Ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα όσων καλλιτεχνών μετρούν τις επιτυχίες τους σε απερχόμενες δεκαετίες, βρίσκεται ίσως στο πώς διαχειρίζονται τόσο την πορεία τους, όσο και τους ίδιους τους εαυτούς τους, απ' τη στιγμή που παίρνουν την απόφαση να συνεχίσουν. Κάτι τέτοιο πρέπει να αισθάνθηκε και ο Neil Tennant πίσω στο 2002, την ημέρα μάλιστα των γενεθλίων του, όταν στη συναυλία στο Grimsby Auditorium είδε τον χώρο μισογεμάτο, με το κοινό να στέκει κάτω από τη σκηνή χλιαρό. Μετά από αυτό, όπως έχει δηλώσει, σκέφτηκε να τα παρατήσει. Για καλή μας τύχη, βέβαια, δεν το έκανε. Κι έτσι, οι Pet Shop Boys συνεχίζουν να μετρούν από 'κείνο τον καιρό 6 άλμπουμ και αρκετές ακόμα επιτυχίες.

Ειδικά σε μας στην Ελλάδα, ο τίτλος του νέου άλμπουμ Hotspot, με τις ξεθωριασμένες μα αγέρωχες φιγούρες στο εξώφυλλο, μπορεί και να θυμίσει τους αποκαλούμενους «χώρους φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών». Κάτι τέτοιο, πάντως, δεν αντικατοπτρίζεται στο περιεχόμενο. Εξάλλου, σε συνέντευξή του στην Janice Long για το BBC Radio Wales, ο Neil Tennant είπε με χιούμορ ότι «hotspot στον Ψυχρό Πόλεμο θεωρούταν το Βερολίνο». Εξηγώντας ότι ο δίσκος εμπνεύστηκε από τη γερμανική πρωτεύουσα, καθώς ηχογραφήθηκε εκεί, στα περίφημα Hansa Studios, με παραγωγό τον Stuart Price. Είναι λοιπόν το Βερολίνο αυτό που στέκεται ως τοπίο, αίσθηση και σημείο αναφοράς. Πάνω του, ο μεν ο Neil Tennant προσπαθεί να συνδυάσει τις ιστορίες του –άλλοτε ποιητικά, άλλοτε πιο ευθεία– ενώ ο Chris Lowe κεντά ρυθμικά πίσω από τα πλήκτρα, αφουγκραζόμενος τις ιδέες του συνεργάτη του.

Μέσα στα 10 τραγούδια του Hotspot βρίσκει κανείς την αίσθηση του καλοκαιριού στην ύπαιθρο, μέσω της αισθαντικότητας του Tennant και της άπλετης μελωδικότητας που προσφέρει ανάπαυλα (“You Αre Τhe One”). Εν μέσω ηλεκτρισμένων synths, από την άλλη, αφουγκράζεσαι και την εσωτερικευμένη ανάγκη για εξωστρέφεια, ταυτόχρονα όμως και τη μη προσαρμογή που ενέχει σε κάθε μοναχικό χαρακτήρα (“I Don't Wanna”). Βρίσκεις επίσης και κομμάτια για ανθρώπους που αρνήθηκαν την ελεύθερη ζωή, θυσιάζοντάς τη για μια ετεροκανονική πραγματικότητα (“Will-Ο-Τhe-Wisp”), η οποία με τη σειρά της τους επιτάσσει στην κανονικοποίηση και στη ματαιότητα, αφήνοντάς τους να περιμένουν ένα θαύμα (“Happy People”, "Hoping For A Miracle").

Σε άλλα σημεία, πάλι, ο λόγος γίνεται πιο ευθέως πολιτικός, θίγοντας τελικά και το μεταναστευτικό, όταν π.χ. στο “Dreamland” –μια συνεργασία με τον Olly Alexander των Years & Years– οι Pet Shop Boys αναζητούν έναν τόπο χωρίς σύνορα. Στο δε “Wedding Ιn Berlin”, πειράζοντας τη διάσημη σύνθεση του Felix Mendelssohn “Wedding March” (1862), φτιάχνουν ένα σύγχρονο, γαμήλιο εμβατήριο για όλους.

Η μουσική ακολουθεί πιστά τις διαδρομές αυτές, άλλοτε με έντονα synth pop στοιχεία made-in-1980s, άλλοτε με μια πιο ηλεκτρονική μελωδικότητα κι άλλοτε φλερτάροντας ακόμα και με το ροκ, π.χ. στο "Burning Τhe Heather", όπου ακούμε την κιθάρα του Bernard Butler των Suede. Εύκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί κάποια drag queen να συνδυάζει τα φωνητικά της με τον Neil Tennant, εξίσου εύκολα θα μπορούσε να συμμετέχει κάπου και ο Pharrell Williams (άλλωστε τον έχουμε ακούσει ήδη να επιχειρεί υπό εκμοντερνισμένους 1970s ήχους, παρέα με τους Daft Punk).

Στη μελαγχολία που διακατέχει ολόκληρη την ποπ των Pet Shop Boys, χωράει πάντως και μια μεγάλη ρουφηξιά πανηδονισμού, η οποία δεν περιορίζεται στην αστρόσκονη και στα πούπουλα, ούτε σε μερικούς δίσκους για να 'χουμε, ούτε φυσικά συγχέεται με τις σκληρές κιθάρες ματσό, λευκών, straight ανδρών. Αντιθέτως, εφευρίσκει τρόπους να τοποθετηθεί στο καθαρά ελευθεριακό μέρος. Εκεί δηλαδή όπου δεν σεξουαλικοποιείται το μέσον, αλλά σίγουρα απελευθερώνεται η σεξουαλικότητα, απασχολώντας και το σώμα και το μυαλό. Στο πιο disco κομμάτι του Hotspot, το “Monkey Business”, το βιντεοκλίπ συνδυάζει ναύτες βγαλμένους από το Querelle του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ (1982), vogue προκλήσεις και body-positive χροιά, θυμίζοντας ξανά ότι η μουσική των Pet Shop Boys ήταν πάντα στο εδώ και στο τώρα του κοινωνικοπολιτικού φάσματος.

Σαν γενικότερη παρατήρηση, πάντως, αν εξαιρέσει κανείς το παραπάνω άσμα, λείπει εδώ η έντονη λονδρέζικη προφορά του Tennant, που σου λυγά τα γόνατα με τους τονισμούς της και σε κάνει να αναρωτιέσαι αν θα επακολουθήσει κάποιο «Good Lord» α-λα-Αrthur Ηastings ή αν θα αρχίσει να ξεστομίζει με σνομπ ύφος τις πιο αιρετικές απόψεις με ευκολία και αίγλη τύπου Guy Hocquenghem (The Screwball Asses, 1973). Στο σύνολό του, δηλαδή, φαίνεται κάπως να απαλύνεται εκείνος ο ερμηνευτικός τρόπος, χωρίς φυσικά να χάνεται εξ ολοκλήρου.

Με τις ιδέες τους, λοιπόν, οι Pet Shop Boys του 2020 μπορούν και δίνουν τις απαραίτητες τεχνητές αναπνοές στο έργο τους: βαστάνε το Hotspot ζωντανό, χωρίς να σου μένει η εντύπωση ότι αναπαράγουν εαυτούς, όπως συχνά συμβαίνει με άλλα μεγάλα συγκροτήματα τα οποία μετράνε δεκαετίες πορείας. Λείπει βέβαια η πραγματική ανανέωση στον ήχο τους, όμως ο τελευταίος κρίνεται αξιοπρεπής σε σύγκριση με προηγούμενους δίσκους και παραμένει σε ένα στάνταρ επίπεδο, αρκετό σε κάθε περίπτωση ώστε να σε σπρώξει στο dancefloor. Έτσι, σε αυτήν ειδικά την αναβιωτική περίοδο, οι «δεινόσαυροι» (όπως υποτιμητικά τους αποκαλούν κάποιοι) μπορούν να αναμετρηθούν τίμια με νεότερους καλλιτέχνες, βγάζοντας ορισμένους από αυτούς νοκ-άουτ.

{youtube}JPx8P8pcrdA{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured