Ήδη πριν τον ethnic «πυρετό», η Αφρική έβρισκε τρόπους να ανακατεύεται στα μουσικά πράγματα της Δύσης –είτε μιλάμε για τις ρίζες των μπλουζ, είτε για τη θρυλική συνεργασία της Miriam "Mama Africa" Makeba με τον Harry Belafonte (1965), είτε για τις ζυμώσεις πίσω από το Graceland του Paul Simon (1986). Είναι μάλιστα μια σχέση που παραμένει ζωντανή, όπως αποδεικνύει τόσο το ντεμπούτο των Vampire Weekend (2008), όσο και η ραδιοφωνική εκπομπή του Frank Ocean στο Beats 1, στην οποία παίζει φέτος τον Wale να σαμπλάρει τις highlife περιπέτειες του Prince Nico Mbarga. Παρά ταύτα, η Αφρική παραμένει μια ανεξερεύνητη για τους πολλούς «έκταση», την οποία ο Τύπος επισκοπεί περιστασιακά και επιφανειακά, κεντράροντας σε καλλιτέχνες που έχουν συμβόλαια με Δυτικά labels και (συνήθως) κατάγονται από το Μάλι.

Από το Μάλι έρχεται και ο Bassekou Kouyaté, ο 53άχρονος δεξιοτέχνης του παραδοσιακού έγχορδου ngoni και ηγέτης του συγκροτήματος Ngoni Ba, στο οποίο πρωταγωνιστεί φωνητικά η γυναίκα του Amy Sacko. Το νέο τους άλμπουμ Miri είναι από τα λίγα αφρικάνικα που μπορείς να εντοπίσεις χαζεύοντας στο Metacritic (χωρίς τουλάχιστον να χρειαστεί να αλλάξεις «σελίδα»), κάτι όμως που δεν πρέπει να βιαστούμε να θεωρήσουμε ως πειστήριο αξίας. Αν και μόλις 13 χρόνια στη δισκογραφία, ο Kouyaté έχει παίξει σωστά τα χαρτιά του: τον βρίσκεις στο The Rough Guide To Desert Blues ήδη από το 2010, ανήκει στο ρόστερ της Outhere Records (που έχει δυνατό promo στην κεντρική Ευρώπη), το άλμπουμ I Speak Fula του 2009 κατέληξε με διανομή στη Sub Pop. Φυσικά, όλα αυτά δεν μεταφράζονται ούτε και σε αποδεικτικά μη αξίας. Όπως συχνά συμβαίνει, η αλήθεια του Miri βρίσκεται κάπου στη μέση.

Η Δυτική μουσικοκριτική, βέβαια, σπανίως αποτίμησε την Αφρική επαρκώς: ακόμα και οι πιο ενημερωμένοι γραφιάδες, λίγες φορές μπόρεσαν να πάνε πέρα από μια καλή περιγραφή, την οποία ταίριαξαν απλά με το προσωπικό τους γούστο/αισθητήριο. Μια πιο σε βάθος επιχειρηματολογία, προσέκρουε (και προσκρούει) σε αντικειμενικές δυσκολίες, που κακώς λαμβάνονται ελαφρά τη καρδία απ' όσους επιθυμούν να παίξουν το «σπορ». Διάφορες rough guide κριτικές σε ελληνικούς δίσκους –για να χρησιμοποιήσω ένα αντίστροφο παράδειγμα, εύκολο να τσεκαριστεί– αρκούν για να αποδειχθεί το τι ακριβώς λείπει. Ούτε το παρόν κείμενο μπορεί ασφαλώς να εξαιρεθεί, όσες μεταπτυχιακές περγαμηνές περί δυτικοαφρικανικής ιστορίας κι αν κομίσει ο υπογράφων, όση τριβή κι αν επικαλεστεί με τους Orchestra Baobab, τους Étoile De Dakar ή τους Tinariwen.

