Οι Βρετανοί λατρεύουν τις παραδόσεις. Και μία από τις αγαπημένες τους είναι να βιάζονται να χαρακτηρίσουν ως “next big thing” διάφορα πρωτοεμφανιζόμενα ονόματα της μουσικής βιομηχανίας που δεν το αξίζουν. Βέβαια, πολλές φορές το κάνουν εκεί που πρέπει. Οι Working Men’s Club και το ομότιτλο ντεμπούτο τους, είναι μία τέτοια περίπτωση.

Πέρασε κάπως στο ντούκου η παρθενική κυκλοφορία της παρέας των τεσσάρων, θαυματουργών πιτσιρικιών από το δυτικό Γιορκσάιρ και αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός πως το ηχητικό τους DNA δεν είναι κάργα βρετανικό. Eνώ η αισθητική τους ταυτότητα παραπέμπει ξεκάθαρα σε δικούς τους μουσικούς προγόνους, η σωματικότητα που εκλύουν είναι εισαγόμενη. Είναι ξεκάθαρα ο ήχος μιας μπάντας που μεγάλωσε ακούγοντας shoegaze και new wave/post-punk (τα πρώτα τους singles, άλλωστε, το μαρτυρούν) και στην πορεία σαγηνεύτηκαν από τους νεορομαντικούς (“Tomorrow”), ηδονίστηκαν μέσα στις νοσταλγικές αναθυμιάσεις της rave κουλτούρας (“Valleys”), λυτρώθηκαν σε βιομηχανικές, synth-punk πίστες (“Be My Guest”, “Teeth”) και μέσα σε όλα αυτά κάπου, κάπως χώρεσαν την Chicago house και την Detroit techno.

Είναι τόσο φυσικός και πολυσυλλεκτικός ο τρόπος που οι Working Men’s Club αναμιγνύουν τις επιρροές τους, που θα μπορούσα να απαριθμώ σελίδες ολόκληρες από ονόματα που ανιχνεύω στη μουσική τους, χωρίς όμως καμία από αυτές να τους χαρακτηρίζει απόλυτα. Ακόμη και η περσόνα του frontman Sydney Minsky-Sargeant φαίνεται να είναι ένα συνονθύλευμα από διάφορες εμβληματικές, μουσικές φιγούρες της πατρίδας του: ο Mark E. Smith, o Shaun Ryder, o Bernand Summer, ο Jarvis Cocker, ο Eddie Argos, όλοι ξεπετάγονται με κάποιον τρόπο σε μία από τις συνειδητά νωθρές, παγωμένες και συναισθηματικά απόμακρες ερμηνείες του. Όπως εκεί που συνοψίζει άθελά του την εποχή αυτή είναι με το στίχο “I hate tomorrows” ("Tomorrow") -όταν όλα μοιάζουν ίδια με το χθες, γιατί να έχεις λόγους να περιμένεις το αύριο;

Φυσικά, είναι ένα άλμπουμ που σε δεύτερο χρόνο σε βάζει σε σκέψεις: πόσο αποδεκτή είναι πλέον η meta-διάσταση στη μουσική πραγματικότητα, που, με κάποιο εντελώς παράδοξο τρόπο, οι δίσκοι αυτοί ακούγονται φρέσκοι, ενώ τα υλικά τους θα έπρεπε να έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια εδώ και χρόνια; Ζούμε σε αυτή την εποχή και αρχίζουμε να την αφομοιώνουμε, χωρίς καν να αξιολογούμε πλέον αν κάτι είναι πνευματικό προϊόν του παρελθόντος ή όχι. Πάντως, αν αυτό συμβαίνει με τον πολυδιάστατο, εφευρετικό και μεταμοντέρνο τρόπο που προτείνουν οι Working Men’s Club -σε αντίθεση με μία άλλη φουρνιά συμπατριωτών τους που εξασκούν το σπορ μονολιθικά (ονόματα δε λέμε, οικογένειες δε θίγουμε) -τότε, ναι, ίσως προσωπικά και να περιμένω το αύριο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured