Ο Stephen Malkmus έβγαλε φέτος έναν δίσκο στον οποίο τον ακούμε να καταπιάνεται με τους ήχους των συνθετητών. «Και η κουτσή Μαρία το έχει κάνει πια», θα μπορούσε να είναι μια κυνική αντίδραση. Ίσως. Όμως ο Malkmus δεν το είχε κάνει (πέραν ενός στιγμιαίου φλερτ στο “Kindling For The Master” από το Face The Truth του 2005) και η κίνηση από μόνη της είναι αξιέπαινη. Δεν το βλέπεις και κάθε μέρα, δηλαδή, μουσικός με σχεδόν 30ετή πορεία πίσω του, να δοκιμάζει κάτι τόσο ξένο σε σχέση με όσα έχει καταθέσει στο παρελθόν.

Ο τίτλος του Groove Denied αναφέρεται βέβαια στο παρασκήνιο της κυκλοφορίας: ο Malkmus έγραψε και ηχογράφησε εντελώς μόνος το εν λόγω υλικό, όμως η δισκογραφική του αρνήθηκε να το κυκλοφορήσει όταν της παρουσιάστηκε, θεωρώντας ότι, έπειτα από απουσία 4 ετών, χρειαζόταν μια πιο φιλική προς τα αυτιά των θαυμαστών δουλειά. Και έτσι εγένετο Sparkle Hard, το άλμπουμ με τους Jicks το οποίο επαίνεσε δικαίως πέρυσι ο Άγγελος Κλειτσίκας (εδώ). Όμως ο Αμερικανός δεν έβαλε στην άκρη την αρχική του ιδέα· και να που την υλοποιεί τώρα.

Η εταιρεία μάλλον ανησύχησε υπερβολικά από τη νέα κατεύθυνση του προστατευόμενού της: δεν είναι δα και καμιά εξτρεμιστική λογική αυτή που διέπει ετούτα τα 10 τραγούδια. Τελικά, όμως, ούτε ο ίδιος ο Malkmus μοιάζει να εναγκαλίζεται με απόλυτη βεβαιότητα το πείραμά του. Παρότι δηλαδή ξεκινάει με το οργανικό “Belziger Faceplant” –ένα τόσο απρόσμενο και χύμα track, ώστε δημιουργείται η εντύπωση ότι εντός του καταγράφεται η πρώτη του επαφή με τα ηλεκτρονικά μαραφέτια– κι ενώ συνεχίζει για 4 ακόμη κομμάτια με ηλεκτρονική λογική, από το “Rushing The Acid Frat” και μετά οι κιθάρες επιστρέφουν δυναμικά, και δεν ξαναχάνουν τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο μέχρι το τέλος. Είναι, εν ολίγοις, ένα άλμπουμ διχασμένο το Groove Denied, με δύο πλευρές αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους.

Το κυρίως πρόβλημα δεν είναι όμως ότι ο δίσκος δεν διαθέτει ιδιαίτερη συνοχή, αλλά η απουσία από αυτόν ικανοποιητικού αριθμού αξιομνημόνευτων συνθέσεων. Το πρώτο μισό μοιάζει να αρκείται στη δυστοπική αίσθηση που αφήνουν οι νέοι ήχοι: τα κομμάτια μοιάζουν με ασκήσεις στο ύφος του post-punk και σε μια «βρετανίλα» που παραπέμπει στους πρώιμους Depeche Mode. Το δεύτερο μισό, από την άλλη, μοιάζει να αφήνεται στη σιγουριά του οικείου και μόνο στα “Ocean Of Revenge” και “Grown Nothing”, που κλείνουν το άλμπουμ, αποζημιώνει πραγματικά τον ακροατή. Χωρίς πάντως να ανατρέπεται η αίσθηση ότι, για τα δεδομένα της τραγουδοποιίας του Malkmus, ετούτη είναι μια ελάσσων δουλειά, από την οποία απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό ακόμα και το αιχμηρό στιχουργικό του στίγμα.

Ο καλλιτέχνης, παρά την αίσθηση περί του αντιθέτου, με τον εαυτό του ανταγωνίζεται στην ουσία –με τις δικές του καταγεγραμμένες δυνατότητες έρχεται αντιμέτωπος κάθε που κάθεται να φτιάξει κάτι καινούριο. Ο έξωθεν ανταγωνισμός και το περιβάλλον σίγουρα παίζουν κι αυτά τον ρόλο τους, ως έμπνευση, ως πρώτη ύλη και κινητοποίηση, όμως δεν θέτουν τον πήχη. Έτσι συνέβη και στην ιστορία του Groove Denied, η οποία θέλει τον Malkmus να εμπνέεται από όσα άκουσε κατά τις βόλτες του στα περιβόητα κλαμπ του Βερολίνου, όταν έζησε στην πόλη για μια περίοδο. Το ερέθισμα, όμως, δεν τον οδήγησε σε κάποια τρέχουσα εκδοχή της electronica, αλλά στα δικά του στάνταρ περί του τι εστί ηλεκτρονική μουσική· στα όσα «έπαιζαν», δηλαδή, στο πεδίο τον καιρό που ανδρωνόταν μουσικά.

Η πρόθεση από μόνη της αξιολογείται σαφώς θετικά και μπορεί να λειτουργήσει γονιμοποιητικά, σε βάθος χρόνου. Αλλά το συνολικό αποτέλεσμα δεν ικανοποιεί. Ακριβώς όπως η γοητεία που άσκησαν στον Malkmus τα διάφορα νέα εργαλεία αποδεικνύεται μάλλον παροδική κατά τη ροή του άλμπουμ, έτσι και η αίσθηση που προκαλούν τα τραγούδια αυτά κατά την πρώτη επαφή σβήνει γρήγορα από τη μνήμη.

{youtube}YlC8uz47qGo{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured