Ενδιαφέρουσα περίπτωση οι Γερμανοί Mosaic, προσωπικό κατά βάση σχήμα του Martin van Valkenstijn (Ysengrin, Alchemyst, τα τελευταία χρόνια συμμετέχει και στους Nachtmystium). Υπάρχουν από το 2005, αλλά ξεκίνησαν να δισκογραφούν μόλις το 2011. Μέχρι μάλιστα το 2019 η παραγωγή κινούταν αποκλειστικά σε split και EP μονοπάτια, αρκετά από τα οποία συνέπιπταν με παραδοσιακά λατρευτικές ημερομηνίες, όπως το Samhain.

Αυτή η προσκόλληση πάνω στον παγανιστικό τροχό του έτους ήταν ένα από τα πράγματα που με έκαναν να τους ακολουθώ, μαζί με την ποιότητα του Old Man's Wyntar EP (2013), αλλά και την πολύ προσεγμένη και αναπάντεχη αισθητική των εξώφυλλών τους –υπάρχει και μια παλέτα από λογότυπα που εναλλάσσονται στις εκδόσεις. Όπως και να 'χει, χρειάστηκε να περάσουν 8 χρόνια από τη ντεμπούτο κυκλοφορία (και 14 από τη δημιουργία τους) για να βγάλουν οι Mosaic τον πρώτο τους ολοκληρωμένο δίσκο Secret Ambrosian Fire.

Το συγκρότημα δεν περιοριζόταν ποτέ σε ένα είδος μουσικής. Θεωρητικά, αδρός πυρήνας ήταν πάντα το σκοτεινό, φολκλορικό black metal, όμως κυκλοφορίες όπως π.χ. η συλλογή Harvest του 2015 (αποτελούμενη από κομμάτια με εύρος δεκαετίας) ή το πρόσφατο Fensterverse Und Nachtgespinste (2019) επέδειξαν ένα αποκλειστικό και βαρέως τευτονικό neofolk προσωπείο. Παράλληλα, πάντα ανιχνευόταν στο υλικό των Mosaic μια φλέβα dark wave αισθητικής, ιδιαίτερα της δραματικής και κινηματογραφικής έκφανσης που μεσουράνησε στα 1990s. Αναμενόμενα, λοιπόν, το ντεμπούτο δεν είναι ένα μονολιθικό δημιούργημα, μα κάτι που απλώνεται οργανικά σε είδη πνευματικά συγγενή μεταξύ τους.

Το εξώφυλλο του Secret Ambrosian Fire, από τον επίσης Γερμανό Hathrul, κινείται σε πιο κλασικότροπα, αρχαϊκά μονοπάτια σε σχέση με τον πιο τραχύ και φολκ χαρακτήρα των προηγουμένων τους. Το πλήθος του αποκρυφιστικού συμβολισμού, σε συνδυασμό με τη μεγάλη συμμετοχή καλεσμένων μουσικών, με προϊδέασε για κάποια υπερβολικά σοβαροφανή occult στροφή, η οποία ευτυχώς δεν υλοποιήθηκε. Αυτό που υπάρχει εδώ είναι μια διάχυτη αίσθηση οργιαστικής τελετουργίας με μεσαιωνικό υπόβαθρο, που σε σημεία θυμίζει μια πιο ήπια εκδοχή των Cultes Des Ghoules.

Ο δίσκος ξεκινάει με δύο επιλογές που θολώνουν τα όρια μεταξύ intro και «κανονικού» κομματιού· αργόσυρτες ελεγείες με απατηλή αίσθηση κορύφωσης στο βάθος, θυμίζουν τελετή που αφήνει κατά μέρος τον σκοπό της για να επικεντρωθεί στο ίδιο το ξεδίπλωμά της και στην εμπειρία αυτού. Στο Secret Ambrosian Fire κυριαρχούν οι ήρεμες περιπλανήσεις, οι υπνωτικές απλωτές ατμόσφαιρες. Οι δε κιθάρες λειτουργούν υποστηρικτικά: μπλέκονται με τη θεατρικότητα στην απόδοση των καθαρών φωνητικών και αφήνουν χώρο στο μπάσο, στις τυμπανικές αντηχήσεις, στο νορδικό κέρας και σε άλλα (διακριτικά) παραδοσιακά όργανα. Το όλο αποτέλεσμα θυμίζει σε σημεία την υπερβατική μελαγχολία των Fields Of The Nephilim του Elizium (1990).

Δεν λείπουν βέβαια και οι καθαρά black metal σκηνές, με τραχιά ραχοκοκαλιά και όμορφη ανάπτυξη κιθάρων, όπως και το εμψυχωτικό neofolk στο άκρως πιασάρικο "Coal Black Salt". Σαν σύνολο ο ομοιογενής πλουραλισμός του άλμπουμ φέρνει στον νου το Det Som Engang Var των Burzum (1993), με το δεκάλεπτο "The Devil's Place" να παραλληλίζει το "Snu Mikrokosmos Tegn" στην υπνωτικά ταχύτατη μονοτονία της έναρξής του, πριν ξεφύγει σε άκρως επικούς mid-tempo φωνητικούς και ρυθμικούς καλπασμούς.

Το σύνολο του Secret Ambrosian Fire είναι ένα αρκετά πηχτό μείγμα, παρά τη φαινομενική ανομοιογένεια των συστατικών του. Κάτι που, ξεκάθαρα, οφείλεται στη συνθετική δουλειά που έχει γίνει· ο van Valkenstijn φαίνεται πως έκανε προσεκτική σταχυολόγηση του προϋπάρχοντος υλικού, συγκεράζοντάς το με καινούριες συνθέσεις και αποφεύγοντας την κανονικότητα στις δομές. Αυτή καταλήγει να είναι και η δύναμη του δίσκου: αποπνέει φρεσκάδα και οξύ ενδιαφέρον λόγω της δόμησης και της ατμόσφαιράς του, διατηρώντας παράλληλα τον αυθεντικά υπερβατικό χαρακτήρα του.

{youtube}hWKA4J9GUhM{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured