Δεν λέει να κοπάσει τους ρυθμούς με τους οποίους κυκλοφορεί δίσκους ο Andrew Bird. Δεν χαλαρώνει και δεν περιμένει τη Θεία Έμπνευση: όταν έχει μια ντουζίνα τραγούδια έτοιμα, τα πακετάρει και τα ηχογραφεί.

Αν είμαστε καλοί άνθρωποι και προσπεράσουμε τον (εξυπνακίστικο) τρόπο με τον οποίον κάνει τάχα μου αυτοκριτική στον τίτλο My Finest Work Yet, θα διαπιστώσουμε ότι ο Αμερικανός πολυοργανίστας επιμένει να αγαπάει απεριόριστα τους τραγουδοποιούς της δεκαετίας του 1970. Γράφει «απλωτά», βασισμένος στα ακουστικά, αφηγηματικά πρότυπα του James Taylor και του Gram Parsons. Και, χάρη στο νεοπαραδοσιακό στυλ του, μας χαρίζει ένα μελωδικό σεντούκι με τραγουδιστικές ιδέες, οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε οποιαδήποτε εποχή της folk rock ιστορίας. Δυστυχώς, όμως, δεν καταφέρνει να αποφύγει την αισθητική που είναι ταυτισμένη με την φεγγαρολουσμένη γενιά των ψυχοπονιάρηδων.

Ο Andrew Bird τραγουδάει με μια ελεγχόμενη ανεμελιά. Μοιάζει με τον τροβαδούρο που τα λέει ωραία σε κάποια παραλία, με στυλ που κάνει τα κορίτσια να κρέμονται από τα χείλη του καθώς τους προκαλεί χίπικη ευδαιμονία. Ο ίδιος, θέλοντας να επικοινωνήσει καθαρό συναίσθημα, ηχογράφησε «ζωντανά» στο στούντιο, σε ανοιχτό χώρο με τους μουσικούς: χωρίς overdub, χωρίς ακουστικά και χωρίς ξεχωριστά sessions για κάθε όργανο· σε μια συμβολική κίνηση αδερφοποίησης μέσω της μουσικής.

Εγχείρημα ευπρόσδεκτο, για μια νέα γενιά που έχει μάθει πρωτίστως να ακούει τη μουσική της μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες. Πραγματικά, το My Finest Work Yet σε προσκαλεί να συμμετάσχεις και να κοιτάξεις με τρυφερότητα τον διπλανό σου. Διαθέτει μια ηλιόλουστη εξωστρέφεια, παρεΐστικη ακόμα και στα πιο σκοτεινά σημεία του. Οι «αλκυονίδες» μελωδίες που προσφέρει έχουν μια ρευστή αισθητική, η οποία αρχικά σε γοητεύει. Με προσεκτικότερες όμως ακροάσεις, διαπιστώνεις ότι ο Andrew Bird δεν ξεχωρίζει σε πολλά από την πληθώρα συντηρητικών τροβαδούρων που δοξάζει κάθε μήνα το Uncut.

Τα τραγούδια του Andrew Bird δεν νιώθουν και πολύ αστικά· προέρχονται μάλλον από την ευκατάστατη επαρχία και κουβαλάνε την ευαισθησία όλων των μοναχικών τύπων. Φυσικά, μην περιμένετε εδώ τον αντρικό ιδρώτα των καουμπόηδων, ούτε το πνεύμα του Paul Simon. Όλα είναι ρυθμισμένα στο περίπου.

Ο δίσκος ξεκινάει με το «σφυριχτό» "Sisyphus" να παριστάνει τη μελωδική μπαλάντα που ο Elton John δεν έγραψε ποτέ, ενώ στη συνέχεια ο Bird «καπνίζει» λίγο την ατμόσφαιρα με το ευπρόσδεκτο jazzy ύφος του "Bloodless". Παρακάτω όμως, το σύνολο αρχίζει να πλατειάζει και η χαρμολύπη δεν πιάνει τόπο. Στις πιο ήπιες και χαμηλοβλεπούσες στιγμές, όπως π.χ. στο "Cracking Codes", θα έπρεπε να πετυχαίνει τον σπαραγμό (που πετύχαινε ο Damien Rice). Όμως είναι ακριβώς εκεί, εκεί δηλαδή όπου απογυμνώνει τις ενορχηστρώσεις του και μένει μόνο με τα βασικά, που φαίνεται πόσο μονότονη είναι η φωνή του. Ή μάλλον πόσο μονότονα τη μεταχειρίζεται.

{youtube}zug1B8DSkWw{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured