Περασμένες 6 το απόγευμα, είμαι μόνη στο σπίτι, βγαίνω στο μπαλκόνι να πιω τον τελευταίο decaf της ημέρας, συννεφιά, αεράκι, ελαφρύ καρό πουκάμισο για πανωφόρι -επισήμως φθινόπωρο. Πατάω play στο τελευταίο άλμπουμ της Beth Orton, με καλωσορίζει ένα πιάνο, “almost makes me wanna cry / the weather's so beautiful outside”, τι συμβαίνει, στρέφω το βλέμμα μου προς το ηχείο, αναζητώ το tracklist, πώς λέγεται, "Weather Alive", πώς γίνεται, έπιασε επακριβώς το mood.

But I've been dreaming of Proust all in my bed /and he speaks to me in my sleep” συνεχίζει στο "Friday Night". Το βλέμμα της στο ασπρόμαυρο video clip (το οποίο έχει γυριστεί Old Carpet Factory της Ύδρας) έχει αυτή την ακαταμάχητη γοητεία της ώριμης, έμπειρης γυναίκας που σκέφτεται τα πράγματα καθάρια, χωρίς υπεραναλύσεις και αχρείαστους συναισθηματισμούς.

Βλέπετε, η Beth Orton δεν είναι καμιά καινούργια. Ξεκίνησε την καριέρα της στα 90s, όταν ήταν μόνο 25 χρονών, οι κριτικοί βάφτισαν τη μουσική της folktronica, ο William Orbit  και οι Chemical Brothers μαγεύτηκαν από τη λαρυγγική χροιά της (ιδανική για αφηγηματική ερμηνεία, γνωστή ως spoken word) και την κάλεσαν πολλάκις να συμμετάσχει σε ambient κομμάτια τους. Το πρώτο της άλμπουμ ("Trailer Park", 1996) προτάθηκε για Mercury, το δεύτερο ("Central Reservation", 1999) κέρδισε Brit, κι έκτοτε παρέμεινε ενεργή αλλά όχι φλύαρη, γράφοντας άλμπουμ μόνο όταν είχε κάτι να πει, πάντοτε ανοιχτή σε πειραματισμούς και στροφές στον “folk fusion” ήχο της.

Σήμερα, έχει πατήσει πια τα 50, έχει μεγαλώσει παιδιά, έχει έρθει αντιμέτωπη με την ύπαρξή της, έχοντας αναγκαστεί να διαχειριστεί μια μεγάλη μετακόμιση από τις ΗΠΑ πίσω στη γενέτειρά της την Αγγλία, συχνές επιληπτικές κρίσεις, μια δύσκολη διάγνωση, θανάτους συνεργατών, μια πανδημία.  

Στο "Fractals" (το πιο upbeat κομμάτι του δίσκου) ο δυναμισμός της μου φέρνει κάτι από τον αέρα της St Vincent. Στα τρία πρώτα αυτά tracks, μου έχουν πάρει το κεφάλι τα soft jazz drums που δίνουν ρυθμό και τόνο. Αναζητώ τη λίστα συνεργατών (πίσω από την παραγωγή βρίσκεται η ίδια η Orton) και όλα βγάζουν νόημα όταν διαβάζω το όνομα του Tom Skinner, ντράμερ των Sons of Kemmet και ένας εκ των τριών The Smile, μαζί με τον  Thom Yorke και τον Johnny Greenwood. “You stopped believin’ in magic” τραγουδά η Orton, ο στίχος με βρίσκει σαν βέλος.

Λίγο αργότερα ανακαλύπτω το αδιαπραγμάτευτο highlight του δίσκου, το “Forever Young”. Η Orton καθοδηγείται από μια αινιγματικά θλιμμένη επαναλαμβανόμενη φράση στο πιάνο (μου φέρνει στο μυαλό το σπαραχτικό "Daydreaming" των Radiohead) κι αφήνει τη φωνή της να χρωματιστεί, να σπάσει, μέχρι και να ξεφύγει τονικά, ενώ παρασύρεται από το συναίσθημα, λικνίζεται, αντιδρά σωματικά στις σκέψεις, αναπολεί: “go back in time go back in time”.

Στο σαξόφωνο του Alabaster dePlume που ανοίγει το “Lonely” έχω πια παραδοθεί στον δίσκο, ό,τι άλλο συμβαίνει τριγύρω με αποσπά αχρείαστα.  

Will you be nostalgia in the autumn
Will you be the hell I've known of heaven
Will you be the smile under my nose
Will you be the naked I can't clothe

Έχουν περάσει 45 λεπτά και βρίσκομαι βουτηγμένη στην ατμόσφαιρα που έχουν χτίσει τα 8 μόλις κομμάτια του "Weather Alive", επιστρέφω μέσα στο σπίτι, τραβάω τη μπαλκονόπορτα, έβαλε κρύο κι έξω κάνει νοσταλγία.

 

 

 

Άκου κι αυτό: Joan As Police Woman, Tony Allen, Dave Okumu - The Solution Is Restless (2021)

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured