Θυμάμαι ότι ξεκίνησα να γράφω την κριτική για το ντεμπούτο του David Berman ως Purple Mountains, λίγες ημέρες πριν τις καλοκαιρινές μου διακοπές. Όταν αποφάσισε όμως να αφαιρέσει τη ζωή του (7 Αυγούστου), αποφάσισα κι εγώ να σταματήσω να βάζω λέξεις στη σειρά γι' αυτόν τον δίσκο. Όχι γιατί το γεγονός θα άλλαζε ξαφνικά την αποτίμησή μου, αλλά γιατί οι δικές μου λέξεις είχαν χάσει εντελώς το νόημά τους και οι δικές του ακούγονταν πια ως φανερές προειδοποιήσεις του επερχόμενου τέλους –και όχι ως πνευματώδεις παρατηρήσεις πάνω στην ψυχική του κατάσταση.

Αναπόφευκτα, μετά την αυτοκτονία του πολυτάλαντου καλλιτέχνη, το βάρος του δίσκου είναι διαφορετικό και οι ακροάσεις έχουν αποκτήσει μία νέα, άγρια ομορφιά. Όποιος δεν το παραδέχεται και εξακολουθεί να μετρά τα τραγούδια –πριν ή μετά τον θάνατό του– με όρους σωστών αρμονιών ή με αυτούς της καλογραμμένης παρτιτούρας, έχει χάσει την ουσία. Βλέπετε, η επιστροφή του Berman στη δισκογραφία μετά από 11 χρόνια απουσίας, ήταν ένα γεγονός που σήμαινε πολλά για όσους βρήκαν κάποτε καταφύγιο στις λέξεις του, είτε προέρχονταν από τη δράση του με τους Sliver Jews, είτε από τις ποιητικές του συλλογές. Όπως άλλωστε επισήμανε και ο (πάντα εύστοχος) Bill Callahan σε ένα tweet μετά την απώλεια του φίλου του, «ο κόσμος είναι και θα είναι πάντα ένας στίχος του David Berman».

Έτσι, ένας δίσκος που οι περισσότεροι ερμήνευσαν ως «πρώτη φορά ανοίγομαι με τόσο ευθύ και ειλικρινή τρόπο για το πώς νιώθω, άρα είμαι ΟΚ», στην πραγματικότητα σήμαινε «πρώτη φορά ανοίγομαι με τόσο ευθύ και ειλικρινή τρόπο για το πώς νιώθω, βοήθεια». Υπήρχαν άλλωστε όλες οι απαραίτητες πληροφορίες στο “Nights That Won't Happen”, ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του άλμπουμ, στο οποίο ο Berman μιλάει ανοιχτά για το πόσο εξιλεωτική μοιάζει μερικές φορές η ιδέα του θανάτου: «The dead know what they're doing when they leave this world behind», τραγουδάει. Και όλα βγάζουν νόημα τώρα, αλλά είναι πια αργά.

Βέβαια, αυτή είναι μόνο η κορύφωση του πώς αισθανόταν, γιατί, μέσα από την υπόλοιπη ροή, φροντίζει να μιλήσει για όλα αυτά από τη θέση ενός ταπεινού παρατηρητή του εαυτού του, παρά με την αίγλη ενός σοφού αφηγητή, ο οποίος θέλει να λυτρωθεί με βαρύγδουπα συμπεράσματα. Θέτει μάλιστα τις βάσεις ήδη από την εναρκτήρια τριπλέτα: στο “That’s Just The Way That I Feel” παραδέχεται εν μέσω μίας γλυκύτατης, americana μελωδίας πως έχει σταματήσει να θέλει («and the end of all wanting/Is all I've been wanting»), στο “All My Happiness Ιs Gone” λέει με τον πιο απλό τρόπο ότι κρατιέται μετά βίας σε μία ζωή στην οποία δεν μπορεί να βιώσει την ευτυχία, ενώ στο “Darkness Αnd Cold” ο τίτλος λειτουργεί αυτοεπεξηγηματικά. Οι δυσκολίες συνεχίζονται στο “She’s Making Friends, I’m Turning Stranger”, όπου περιγράφει τον τρόπο με τον οποίον βιώνει τον χωρισμό από την κάποτε γυναίκα του (και συμπαίχτρια στους Silver Jews) Cassie Marrett-Berman, ενώ στο “Margaritas At The Mall” δεν διστάζει να εντάξει τη θλίψη του σε ένα ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο καπιταλιστικής παρακμής.

Θα ήταν όμως άδικο να βγάλουμε από τη συζήτηση την ίδια τη μουσική, κάτι που έχει συμβεί στην κριτική αποτίμηση του δίσκου από την πλειονότητα των Μέσων. Θα ήταν άδικο, καθώς μοιάζει σαν να αγνοείται συνειδητά, ώστε να μην αποδυναμωθούν τα δυνατά σημεία της δουλειάς. Όμως είναι ΟΚ να αποδεχτούμε ότι ούτε οι συνθέσεις είναι ιδιαίτερα αξιόλογες, ούτε οι μελωδίες πραγματικά αξιομνημόνευτες –για την ακρίβεια, σε πολλές περιπτώσεις κάνουν απλώς τα στοιχειώδη, ενώ χαρακτηρίζονται από μία τάση απλούστευσης και εύκολης επιστροφής στα πλήρως απαραίτητα. Επίσης, η παρουσία των Jeremy Earl και Jarvis Taveniere των Woods δεν γίνεται ιδιαίτερα αισθητή, παρά μόνο στο “Storyline Fever”, στο οποίο ακούγονται οι χαρακτηριστικές τους psych/americana κιθάρες.

Ωστόσο, όλα τα παραπάνω συντελούν στα να ακούγονται ακόμη πιο δυνατά οι λέξεις του David Berman. Η συνθετική απλότητα εξυπηρετεί λοιπόν ιδανικά τον σκοπό της: ο ακροατής δεν ρίχνει το βάρος του στη μουσική, αλλά ακούει τα λόγια του Αμερικανού μουσικού κατευθείαν από την ψυχή. Και είναι πραγματικά φοβερό το πώς καταφέρνει, χωρίς να χρησιμοποιεί φανταχτερές λέξεις, να τις τοποθετεί ακριβώς στη σωστή σειρά· στήνοντας ιδιοφυή λεκτικά παιχνίδια, ώστε να ξεκλειδώσει –με τρομαχτική απλότητα– το πόσο δύσκολη έμοιαζε πλέον για εκείνον η ζωή.

Όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο φινάλε με το “Maybe I’m The Only One For Me”, στο οποίο τραγουδάει έναν από τους πιο έξυπνους γλωσσικά και νοηματικά στίχους που θυμάμαι τελευταία: «if no one’s fond of fuckin’ me, maybe no one’s fuckin’ fond of me». Συνοψίζοντας έτσι το πνεύμα όχι μόνο της τελευταίας του δουλειάς, αλλά και ολόκληρης της ζωής του. Μία ζωή που ποτέ δεν του φάνηκε αρκετή για να την αντέξει, ίσως γιατί έβρισκε πάντα τις πιο κατάλληλες λέξεις για τα πιο αβάσταχτα συναισθήματα.

{youtube}JZKMa-ByLBQ{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured