκοπός δεν είναι να μπλεχτώ στα πόδια των foodies με τις παραξενιές μου. Παρότι υπερτιμάται το να τσιμπολογάς έναν εκμοντερνισμένο μεζέ πλάι σε μια κακοφορμισμένη συλλογή της Music Box, τα ταμεία θα λένε άλλα, οπότε κάπου εδώ σταματώ κι εξηγούμαι. Σε ένα πρόσφατο παρεΐστικο τραπέζωμα βρέθηκα με μια συντροφιά από εκείνες που εξαντλητικά εστιάζουν ακόμη και στα χαράγματα γύρω από τις ετικέτες των δίσκων. Τα γνωστά ως matrix δίνουν μπόλικες πληροφορίες για τις εκδόσεις, για τη σειρά του τυπώματος, για το εργοστάσιο κατασκευής δίσκων και άλλα πολλά, μείζονος σημασίας σε πολλές περιπτώσεις για την ηχητική απόδοση των κυκλοφοριών. Κάπως έτσι θυμήθηκα την περίπτωση ενός blogger που από το 2011 ξεκίνησε να γράφει και να μελετά με μέθοδο και συνέπεια, κυρίως την περίπτωση της δισκογραφικής Blue Note, αναλύοντας τυπώματα, εκδόσεις, εξώφυλλα και άλλα ενδεικτικά για τον κόσμο της υψηλής πιστότητας. O Andrew του London Jazz Collector έχει προσφέρει θεάρεστο έργο για τα αρρωστάκια των δίσκων αλλά και για τη βιβλιογραφία του jazz label, μα λίγους μήνες πριν έβγαλε μια ανακοίνωση περί προσωρινών αναστολών της σελίδας του. Τον είχα έγνοια, οπότε χάρηκα όταν στις 14 Ιουλίου του 2025, είδα πως επανήλθε απατώντας στα 87 μηνύματα που είχε λάβει με το εξής σύντομο «Μετά από τέσσερις μήνες στο νοσοκομείο και μερικές εβδομάδες εντατικής αποκατάστασης, επέστρεψα – τουλάχιστον ψυχικά- και πήρα εξιτήριο για το σπίτι. Ξέχασα ακόμη και πώς να συνδεθώ στο ιστολόγιό μου, έχω ακόμα πολύ δρόμο να διανύσω, αλλά θα ελέγχω τα posts, στην περίπτωση που έχετε κάτι να πείτε. Η jazz έχει επιβιώσει για περισσότερα από πενήντα χρόνια. Δεν θα εξαφανιστεί σύντομα, ούτε εγώ.»
Όπως στα καθ’ημάς, τύποι σαν το Μήτσο Φύσσα κόπιασαν για ανυπέρβλητες δοτικές καταθέσεις σαν Τα σινεμά της Αθήνας 1896-2013 / Ιστορίες του Αστικού Τοπίου (δίτομο, εκδόσεις Λογότυπο. 2024), έτσι και χομπίστες ερευνητές όπως ο Andrew Wilk έχουν φωτίσει με μεράκι εκατοντάδες λησμονημένες γωνιές του jazz σύμπαντος. Πάρτε παράδειγμα εκείνη την ανάρτηση του LJC, όπου ο Wilk αναλύει την περίπτωση του lp At Hickory House Vol. 1 της Jutta Hipp.
Ξεκινά, παραπέμποντας στο συνδαιτυμόνα του Marc Myers του JazzWax για να βρούμε τα περισσότερα απαραίτητα ώστε να μάθουμε την τραγική ιστορία της πιανίστριας. Έμαθε να παίζει jazz από νωρίς, πριν το ναζιστικό σκόπελο (σκέψου να σου βαράνε το κατώφλι στις 3 τα ξημερώματα γιατί παίζεις αμερικάνικα 78στροφα του Fats Waller), έφερε στον κόσμο τον Lionel σε μια εποχή που ο μαύρος στρατιώτης πατέρας του δεν μπορούσε ούτε καν να τον αναγνωρίσει (με συνέπεια να τον δώσει για υιοθεσία), κι έφυγε στις ΗΠΑ χάρη στο Leonard Feather με τον οποίο αργότερα πρόεκυψε ένα μάλλον δυσάρεστο πιεστικό από μεριάς του ειδύλλιο. Παράτησε γρήγορα την ενασχόληση της με τη μουσική κι απομακρύνθηκε από τα φώτα της δημοσιότητας (κι από καταστάσεις όπως αυτή που λέει πως ο Art Blakey απαιτούσε να παίζει μεθυσμένη πιάνο σε μια από τις εμφανίσεις του, για να την εξευτελίζει δημοσίως), ώστε να βρει μια σταθερή δουλειά σε ένα εργοστάσιο με ρούχα, καταλήγοντας να δουλεύει σε αυτό για 35 χρόνια. Πορεύτηκε μόνη στη ζωή, πιθανότατα αδιάγνωστη από PTSD. Πρόλαβε και κυκλοφόρησε 4 δίσκους για λογαριασμό της Blue Note και, εξ’ αυτών, το 2001- δύο χρόνια πριν πεθάνει στα 78 της - δέχτηκε μια επιταγή 35.000 δολαρίων για δικαιώματα που της οφείλονταν.
Ο Andrew δεν αρκείται στα βιογραφικά των καλλιτεχνών. Καταπιάνεται με το παιξιματικό ύφος, ενώ δεν παραλείπει να αναλύσει λεπτομερώς την ηχητική απόδοση κάθε κόπιας που έχει, για να καταλήξει να παρακολουθήσει την χρηματιστηριακή αξία των προσβάσιμων και μη pressings στις πρόσφατες και παλαιότερες ebay-κες δημοπρασίες. Αυτή τη δομή έχουν οι δημοσιεύσεις του, χωρισμένες στα εξής τέσσερα μέρη: Ο Καλλιτέχνης, Η Μουσική, Το Βινύλιο και Η Γωνιά του Συλλέκτη.
Μα μέσα κι έξω από όλα αυτά, πετάει μια cherry on top λεπτομέρεια, ένα fun fact. Έναν τιμοκατάλογο από το Hickory House που ηχογραφήθηκε ο δίσκος τη Hipp! Steakfood, steak-chops, cocktails και bonded bourbon από .90 σεντς. «Ζωή! Ζωή! Από τις δέκα και μισή μέχρι να σερβιριστούν τα scrambled eggs, υπάρχει πάντα μια δημοφιλής swing μπάντα που χτυπά ρυθμούς μελωδικούς και πιασάρικους, με το δικό της απαράμιλλο στυλ.» γράφει ένας ακόμη πιο παλιός του μαγαζιού από τη δεκαετία του ’40, που εντόπισα να πωλείται στα 1250 δολάρια από ένα παλαιοβιβλιοπωλείο της Βαλτιμόρης. Σκέψου να ταξίδευες στο χωροχρόνο σε ένα τραπέζωμα στο Hickory House, και να έβλεπες επάνω στη σκηνή τη Jutta Hipp στο πιάνο, μαζί με τον Peter Ind στο μπάσο και τον Ed Thigpen στα ντραμς, πίνοντας Mint Julep 80! Θα ήξερες μέχρι και τι να παραγγείλεις χάρη σε μερακλήδες σαν τον ερευνητή του London Jazz Collector, και αυτό από μόνο του, είναι λόγος να του σηκώσουμε το ποτήρι, ευχόμενοι καλή ανάρρωση!
Αν υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα στο τραπέζωμα στα Πατήσια και στις αναλύσεις του London Jazz Collector, είναι η πίστη πως το ουσιαστικό βιώνεται μαζί, στο παρόν και στον πληθυντικό που λέει κι ο Ευσταθιάδης. Ακόμη κι αν σήμερα περισσεύουν τα όμοια concepts με τα πικάπ από τα Jumbo (θα γίνει κι αυτό, λογικά θα τα βρίσκετε δίπλα από τα πιγκάλ) και τα insta-σερβιρίσματα, ακόμη κι αν σκουντουφλάμε σε όμοιες προσόψεις και κοινές playlists, τα σημεία αναφορά παραμένουν εκείνα που προσέχονται από τις λεπτομέρειες και τους αφανείς ήρωες που είναι παρόντες για να τις επισημαίνουν. Με κάτι τέτοια άλλωστε, επικυρώνεται και το έναυσμα του μαγαζάτορα του Hickory House: Ζωή! Ζωή! Μέχρι να σερβιριστούν τα scrambled eggs!
Υγ. Οι ηχογραφήσεις του τελευταίου δίσκου της Jutta Hipp έγιναν στο περιλάλητο στούντιο του Rudy Van Gelder έναν άλλο Ιούλιο, 69 χρόνια πριν.