Συγκρίνοντας ωστόσο το Miri με τους άμεσους προκατόχους στη δισκογραφία του ίδιου του Bassekou Kouyaté, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσεις ότι η βασική δημιουργική «μαγιά» παραμένει λίγο-πολύ σταθερή. Τα εκφραστικά μέσα, δηλαδή, διαθέτουν την αυτοπεποίθηση αλλά και τον κάπως στατικό ορίζοντα μιας παγιωμένης, κατακτημένης αισθητικής. Έστω λοιπόν κι αν αποκαλύπτεται ένας μελωδικά πλούσιος κόσμος, από τον οποίον δεν απουσιάζει ούτε η προσωπικότητα, ούτε η εντοπιότητα, υπάρχουν ορατά πλαίσια στον ορίζοντα. Αυτό δεν σημαίνει πάντως ότι δεν υπάρχουν και μπόλικα πράγματα να απολαύσεις.

Το Miri βρίθει καλογραμμένων τραγουδιών ("Deli", "Kanougnon", "Kanto Kelena"), διακρίνεται για την αρτιπαιξία του και διαθέτει ασυναγώνιστους ρυθμούς, «καταδικασμένους» θαρρείς να λικνίσουν ακόμα και τον πιο αχόρευτο. Πίσω μάλιστα από το χαρωπό, ανυψωτικό κλίμα υπάρχει ένας ήρεμος θρήνος για τον θάνατο της μητέρας του Kouyaté ("Yakere"), αλλά και σχολιασμός στα πολιτικά/κοινωνικά προβλήματα μιας χώρας που ακόμα παλεύει, τόσο με τη φυλετική πολυσυλλεκτικότητα την οποία κληρονόμησε από την αποικιοκρατία, όσο και με ένοπλες ομάδες ασπαζόμενες κάποια φονταμενταλιστική εκδοχή περί Ισλάμ. Αν και οι νύξεις αποτυπώνονται επιδερμικές με βάση τα δικά μας στάνταρ τραγουδοποιίας, μαρτυρούν μια παρρησία που καλό θα είναι να μην υποτιμηθεί –όχι τουλάχιστον από την ασφάλεια των αθηναϊκών μας διαμερισμάτων.

Το Miri βασίζεται επίσης σε ακουστικές ενορχηστρώσεις, δίνοντας έτσι την εντύπωση του «παραδοσιακού». Ωστόσο πρόκειται για δουλειά που εκκινεί από τις ρίζες –από την κληρονομιά των Bamana του κεντρικού Μάλι, πιο συγκεκριμένα– για να αναζητήσει μια σύγχρονη ταυτότητα. Η κληρονομιά αυτή απηχείται λοιπόν διαθλασμένη, ενώ ως έναν βαθμό προσαρμόζεται και στα Δυτικά εκδοτικά στάνταρ περί world music: θυμίζοντας κάπου τον Charlie Patton, το "Wele Ni" κρίνεται ως τυπικό για ό,τι καταναλώνεται ως «μπλουζ της ερήμου», έστω κι αν θεματικά είναι το πιο Bamane τραγούδι του συνόλου, καθώς μιλάει για το Ségou, έδρα κάποτε μιας πανίσχυρης αυτοκρατορίας. Περιλαμβάνεται επίσης κι ένα ωραίο μα παράταιρο με το υπόλοιπο υλικό κλείσιμο του ματιού προς την Κούβα ("Wel Cuba"), η μουσική της οποίας σάρωσε κάποτε τη Δυτική Αφρική, ενθουσιάζοντας τη νεολαία της.

Είναι λοιπόν ένας καλός δίσκος το Miri, που χρησιμοποιεί δημιουργικά τις παραδόσεις του Μάλι ώστε να μιλήσει και για την εκεί επικαιρότητα, αλλά και για ζητήματα με πανανθρώπινο χαρακτηρα, σαν τον θησαυρό της φιλίας και τη σημασία των οικογενειακών δεσμών. Αξίζει προσοχής, αν και είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν και τολμηρότερα δείγματα γραφής από την τρέχουσα αφρικανική σοδειά, τα οποία δεν πρόκειται ποτέ να πάρουν το «χρίσμα» της ψευδο-δημοκρατίας του Metacritic.

{youtube}pi26JSZV56s{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured