Nebraska

Δεκατρία παιδιά της πόλης. Δεκατρείς διαφορετικές διαδρομές μέσα στα ίδια στενά, τα ίδια φανάρια, τις ίδιες στάσεις λεωφορείου. Κι όμως, ένα άλμπουμ τα ενώνει, σε στιγμές κοινές για τους δεκατρείς, μπορεί και σαν κάποια μυστική συμφωνία ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν συναντήθηκαν ποτέ.

Βέβαια, το Nebraska δεν ήταν γραμμένο για εμάς. Ήρθε όμως κάποια στιγμή, που έκανε κλικ σε όλους μας.

Μια φυσαρμόνικα που θρηνεί, μια κιθάρα που δεν ξέρει από στολίδια, μια φωνή που σπάει εκεί που μπορεί να σπάνε και τα νεύρα σου. Και τότε καταλαβαίνεις: οι ιστορίες του Bruce είναι δικές μας πριν καν τις ζήσουμε.

Σε αυτές τις σελίδες, μερικά παιδιά της πόλης (από τα 80s έως το 2025) πιάνουν το τιμόνι και γυρίζουν πίσω. Στα πρώτα τους βινύλια, στα πρώτα τους τραύματα, στις πρώτες φορές που ένιωσαν πως ο κόσμος είναι λίγο πιο σκληρός απ’ όσο θα έπρεπε. Ακολουθούν 13 μικρές εξομολογήσεις για το πώς ένα άλμπουμ μπορεί να γίνει καταφύγιο, καθρέφτης, συνοδηγός.

Πώς μπορεί να σε μάθει να οδηγείς στο σκοτάδι χωρίς να φοβάσαι.

Και κάπου ανάμεσα σε πλατείες, γκρεμούς, αστικές λεωφόρους και αυτοσχέδιες αποδράσεις…

…αυτά τα παιδιά συνεχίζουν να ψιθυρίζουν: «Mr. State Trooper, please don’t stop me…».


ΑΝΝΑ ΓΕΩΡΓΑΤΟΥ

Το Nebraska για μένα...

Πρώτη φορά που άκουσα το Nebraska ο κ. Παντελής γρατζουνούσε μια κιθάρα και επιδιδόταν σε ένα φιλόδοξο sing along, ενώ εγώ σκάλιζα έξω από το παράθυρο με την κόρη του το χώμα και παίζαμε με τις μυρμηγκοφωλιές. Οι γονείς μου δεν με άφηναν να πηγαίνω πολύ συχνά στην Μαρία, γιατί ο κ. Παντελής κάπνιζε κάτι μεγάλα τσιγάρα με περίεργη μυρωδιά. Το πρώτο Nebraska μου μύριζε χώμα και λίγο από αυτά τα περίεργα τσιγάρα. Έλεγα στην μαμά μου θυμάμαι «Ωραία τραγούδια ακούει ο κ. Παντελής, αλλά λίγο λυπητερά για λιακάδες».

Δύο χρόνια μετά ένα καθηγητής μουσικής στο Γυμνάσιο έπαιξε στην τάξη το "Atlantic City" και μας είπε πρώτα θα μάθετε όλον τον Springsteen και μετά θα πάτε στα υπόλοιπα. «Προσοχή στο Nebraska», μας είχε πει τότε.

Η τρίτη φορά που το Nebraska ήρθε κι έκατσε μέσα μου για τα καλά ήταν στο αίθριο της φιλοσοφικής. Κρατούσα κάτι σημειώσεις Γλωσσολογίας και προσπαθούσα να τις βάλω σε μια σειρά, γιατί είχαν σκορπίσει λίγα λεπτά πριν στο πάτωμα. Το να σταματούν τα συνήθη επαναστατικά εμβατήρια είναι ούτως ή άλλως από μόνο του ένα γεγονός στους χώρους συνάθροισης των φοιτητών. Σκέψου να γεμίζει το αίθριο rock 'n' roll. Το "Open All Night" έπαιξε, κι έτρεξα στα γνωστά "κομματικά τραπεζάκια" να δω ποιος έβαζε μουσική. Βγήκα τέσσερα ραντεβού με αυτόν τον τύπο. Μου έμαθε όλον τον Springsteen όπως ακριβώς ήθελε κι ο κ. Αντωνίου: Με μια μεγάλη στάση στο Nebraska .

Η ιστορία με το Nebraska συνεχίστηκε με ακροάσεις στο μπαλκόνι, στο δωμάτιο, σε ένα δάσος μια φορά στη Δίρφη με βροχή, σε μια απομονωμένη παραλία στην Πελoπόννησο, ανεβαίνοντας το όρος Πατέρα πριν δυο μέρες και κατεβαίνοντας στην Ψάθα. Μπήκε αυτό τo ομαδικό θέμα στο Avopolis, έρχεται κι η ταινία, ήρθε η στιγμή για απολογισμό.

Το Nebraska για μένα είναι η προσωπική στιγμή μας με τον Springsteen. H στιγμή που μπαίνουμε στο σαλόνι του, μπαίνει στο δωμάτιο μας, μπαίνουμε στην ψυχή του, μακριά από τεράστια venues, αρένες, στάδια και φαντασμαγορικές συναυλίες. Εμείς, ο Springsteen και οι αφηγήσεις. Η στιγμή του «Έλα να σου πω μια ιστορία». Μια κιθάρα και οι λέξεις. Αφηγήσεις για εγκλήματα στην Αμερική και αναμνήσεις από το παρελθόν του.  Για δολοφόνους, παρίες κι ανθρώπους φτωχούς. Σύμβολο της απελπισίας της εργατικής τάξης, της μοναξιάς , της απουσίας ελπίδας ή δικαιοσύνης. Και βέβαια το θέμα στο Nebraska είναι κατά βάση ο ήχος. Ακατέργαστος, ωμός, προσωπικός, υπόθεση δωματίου. Ο Springsteen κι ένα κασετόφωνο στο σπίτι. Κι αυτό από μόνο του είναι κάτι.

Στον Springsteen  βρίσκω τη δική μου σύνδεση με την Αμερική. Αυτή που δεν σκοτώνει, που δεν σπέρνει μίσος και διχασμούς, δεν αυτοεπαινείται για αποστολή όπλων σε ανθρώπους που διαπράττουν γενοκτονίες,  την Αμερική που μπορώ να αγαπήσω που χάνει κάτι από την γυαλάδα και τις υποσχέσεις. Tο Nebraska φέρνει μέσα του αντι-ήρωες την παραίτηση, το σκοτάδι, τη μιζέρια, τη δυσκολία, την κοινωνική αδικία, αλλά και το "σήκω-πέσε και σήκω  ξανά", το "ναι, μπορεί να μην είναι πάντα καλά". Τους αμερικανικούς μύθους, τη λογοτεχνία, την κινηματογραφική αφήγηση, το ράγισμα του αμερικανικού ονείρου, την αλήθεια. Κι από την άλλη, την αγκαλιά του μπαμπά μου, το σπίτι μου, τα παιδικά μου χρόνια, τον Αντωνίου στην τάξη μουσικής, μια κατάσταση ψυχική που έρχεται κάμποσες φορές τον χρόνο μέσα μου, πιο εσωτερική, πιο ήσυχη, πιο γκρίζα, πιο απόμακρη που έχω ονομάσει "Nebraska μου" πλέον -σε αυτήν είναι που πέφτει δάκρυ και σιωπή. Είναι εγώ στο σχολείο, ο εαυτός μου έφηβος, ο εαυτός μου νέος, ο εαυτός μου με καθισματάκι παιδικό πίσω από τη θέση του συνοδηγού, από όπου ακούγεται «βάλε τον παππού που λέει τα παραμύθια», ο εαυτός μου σήμερα όταν βουλιάζει τα βράδια στην πολυθρόνα στην αυλή και βάζει το "My Father’s House" να παίξει για το πρώτο τσιγάρο της μέρας μετά από 10 ώρες δουλειά. Είναι πια το Nebraska ο τρόπος να ηρεμώ και απλώς να ακούω τις ιστορίες έτσι όπως τις αφηγήθηκε κάποτε ένας rock’n’roll ήρωας χωρίς δυνατά φώτα και φιοριτούρες με μια φωνή βραχνή και μια τεράστια καρδιά.


ΑΚΗΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ

Δρόμοι χωρίς επιστροφή: Το Nebraska του Bruce Springsteen

Το Nebraska μοιάζει να γεννήθηκε ανάμεσα στα όρια του θανάτου και της μοναξιάς, ένα road-movie με άδειους δρόμους, σπασμένα φώτα και ψυχρά μοτέλ. Ένας κόσμος έτοιμος να σε καταπιεί πριν καν προλάβεις να τον αφηγηθείς. Μέσα σου, διαγράφει τη δική του, σχεδόν σιωπηλή διαδρομή – όλος ο δίσκος μοιάζει με μια άσκηση ύφους πάνω στη σιωπή, ιδιαίτερα επειδή ο Springsteen επέλεξε να μην ηχογραφήσει τελικές, «επαγγελματικές» εκδοχές με ορχήστρα και full band, αλλά να κυκλοφορήσει τα τετρακάναλα ντέμο που ηχογράφησε από μοτέλ σε μοτέλ, βάζοντας τους παραγωγούς του να διασώσουν όπως – όπως το κακογραμμένο υλικό από μια κασσέτα που φυλούσε, συνήθως, στην κωλότσεπη του ταλαιπωρημένου τζιν του. Η φωνή του, χαμένη σε ένα στοιχειωτικό reverb. Τα έγχορδα απλά, η δε φυσαρμόνικα μοιάζει με στοιχείο της φύσης, και το περιβάλλον ακατέργαστο, σχεδόν ωμό. Αυτή η επιλογή του να μην κρύψεις τίποτα, να αφήσεις να ακουστούν οι ατέλειες, οι αναπνοές, το πάτωμα που τρίζει, μια επιλογή που ο Springsteen πήρε κυριολεκτικά στο απώγειο της δόξας του, και που μου προκαλεί ανατριχίλες και μόνο που τη σκέφτομαι, μετατρέπει το Nebraska σε μια σχεδόν κινηματογραφική εμπειρία (πόσο κοντά είναι το σύμπαν του Nebraska σε αυτό του Paris – Texas του Wim Wenders;), όπου η ουσία “αναβλύζει από κρυφές πηγές”, που θα έλεγε κάποιος. Ο δε λόγος του Bruce στέκεται μεν απογυμνωμένος εδώ, αλλά δεν είναι ποτέ θραυσματικός. Έχει συνέπεια, έχει αξιοπρέπεια, και μ' αυτή την τελευταία διασχίζει ολόκληρη τη γκρίζα εκείνη ζώνη του Δράματος, όπου ο ήρωας είναι συχνά ο μεγαλύτερος εχθρός του εαυτού του. Με μια φωνή που σχεδόν ψιθυρίζει τις ιστορίες της, ο Springsteen αποκαλύπτει έναν κόσμο που τότε δεν τον βλέπαμε εύκολα - την αθέατη πλευρά μιας Αμερικής όπου η αποτυχία παίρνει τη σκυτάλη από τα μεγάλα όνειρα. Εκεί, στη σιγή αυτού του συγκλονιστικού άλμπουμ, επιβιώνει ένα κομμάτι άγριας ανθρώπινης αμεσότητας. Γι' αυτό και κάθε φορά που το βάζω να παίξει, πλησιάζω τον δίσκο με προσοχή. Στο Nebraska ζει ο φόβος, η απόγνωση, αλλά και η αγάπη που, ενώ δεν σώζεται, επιμένει να υπάρχει.


ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΟΥΣΗΣ

«Ακόμη κι αν δε σου αρέσει ο Springsteen, θα σου αρέσει το Nebraska»

 

Μέχρι να πέσουν οι τίτλοι στο Badlands του Terrence Malick περνάνε γύρω στα τριάμισι λεπτά. Ο Martin Sheen έχει ήδη ανεβοκατέβει στο σκουπιδιάρικο, έχει προλάβει να ζητήσει τσιγάρο και να παρατήσει ένα νεκρό σκυλί, έχει δει τους απλήρωτους λογαριασμούς μιας κυρίας που λογικά θα μπλέξει αν δεν προσέξει. Πρέπει να κυλήσει ακόμη ένα λεπτό για να τον δούμε να γεννά το “I saw her standing on her front lawn/Just a-twirling her baton/ Me and her went for a ride, sir/And ten innocent people died” του Bruce, ο οποίος μερικά χρόνια μετά, θα έμπαινε στο τζιν του περιβόητου Charles Starkweather. Ο τελευταίος, πλάι στη μικρούλα φιλενάδα του Caril Ann Fugate, καθάρισε 1+10 ανθρώπους μέσα σε ένα πυκνό 8ημερο του 1958. Όμως ποιος άραγε μπορούσε να δει όλες αυτές τις γραμμές, ποιος είχε όλα τα εργαλεία κι όλα τα κομμάτια απλωμένα, όταν ο δίσκος Nebraska κυκλοφόρησε ένα φθινόπωρο 43 χρόνια πριν; Πολλώ δε μάλλον, όταν αυτός ο ακροατής βρίσκοταν στην άλλη άκρη του κόσμου.

Πάντοτε έχω αυτή την απορία, πάντοτε δίνω μια κάποια σημασία σε αυτές τις αποτιμήσεις μέσα στο εκάστοτε zeitgeist. Πριν από πολλά χρόνια, ένας ψευδώνυμος φίλος σε ένα παροπλισμένο πια ιστολόγιο, διερωτώμενος ποιο ήταν εκείνο το στοιχείο που έχει μετατρέψει αυτόν τον τύπο από το New Jersey σε έναν από τους κύριους εκφραστές του πολιτισμού των δύο τελευταίων αιώνων, φυτεμένο μέσα στις καρδιές και το ασυνείδητο εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλον τον κόσμο, σημείωνε το εξής για την εγχώρια αποτίμηση: «Όταν ο Bruce Springsteen ανέβηκε στη σκηνή του Ολυμπιακού Σταδίου τον Οκτώβριο του 1988, δεν ήταν πολλοί εκείνοι που καταλάβαιναν τι έβλεπαν και τι άκουγαν. Το "Born in the U.S.A." ελάχιστοι ήξεραν ότι διηγείται την ιστορία ενός βετεράνου του Βιετνάμ. Οι βυθισμένοι στα νεοελληνικά αριστερά συμπλέγματα αναρωτιούνταν τι δουλειά έχει αυτό το «αμερικανάκι» στην περιοδεία για την 40ή επέτειο από την υπογραφή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι σημερινοί τριαντάρηδες ήταν πολύ μικροί για να θυμούνται τι είδαν εκείνο το βράδυ, οι περισσότεροι από τους σημερινούς 40ρηδες δεν είχαν προλάβει να πολυκαταλάβουν τις διαστάσεις του φαινομένου και οι σημερινοί πενηντάρηδες – όσοι ήταν εκεί – ήξεραν, αλλά ήταν ήδη πολύ μεγάλοι.» Ξαναδιαβάζοντας τις τοποθετήσεις του περί Bruce (που βασίζονταν στους τέσσερις πυλώνες 1.κορίτσια, 2. αυτοκίνητα, 3. δρόμοι και 4. Αμερική – ως ιδέα), μπήκα στον πειρασμό να αναζητήσω μερικές από τις ελληνικές αναγνώσεις του Nebraska, πριν φτάσω στο δικό μου συναπάντημα με τους blue-collar ηρωές του, οπότε πήρα τηλέφωνο το φίλο Νίκο Πετρουλάκη που ξέρω πως έχει hard copies για κάτι τέτοιες παραξενιές.

Στο Ποπ+Ροκ, ο Πητ Κωνσταντέας σε μια σύντομη κριτική ανάμεσα σε άλλες, είδε τα θετικά αλλά εξέφρασε και τους φόβους τους για το πως οι μέχρι τότε fans του θα μετρούσαν τη μαυρίλα του δίσκου. Στον Ήχο, ο Κώστας Λυμπερόπουλος πόνταρε πως τα κομμάτια θα μπορούσαν να γυριστούν ως φιλμ από τους John Ford, Arthur Penn και Sam Peckinpah, βρήκε τον John Steinbeck εντός τους, εξήρε τη γενναιότητα τού Springsteen να αφήσει την μπάντα που θα ευνούχιζε την αμεσότητα. «Είναι το πιο νευρώδες, ηλεκτρισμένο ακουστικό άλμπουμ που έχω ακούσει», υποστήριξε, βλέποντας όλη τη Δύση να παρελαύνει εντός του. Στο τεύχος 60, η Μουσική τον κότσαρε μέχρι και στο εξώφυλλο, κι ο Αντρέας Γιαννακουλόπουλος έστησε ένα εξασέλιδο για χατήρι του. «Έργο που σίγουρα ο χρόνος θα συντηρήσει την ευαισθησία του μιας και τούτη την ίδια τη χρονιά που γεννήθηκε μοιάζει τόσο σημερινό όσο και ξεχασμένο», κατέληγε ο συντάκτης, ο οποίος και τον Charles Starkweather είχε ξεψαχνίσει, και κατανόησε αυτή την απρόβλεπτη δισκογραφική κίνηση του Springsteen, λογίζοντάς τη όχι ως στραβοπάτημα αλλά ως σταθερή μαρτυρία.

Γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Μα είναι προφανές. Στο Nebraska έφτασα με την ασφάλεια όλων αυτών, κι ακόμη περισσότερων, αν και «κάπως με το ζόρι». Ως επιτακτικό τικάρισμα ενός κουτιού που έπρεπε να γεμίσω, όπως συμβαίνει με τους δισκοπώλες που πρέπει να ξέρουν τι να λένε για όσα υπάρχουν στα ράφια. Από αυτή τη θέση το έβαλα στο δισκοπλατό, ένα τυχαίο απόγευμα κατά το δισκοϋπαλληλικό μου βίο, παραμένοντας μέχρι εκείνη τη στιγμή πεισματικά αδαής περί του Springsteen-ικού σύμπαντος. Ίσως να έφταιγε η λάθος εκκίνηση με το Tunnel Of Love, ίσως να οφειλόταν στο ότι η Flannery O'Connor παρέμενε όνομα αδιάβαστο, ίσως να πίστευα πως αρκούσε να έχεις τον Woody Guthrie και τον Dylan στη φαρέτρα. Και μπορεί η έκτη πλευρά του Live 1975-85 να ήταν εμπεδωμένη, αλλά δεν είχε σταθεί αρκετά ισχυρή για να προκύψει το Nebraska, διότι όσο οι άνθρωποι επιμένουν για διάφορα μέσα από τις φούσκες τους, στο τέλος δε βλέπουν πέρα από τη μύτη τους. Χάνοντας κόσμους ολόκληρους. Περί αυτού, παρενθετικά και με αφορμή το "Thunder Road", ο Nick Hornby είχε γράψει το εξής: «Δεν είμαι Αμερικανός, δεν είμαι πια νέος, μισώ τα αυτοκίνητα και μπορώ να καταλάβω γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι βρίσκουν τον  Springsteen στομφώδη και θεατρινίστικο-ωστόσο, δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί τον βρίσκουν μάτσο ή σοβινιστή ή βλάκα. Αυτού του είδους η κριτική υπήρξε μια πληγή για τον Springsteen στο μεγαλύτερο διάστημα της καριέρας του, κριτική που έγινε από έξυπνους ανθρώπους, οι οποίοι στην πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερο βλάκες από τον ίδιο. Το "Thunder Road" κατά κάποιον τρόπο καταφέρνει να με εκφράζει».

Κάπως έτσι κι ακούγοντας αλλεπάλληλες φορές το LP,  κατάλαβα πως ήταν ακριβές το «ακόμη κι αν δε σου αρέσει ο Springsteen, θα σου αρέσει το Nebraska». Έμαθα κι εγώ να το λέω, γιατί το πίστεψα και το δοκίμασα πρώτα ο ίδιος, ακόμη κι αν μέχρι και σήμερα παραμένω ακοινώνητος της συναυλιακής του γοητείας. Χωρίς λοιπόν περαιτέρω (αυτο-) βιογραφικά κι ευκαιρείας δοθείσης, σου λέω πως το Nebraska για εμένα σημαίνει πως «ακόμη κι αν δε σου αρέσει ο Springsteen, θα σου αρέσει το Nebraska». Πως παρότι δεν το συνάντησα on time, χάρη στο μεθοδολογικά θεμελιώδες trial and error ακροάσεων δίσκων του Αφεντικού, το λογίζω ως τον αγαπημένο μου δίσκο του. Για αυτό θα επιμένω πάντοτε στην προτροπή να μπεις στον κόπο και να οδηγήσεις μέσα και κάτω από τα σύννεφα της εξωφυλλικής φωτογραφίας του David Michael Kennedy. Να κάτσεις οκλαδόν στο ίδιο δωμάτιο δίπλα από το τετρακάναλο του LP που βγήκε πριν από το Born in the U.S.A. Αν σε ενδιαφέρει να περιδιαβείς ανάμεσα σε μαφίες, ρουλέτες, σπίτια σε λόφους και πεταμένα χρέη σε λεωφόρους, αν για το θεό σε ένοιαξαν ποτέ όχι οι εξωραϊσμοί αλλά οι καταγραφές κι οι αναπαραστάσεις της «εντός Αμερικής», η συνάφεια ανάμεσα στο θεατό και το αθέατο αυτής,  είναι πια η ώρα να βάλεις το δίσκο από Colts Neck. Θα καταλάβεις πως πρόκειται για μια οριακή και χωρίς αυταπάτες lofi μαρτυρία της Αμερικής του 20ου αιώνα.


ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ

«Well, sir…»: Πώς το Nebraska μεγάλωσε μέσα μας πριν το καταλάβουμε

Καλοκαίρι 2016, Κύθηρα. Ξημερώματα, επιστροφή από τον "Κούκο", διαδρομή Χώρα-Κάλαμος. Ανάβαση στο βουνό, ουρανός και γκρεμοί, θυμάρια και κενό. Στο βάθος του καθρέφτη απομακρύνονται τα φώτα από το Καψάλι, σταδιακά, πίσσα σκοτάδι. Στο αυτοκίνητο παίζει μία playlist σε random mode και ξαφνικά ξεκινά το "State Trooper". Μία υπνωτική λούπα, φανερώς επηρεασμένη από τους "Suicide", γίνεται ένα με το μέταλλο του αυτοκινήτου που σε απελευθερώνει από όσα σε κατατρέχουν, ένα με την φιδίσια άσφαλτο που υπόσχεται λύτρωση στον προορισμό, ένα με την απόγνωση του οδηγού που έχει τον έλεγχο (;) στο γκάζι. Σε λίγα λεπτά δεν ξέρεις αν αλυχτά ο Μπρους ή οι λύκοι των Κυθήρων. Ή εσύ.

Χειμώνας, 1986, δισκάδικο, Νέα Σμύρνη. Έχει εδώ και κάποια χρόνια ξεκινήσει η αγάπη (ταύτιση;) με τον ρόκερ από το Νιου Τζέρσεϊ - από τη στιγμή που ο ξάδελφός σου σού έφερε το The River και η μελαγχολία της προεφηβείας πήρε μορφή με το πιανάκι του "Drive All Night", τα ντραμς του "Point Blank", τη φυσαρμόνικα που σκίζει την έναρξη του ομότιτλου κομματιού. Ακόμα δεν ήξερες καλά αγγλικά για να σε σκίζει ακόμα περισσότερο η ερώτηση «is it a dream a lie, if it don’t come true, or is it something worse?».

Τρία χρόνια τώρα μπαίνεις στα δισκάδικα λοιπόν και τα δάχτυλα γλιστράνε στο S (Springsteen, Bruce). Τώρα είσαι και δικαιολογημένη - έχει κυκλοφορήσει το Born in the U.S.A., τον παίζει το Μουσικόραμα, στα πάρτυ κουνιούνται εφηβικοί γοφοί με το "Dancing in the Dark". Πας προς τα πίσω λοιπόν σκάβεις, ανακαλύπτεις - πήρες το Darkness on the Edge of Town, έπαθες ένα σοκ με το Born to Run. Αλλά τώρα τα δάχτυλα σκόνταψαν σ’ ένα περίεργο ασπρόμαυρο εξώφυλλο με κόκκινα γράμματα. «Nebraska». Τι στο διάβολο είναι αυτό, τι είναι αυτά υαλοκαθαριστήρες με χιόνι, που είναι ο Μπρους; Το αγοράζεις 550 δραχμές από τη Χίλντα Παπαδημητρίου που κάθεται στο ταμείο (δεν ξέρεις ότι μετά από πολλά χρόνια θα γίνει φίλη καρδιακή και συνοδηγός στις αναβάσεις στα Κύθηρα) και πας σπίτι. Μαύρα μεγάλα ακουστικά, βελόνα τρέχει στο βινύλιο, τα αυτοκίνητα τρέχουν στις αφηγήσεις των στίχων- πάμε, φύγαμε!

Χειρόφρενο. Δεν κατάλαβες απολύτως τίποτα. Δεν συνδέθηκες με τίποτα. Όλο έκατσε στο στομάχι βαριά, στη γλώσσα δυσκολόπιοτα, στ’ αυτιά σαν ξένη γλώσσα. Στα 14 σου, δεν μπορούσες να μεταβολίσεις τι άκουγες. Το Nebraska μπαίνει στο ειδικό για τον Μπρους ράφι της δισκοθήκης και παραμένει εκεί, ανέγγιχτο.

Δεν θυμάμαι πότε ξανακάθισα πίσω από το παρμπρίζ του Nebraska. Και δεν θυμάμαι ούτε την αφορμή. Αν πρέπει να μαντέψω νομίζω ότι ήταν βλέποντας το βίντεο κλιπ του "Atlantic City" στο MTV. Αμέσως χτύπησε νεύρο. Τι κομματάρα - «everything dies baby that’s a fact, but maybe everything that dies someday comes back». Αλλά και τι περίεργο βίντεο - κι αυτό ασπρόμαυρο, καθόλου φωτογενές για τα πλαστικά 80ς και τα λαμπερά χρόνια του ΠΑΣΟΚ. Δεν αναφέρω τυχαία αυτά τα χρόνια της πλάνης και της περιραίουσας αμετροέπειας που συνεχίστηκε και στα βαθιά 90ς. Γιατί έχοντας το Nebraska πια μόνιμα στα ακουστικά του walkman μου, ζούσα μόνη μου άλλα χρόνια - ίσως προφητικά. Μία ενηλικίωση που μου ταίριαζε χωρίς να μπορώ να την εξηγήσω. Τι σχέση είχα εγώ με τον καταδιασμένο σε 99 χρόνια φυλακή Τζόνι, ποια η σύνδεση μου με τα badlands του Γουαόμινγκ, ή τον μπάτσο αδελφό του Φράνκι; Και γιατί κάθε φορά που έσκαγε ο στίχος από το τραγούδι που έδωσε το όνομά του στο δίσκο «Well, sir, I guess there's just a meanness in this world» κάτι έβρισκε νόημα μέσα μου;

Το πολύ περίεργο είναι ότι οι απαντήσεις ερχόντουσαν κατακερματισμένες μέσα στα χρόνια - διαφορετικά κομμάτια από το Nebraska κλίκαραν με διαφορετικά στάδια της ζωής μου. Αγαπούσα πάντα το σινεμά, αλλά όταν το έκανα δουλειά μου έμαθα ότι το «Indian Runner» του Σον Πεν που είδα κι αγάπησα στις Νύχτες Πρεμιέρας βασίζεται στο "Highway Patrolman" του δίσκου. Όπως, αντίστροφα, ο Μπρους εμπνεύστηκε το Nebraska από το Badlands του Τέρενς Μάλικ. Δεν θα έπρεπε να μου κάνει εντύπωση - οι κόσμοι των τραγουδιών του Σπρίνγκστιν ήταν πάντα κινηματογραφικοί. Είχαν ήρωες, εικόνες, διαλόγους, πλοκή με αρχή μέση και τέλος. Άκουγαν τα αυτιά, έβλεπαν τα μάτια, βίωνε η ψυχή.

Παράλληλα, η ισοπέδωση της αμερικανικής εργατικής τάξης από την άκρατα φιλελεύθερη οικονομική πολιτική του Ρίγκαν βρήκε και την Ελλάδα, 30 χρόνια μετά, και ξαφνικά η μαυρίλα να χρεοκοπούν και να κλείνουν τα μαγαζιά της γειτονιάς σου, να απογειώνεται η ανεργία και να γκρεμίζονται τα όνειρα συντονίστηκε με τους στίχους. «Well, I got a job and tried to put my money away. But I got debts that no honest man can pay». Βύθισμα στο κενό. Κι ακόμα μεγαλύτερο, όταν μετά από χρόνια θεραπείας κατάλαβα γιατί μου ήταν πάντα δύσκολο (σηκωνόμουν από τον καναπέ, σήκωνα τη βελόνα και το πήδαγα) να παίξει στο πατρικό μου το "My Father’s House".

Ήρθε και μου το εξήγησε η αυτοβιογραφία του Μπρους, το one-man show του στο Μπρόντγουεϊ και τώρα η ταινία Deliver me From Nowhere του Σκοτ Κούπερ. Οταν ο Μπρους έγραφε τα τραγούδια του Nebraska στην μοναξιά της κρεβατακόμαρας του ενοικιαζόμενου σπιτιού του στο Κολτς Νεκ, όταν τα επέβαλε στην Columbia, ακατέργαστα, ωμά, όπως τα ηχογράφησε σε ένα τετρακάναλο κασετόφωνο, έκανε τη φόρμα να κουμπώνει με την τέχνη. Να ακούγονται δύσκολα, γιατί δύσκολα ήταν αυτά που έπρεπε να ξεράσει από μέσα του. Να τα νιώθεις ατελή και για αυτό αληθινά, κι όλα να γίνονται δικά σου, και αυτό να γίνεται ζωή. Γιατί «at the end of every hard earned day people find some reason to believe».

Ένας βασανισμένος νεαρός άντρας που παλεύει με τους δαίμονές του, ψάχνει με απόγνωση να βρει τον εαυτό του και τη θέση του στον κόσμο, ήταν ό,τι πιο άμεσο μπορούσε να γεννήσει το rock nroll. Κι αυτό, το rock nroll, με τη σειρά του έσωσε τον ίδιο από την άβυσσο («hey-ho rock ’n’ roll deliver me from nowhere»). Κι ο Μπρους, αμέσως μετά, έσωσε όλους εμάς από τις δικές μας.

Φθινόπωρο, 2025. Κυριακή βράδυ (αν μια μέρα θα μπορούσε να συμβολίζει ολόκληρη τη θλίψη του Nebraska είναι η Κυριακή) κι ακούω ξανά το βινύλιο για να γράψω αυτό το κείμενο. Χαμογελάω σε μια τελευταία σκέψη, με το πάντα αγαπημένο μου "Atlantic City" (πάντα οι πρώτοι έρωτες παραμένουν και οι πιο δυνατοί) να με σκεπάζει σαν οικεία κουβερτούλα. «We're going out where the sand's turning to gold. Put on your stockings, baby, 'cause the night's getting cold…»

Δεν υπάρχει περίπτωση ο ρομαντισμός του Μπρους να μην νικήσει την πάλη με τον πραγματισμό (κυνικός δεν υπήρξε ποτέ). Ναι, η ζωή είναι σκληρή, αλλά είναι η μόνη που έχουμε. Ακόμα και στην βαθιά κατάθλιψη, στο πιο μύχιο σκοτάδι, υπάρχει φως - η φιλία, η μπύρα που μοιράζεσαι, το αμάξι που τρέχει προς έναν ηλιόλουστο προορισμό, ο συνοδηγός που κάθεται δίπλα σου. Για αυτό πάμε με γκάζια. Και… «Mr. State Trooper, please don’t stop me, please don’t stop me, please don’t stop me».


ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΚΟΥΛΗ

Ο ηλεκτρισμός της σιωπής: Όταν το Nebraska επιστρέφει με τα φαντάσματά του

Ηλεκτρικό και ηλεκτρισμένο το άκουγα πάντα το Nebraska. Και στις πιο "γυμνές" φολκ στιγμές του, όλο, όπως είναι. Από την πρώτη φορά ως τις προάλλες που το έβαλα στο αμάξι  και πηγαίναμε στο δρόμο με τις πρώτες βροχές.

Σαράντα τρία χρόνια από τη "γυμνή" ακουστική κυκλοφορία του, το Nebraska έρχεται με τα τραγούδια ηλεκτρικά, έτσι όπως είχαν ηχογραφηθεί με την μπάντα το ’82 και είχαν μείνει τότε στην άκρη, γιατί ο Bruce προτίμησε την  άνευ ηλεκτρισμού «ηλεκτρισμένη» βερσιόν με τα τραγούδια λιτά και απέριττα και φορτισμένα σαν βαριά σύννεφα έτοιμα να ξεσπάσουν σε καταιγίδα. 

Κάτω από αυτόν τον βαρύ, μολυβένιο, μοχθηρό ουρανό που έβαζε τους χαρακτήρες των τραγουδιών του, τους καλεί πάλι τώρα. Ο ίδιος αβάσταχτος ουρανός από πάνω, ο ίδιος άκαρδος κόσμος. Οι μικρές, μεγάλες ιστορίες τους  ξετυλίγονται,  η μια μετά την άλλη στις λωρίδες του ίδιου σκοτεινού δρόμου. Τους αναγνωρίζεις,  τους ξέρεις, τους νοιώθεις, τους είδες στην οθόνη, ίσως και στο TASK προχτές βράδυ, μπορεί να είναι φίλοι και γνωστοί, κάποιοι  μπορεί να είσαι εσύ.  

Σε ένα μικρό τετρακάναλο φορητό κασετόφωνο, στο σπίτι του, στο Colt Neck του New Jersey έγραψε τα τραγούδια, εκεί πρωτο-ζωντάνεψαν οι ιστορίες των απεγνωσμένων, των τσακισμένων, των άτυχων, που μένουν άνεργοι και δεν βρίσκουν δουλειά, που τους παίρνουν το σπίτι, που χάνουν τα πάντα ώσπου χάνουν και το μυαλό τους και το τέλος της διαδρομής έφτασε, δεν πρόλαβαν να δουν πινακίδα στο δρόμο, γιατί δεν υπάρχει παρά μόνο άβυσσος να σε περιμένει μετά από εκείνη την τρελή βόλτα με το αμάξι. Ανατριχιαστικά σημερινό σκηνικό.

«Well, sir, I guess there's just a meanness in this world», απλά υπάρχει μια κακία σ’ αυτόν τον κόσμο, λέει ο Bruce που έχει μπει στη θέση του Charlie Starkweather, κατά συρροή δολοφόνου στο Nebraska, πρώτο κιόλας, ομώνυμο του άλμπουμ.

Για να ακούσεις μετά πόσο τραγικά πήγαν τα πράγματα  για τον Johnny 99 – ενενήντα οκτώ και ένα χρόνια, η ποινή. Ή να μπεις μαζί με τους άλλους που ενώνουν τη φωνή τους με τον Bruce όταν και όπου "πιάνει" το θρυλικό "Atlantic City" «well, now, everything dies baby, that’s a fact  / But maybe everything that dies someday comes back».

Αν το Nebraska ήταν  ξαφνική στροφή και απότομη παράκαμψη από τη μεγάλη λεωφόρο με τις μεγάλες ταχύτητες όπου είχε βγει για τα καλά, τότε  και οδηγούσε  ο  Springsteen  με κατεβασμένο το παράθυρο και τον αέρα της επιτυχίας να μπαίνει στο αμάξι-  ήταν και ο δρόμος της απόδρασής του. Ένα exit με σίγουρη είσοδο στις αλήθειες του. Όλα τα άλλα θα έρχονταν, θα τον συναντούσαν πιο κάτω.

Έχω αυτή την αίσθηση,  ότι υπάρχει λίγο από το Nebraska σε κάθε άλμπουμ του. Ίσως και σε κάθε του τραγούδι.


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΕΝΕΓΟΣ

Όταν οι προκαταλήψεις τρακάρουν με τον Bruce: Ένα outsider στην άκρη του χορού

Σε κάθε αφιέρωμα, υποθέτω, χρειάζεται και κάποιος που δεν είναι ακραιφνής fan ούτε υπερεμπεριστατωμένος μελετητής του φαινομένου-υποκειμένου, έτσι για να υπάρχει και μια ματιά από απόσταση χωρίς την υπερβολική θερμοκρασία που μπορεί να ανεβάσει ο οπαδός (ειδικά του Bruce). 

Αν υποθέτω σωστά, αυτή είναι η απάντηση και στο «τι γυρεύω εγώ εδώ;». Εγώ που μεγάλωσα κι ανατράφηκα μουσικά πολύ μακριά από το σύμπαν του Springsteen. Με τα ποστ πανκ και τα ηλεκτρονικά μου, με τα μινιμαλιστικά και τα μπάσα μου, τι δουλειά έχουμε εμείς τώρα με την ορθοδοξία του Born in the USA; (...άκου εκεί “born in the USA”). Εμείς αποφασίσαμε, γιατί έτσι, ότι συνδεόμαστε με την εργατική τάξη του Μάντσεστερ κι όχι του Νιου Τζέρσεϊ. Με τα φθαρμένα παρκά και τα στενά κοστούμια, όχι με τα αμάνικα και, μπρρρ, τις μπαντάνες. Με τις ασπρόμαυρες λήψεις του Kevin Cummins και του Anton Corbijn κι όχι με τα εκπληκτικά ασπρόμαυρα του Robert Frank. Με το φάντασμα του Bowie που, όσα περισσότερα ακούγαμε τόσο περισσότερο ξετυλιγόταν, κι όχι με το γρύλισμα του Dylan. Με τις Τρύπες να είναι legit όταν ξεπατικώνουν τους Gang of Four, τα «Βασίλη ζούμε για να σ’ ακούμε» τα παρατήσαμε μόλις φτάσαμε γυμνάσιο. 

Όλα λάθος. Όχι μόνο γιατί όλες αυτές οι χαριτωμένες προκαταλήψεις είναι αφόρητα κλισέ, αλλά κυρίως γιατί είναι αφόρητα άστοχες. 

Βλέποντας το πάθος των «Μπρουσάδων», κατάλαβα ότι κάτι δεν πιάνω, και σίγουρα ότι κάτι δεν πιάνω καλά. Το παραλήρημά τους για τις φορές που τον είχαν δει λάιβ, τις φιλίες που έχτισαν πάνω σε αυτό το fandom, το ξεχωριστό μέρος στην καρδιά τους που φυλούσαν για το αφεντικό ακόμα κι αν τα υπόλοιπα ακούσματά τους ήταν τελείως διαφορετικά (...και ίσως πιο κοντά στα δικά μου). 

Μέχρι που ο Bruce βρέθηκε μπροστά μου. Ως το δεύτερο (τότε δεν ξέραμε ότι θα είναι και τελευταίο) βιβλίο της αδικοχαμένης μουσικής σειράς Λατέρνατιβ που επιχειρήσαμε να στήσουμε με τον Σταύρο στις εκδόσεις Ροδακιό. Ήμασταν ζεστοί από την επιτυχία του λανσαρίσματος με την αυτοβιογραφία του Keith Richards, στρατολογήσαμε και τον Γιώργο Μιχαλόπουλο για να έχουμε ήσυχο το κεφάλι μας ότι η μετάφραση θα είναι τοπ και μερικούς μήνες μετά είχαμε προλάβει να κυκλοφορήσει πριν την αγορά των Χριστουγέννων του 2013. 

Δεν έσκισε, μάλλον το αντίθετο - παρότι είναι μια τίμια ματιά πάνω στον μύθο του Bruce και καθόλου αγιογραφία. (Η αυτοβιογραφία θα ερχόταν τρία χρόνια μετά, στα ελληνικά από Key Books σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά.) Ούτε εγώ απέκτησα τελικά το «ένζυμο Bruce», πέρυσι που είπα να τον δω στην Πράγα πρώτα εγκατέλειψα εγώ το πλάνο μου και μετά εκείνος ακύρωσε το λάιβ. Όμως για αρκετούς μήνες, τότε με το βιβλίο, έσκαψα στη δισκογραφία του, ειδικά στα πρώτα άλμπουμ των 70s, για τα οποία αδιαφορούσα ως τότε με βλακώδη (μη) επιχειρήματα. 

Το Nebraska του 1982 ίσως, δεν είμαι και ο πιο αρμόδιος - ελπίζω να το έχω κάνει αρκετά σαφές μετά από 400 λέξεις, κλείνει αυτόν τον πρώτο κύκλο. Ακολουθεί, χα!, το Born In The USA και η πειρατεία (του) από τους Ρεπουμπλικάνους και τον Ρίγκαν. Ένα εσωτερικό, ανατριχιαστικό σε σημεία, άλμπουμ που δεν το αποσυνδέω από τις μέρες του Born To Run και του Darkness on the Edge of Town γιατί ούτε ο Μπρους ήθελε να το κάνει. Προτιμώντας τις μέρες που ήταν ένα αουτσάιντερ έτοιμο να εκραγεί, από τον σταρ που είχε πια γίνει - κάτι που του γαμούσε τόσο το μυαλό που 40τοσα χρόνια μετά το βλέπουμε σήμερα να γίνεται η βάση μιας ταινίας (κι όχι ενός biopic), της πρώτης με ήρωα αυτόν τον 76χρονο σήμερα αμερικάνικο «εθνικό θησαυρό». 

Αν κάθε άλμπουμ έχει μια φράση που το οριοθετεί αυτή για μένα είναι εδώ το «...through the badlands of Wyoming» στο ομώνυμο εναρκτήριο κομμάτι που διηγείται ένα μανιακό φονικο σερί. Μετά από μια εξαντλητική περιοδεία-χρυσωρυχείο για το The River, ο Bruce είχε ανάγκη να ξαναγυρίσει στο σπίτι στο Κολτς Νεκ, να ξαναβρεί το mojo του μοναχικού singer-sοngwriter και να γράψει δέκα lo-fi σκοτεινές ιστορίες για blue collar εργάτες, παρανόμους και φονιάδες. (Ανάμεσά τους το αγαπημένο μου "State Trooper"). Ξέροντας ότι όλοι περίμεναν από αυτόν το ακριβώς αντίθετο, διάολε είχαμε περάσει πια στην εποχή του MTV και η πρώτη συνεισφορά του Bruce ήταν το ζοφερό βίντεο του "Atlantic City". 

Στη βιογραφία Bruce, ο συγγραφέας Peter Ames Carlin αναρωτιέται για εκείνο το άλμπουμ: «Τι απέγινε ο Bruce που πάταγε και βρόνταγε κάτω απ’ τα φώτα της σκηνής; Τι απέγινε ο θαρραλέος πιτσιρικάς που εγκατέλειψε τις ηττημένες πόλεις με προορισμό τη Γη της Επαγγελίας; Που αρνήθηκε να παραδοθεί ώσπου οι έρημοι τόποι - και οι αυταρχικές φιγούρες που τους διατηρούν έρημους - να καταλάβουν πώς δεν μπορούν να τον κρατήσουν μέσα στο βούρκο; Αυτές οι διακηρύξεις δεν είχαν γίνει χωρίς κόστος: το σκοτάδι της ψυχής του Μπρους πάντα έτρεφε τα όνειρά του για τη δόξα. Αλλά το Nebraska δεν προσέφερε τίποτα πέρα απ’ το σκοτάδι (...) Ο δίσκος ήταν φανερό ότι δεν έδινε την παραμικρή νύξη για λύτρωση».

Nothin’ feels better than blood on blood.


ΜΑΚΗΣ ΜΗΛΑΤΟΣ

Η μεγάλη γείωση του Bruce

Το Nebraska μ' αρέσει γιατί έχει δύο από τα βασικά συστατικά που θεωρώ απαραίτητα για ένα ενδιαφέρον άλμπουμ, είναι στοχαστικό και γειωμένο. 

Η επιτυχία είναι σαν το LSD, μέσα σε λίγα λεπτά μπορεί να σε μαγέψει, να σε φρικάρει, να σε τρελάνει, να σε απογειώσει, να σε στείλει στην κόλαση ή να σε ανεβάσει εκεί που πήγε "η Λούσι με τα διαμάντια". 

Πάντα όμως ξυπνάς φρικαρισμένος με αυτή την αίσθηση ενός ακραίου χανγκόβερ και... όταν κοιτάς γύρω σου δεν υπάρχει κανείς από τους δεκάδες "φίλους" που ήρθαν πρόθυμα στο τρελό σου πάρτι. The party is over με τον χειρότερο τρόπο.

Ο Bruce Springsteen "το είδε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει" όταν η επιτυχία του προηγούμενου The River φούσκωσε το αερόστατο και τον κάλεσε για μια βόλτα στα ουράνια. 

Όμως το λαϊκο παιδί απ' το New Jersey που πάντα πάταγε στη γη κι έβλεπε τους άλλους ανθρώπους κατευθείαν στα μάτια και όχι αφ' υψηλού, κατάλαβε ενστικτωδώς πως αυτή η βόλτα δεν θα 'ταν για καλό. Η ροκ μυθολογία άλλωστε είναι σπαρμένη από ωραία πτώματα που έφυγαν για μια βόλτα και δεν ξαναγύρισαν, δεν ξαναπάτησαν τα πόδια τους στη γη.

Το Nebraska είναι η γείωση του Bruce Springsteen, το άλμπουμ που έκανε από την εσωτερική του ανάγκη να επιβεβαιώσει πως είναι ταπεινός, με ανθρώπινες διαστάσεις, απλός, πως δεν έχει αποκοπεί από τις ρίζες του, πως δεν έχει αφήσει να του φύγει τίποτα από το rock attitude, πως μπορεί ακόμη να συνομιλεί με τον εαυτό του και με τους άλλους ανθρώπους με κανονικό τρόπο.

Το Nebraska είναι ένας δίσκος πρωτίστως γι' αυτόν και απλώς μας αφήνει να τον ακούσουμε, είναι lo-fi πριν από το lo-fi σαν τάση, έχει αναμνήσεις, αυτοκίνητα, ανθρώπους που τα βγάζουν δύσκολα πέρα, έχει πατέρα και παιδικές αναμνήσεις, είναι φτιαγμένος από χώμα και νερό που πλάθει μόνος με τα χέρια του. Στοχάζεται, διαβάζει, ακούει, βλέπει, ενδοσκοπεί και πλέκει έτσι το καλώδιο της γείωσης του, τόσο ισχυρό που δεν κινδύνεψε ποτέ στο μέλλον από το τσουνάμι επιτυχίας που ήρθε αλλά δεν τον ακούμπησε. Το Nebraska ήταν η ασπίδα του.

Κι όπως όλα τα άλμπουμ που έχουν στοχασμό, απλότητα, ανθρώπινα υλικα, είναι γειωμένα και με ακλόνητο rock 'n' roll attitude, έτσι και το Nebraska ήταν βραδυφλεγές. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο δικαιωνόταν, αποκτούσε έξωθεν καλή μαρτυρία, γινόταν ένα από τα all time classic του Bruce Springsteen. Όπως έλεγε και ο Χατζιδάκις «ένας δίσκος για πολλές και κατ' ιδίαν ακροάσεις».


ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΗΝΑΣ

Από τα Σταφύλια της Οργής στο New Jersey: Η πολιτική καρδιά του Nebraska

 

Άκουσα για πρώτη φορά το Nebraska τον χειμώνα του 1984, οπότε και αγόρασα τον δίσκο. Προφανώς είχα ακούσει προηγουμένως το Born In The USA, που παιζόταν ασταμάτητα τότε στο ραδιόφωνο. Ήμουν ήδη φαν του Springsteen, είχα στη δισκοθήκη μου το The River - με είχε μυήσει ένας μεγαλύτερος ξάδελφος, o οποίος, γύρω στο 1981-82, μου είχε γράψει σε κασέτα δύο τραγούδια από αυτόν τον δίσκο ("Cadilac Ranch", "Baby I’m a Rocker"). Την ίδια περίοδο είχα αρχίσει να διαβάζω ξένη λογοτεχνία και να προσπαθώ να παρακολουθώ κάπως συστηματικά τόσο τον μουσικό τύπο όσο και τις καθημερινές πολιτικές εφημερίδες (της Αριστεράς). Σε κάποια κριτική, έτυχε να διαβάσω για την έμμεση σχέση του Nebraska με τα Σταφύλια της Οργής του John Steinbeck. Έτρεξα αμέσως να αναζητήσω το μυθιστόρημα (στην παλιά τότε έκδοση από τον Ζαχαρόπουλο).

Φυσικά, το χωροχρονικό πλαίσιο, το συγκείμενο των δύο έργων είναι τελείως διαφορετικό. Δεν υπάρχει άμεση σύνδεση. Ο Steinbeck μιλάει για την Καλιφόρνια και την Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930. Ο Springsteen από την πλευρά του αναφέρεται στην οικονομική κατάρρευση ενός μεγάλου κομματιού της αμερικανικής ενδοχώρας στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ωστόσο, το γενικό concept και το πνεύμα που τα διέπει είναι κοινό. Και οι δύο γράφουν ή τραγουδάνε για την κοινωνική κατάρρευση, για την Αμερική των ευάλωτων, των απόκληρων και των περιθωριοποιημένων. Η παράλληλη ακρόαση/ανάγνωση των δύο έργων παραμένει μια συγκλονιστική εμπειρία.

Η ηχογράφηση του Nebraska συνέπεσε με τη σοβαρή ύφεση και την αποβιομηχάνιση της αμερικανικής ενδοχώρας στα Μεσοδυτικά στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ένα βασικό πλαίσιο για την κατανόηση της εστίασής του δίσκου σε όσους αγωνίζονται να επιβιώσουν εν μέσω πτώσης των μισθών και κλεισίματος εργοστασίων.

Οι θεματικές του άλμπουμ επικεντρώνονται στην προσωπική αποτυχία, την απελπισία και την κατάρρευση των κοινωνικών δεσμών∙ μπορούν να θεωρηθούν ως άμεση συνέπεια των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών της διακυβέρνησης Ρήγκαν, οι οποίες οδήγησαν  διασάλευση του κοινωνικού ιστού.

Σε μια εποχή όπου η εργατική τάξη δεχόταν καταμέτωπο επίθεση, την πιο σφοδρή από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης του ’30, ο Springsteen έστρεψε την οπτική του στους απόκληρους και στα αουτσάιντερ: μετατοπίστηκε από προηγούμενα προσφιλή του θέματα προσωπικής φυγής ή εξέγερσης σε μια πιο οδυνηρή απεικόνιση ανθρώπων που ζουν στις ρωγμές, οι οποίοι δεν είναι απαραίτητα επαναστάτες, αλλά μοναχικοί ξένοι, άνεργοι και άστεγοι.

Το Nebraska είναι ένα πολιτικά αιχμηρό άλμπουμ επειδή προσφέρει μια αυστηρή, μυθοπλαστική απεικόνιση των οικονομικών και κοινωνικών καταστροφών της εποχής Ρήγκαν, εστιάζοντας στους απλούς ανθρώπους που άφησε πίσω της η εν λόγω εποχή. Δεν είναι τυπικό «άλμπουμ-διαμαρτυρίας». Τα θέματα του άλμπουμ (φτώχεια, απελπισία, ηθική παρακμή) που παρουσιάζονται μέσα από ένα μινιμαλιστικό, αφηγηματικό στυλ σε πρώτο πρόσωπο, παρέχουν ένα σκοτεινό, κοινωνικό σχόλιο για την περίοδο.

Το Nebraska είναι ένα τολμηρό έργο όχι μόνο επειδή αποδομεί την εικόνα του Springsteen ως ενός επιδεικτικού σταρ που περιοδεύει σε στάδια, αλλά επειδή τον επαναπροσδιορίζει. Αυτός είναι ένας καλλιτέχνης που θα μπορούσε να είχε κρατήσει αυτούς τους συναισθηματικούς τόνους κρυμμένους, αλλά, λέγοντας αυτές τις ιστορίες, ουρλιάζοντας για τον “State Trooper” και βρίσκοντας μια αιτία πόνου και μνήμης στο "Used Cars", μπορούμε να ακούσουμε μια πληγωμένη, προσωπική πλευρά του Springsteen.

Ο Springsteen αποδεικνύει ότι ένας μουσικός και η κιθάρα του μπορούν να ακούγονται τόσο εκπληκτικά πλήρεις όσο και η καλύτερη μπάντα. Είχε δίκιο που κράτησε χώρια την E Street Band: όσο λαμπροί κι αν είναι οι συγκεκριμένοι μουσικοί, λίγα θα μπορούσαν να προσθέσουν σε αυτό το σύνολο τραγουδιών. Το απογυμνωμένο Nebraska συνιστά μια συγκλονιστική εμπειρία από την αρχή μέχρι το τέλος. Το ομώνυμο, εναρκτήριο κομμάτι είναι απλά ασύγκριτο - ένα από τα καλύτερα τραγούδια του λόγω της οικειότητας και της έλλειψης περιττών στοιχείων. Το "Atlantic City" αφηγείται την ιστορία ενός ραντεβού απόγνωσης στην ομώνυμη πόλη. Ο αφηγητής είναι εργάτης ή άλλος μεροκαματιάρης που κοντεύει να σκάσει από το άγχος της καθημερινότητας και θέλει να τα τινάξει όλα στο επονομαζόμενο Λας Βέγκας των Φτωχών.

Ο Springsteen βασίζεται στην αρμόνικα για να δομήσει το "Mansion On the Hill", ένα από τα πιο αυτοβιογραφικά κομμάτια του δίσκου, όπως και το "My Father's House", όπου μιλάει για τη σχέση του με τον πατέρα του. Παρακάτω, με συνοδεία ένα μινιμαλιστικό, ακουστικό ροκαμπίλι ακαπομπανιαμέντο, ο Springsteen περιγράφει μια πόλη που (προφανώς λόγω της οικονομικής παρακμής) έχει γίνει πόλη-φάντασμα ("State Trooper") και μιλάει για την κατάρρευση των οικογενειακών σχέσεων ("Johnny 99"). Κρύες νύχτες στις κρύες άκρες της πόλης, η απελπισία είναι το κλειδί για να το σκάσεις μακριά, όπου όμως παραμονεύει ο "Highway Patrolman"...

Μετά την επιτυχία του Born to Run, του Darkness on the Edge of Town και του The River, ο Springsteen επισκέπτεται στο Nebraska μια άλλη, ξεχασμένη Αμερική. Είναι η Αμερική που συναντάμε στην πρόζα στα Σταφύλια της Οργής του John Steinbeck (με τα οποία θα ασχοληθεί πιο συστηματικά ο Springsteen στο The Ghost Of Tom Joad) και στα πλάνα του Badlands του Terence Malick.

Δυστυχώς, ολοένα και περισσότερο, η Nebraska μοιάζει με την πραγματική πλευρά της σημερινής Αμερικής.


ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΡΕΛΗΣ

Το άλμπουμ-φάντασμα που σε βρίσκει όταν μένεις μόνος με το σκοτάδι

Ο μοναδικός δίσκος που μπορούσα να βρω στα δισκάδικα το ’85 —εκτός από το Born in the U.S.A.— ήταν το Nebraska.

Μια απλή, σχεδόν πρόχειρη κόπια, χωρίς στίχους και με μονό εξώφυλλο. Κι όμως, αυτή η άθλια έκδοση με συνόδευε για χρόνια. Μέχρι τα μέσα των 90s, όταν τον ξαναγόρασα σε CD. Αργότερα απέκτησα μια μεταχειρισμένη αμερικανική έκδοση και, πιο πρόσφατα, μια ιαπωνική. Αυτή με το περίφημο «λάθος» στο τέλος — 30 δευτερόλεπτα επιπλέον μουσικής, αποτέλεσμα ενός λανθασμένου master που στάλθηκε στη Sony Ιαπωνίας. Ένα λάθος που έγινε συλλεκτικός μύθος.

Τώρα περιμένω την τετραπλή έκδοση, με το «ιερό δισκοπότηρο» κάθε φανατικού: το Electric Nebraska.

Από παιδί ένιωθα πως ο Springsteen δεν τραγουδά απλώς. Είναι εκεί, στο ίδιο δωμάτιο ή στο διπλανό. Μιλάει χαμηλά, σχεδόν ψιθυριστά, κι εσύ κρατάς την ανάσα σου για να μην τον διακόψεις. Σαν να παρακολουθείς έναν άνθρωπο να παίζει κιθάρα με κλειστά μάτια — παρών, αλλά αλλού. Το Nebraska είναι ένας κινηματογραφικός δίσκος, αφου γεννήθηκε μέσα από μια ταινία: το Badlands του Terrence Malick. Από αυτό έγινε και η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Sean Penn, The Indian Runner, βασισμένη στο "Highway Patrolman". Ακόμη κι ένα βιβλίο με διηγήματα, το Deliver Me from Nowhere, δανείστηκε τον τίτλο του από αυτόν τον δίσκο— αν και δεν έχει σχέση με την ταινία που ετοιμάζεται για τις αίθουσες. (θα περιμένω με αγωνία την κριτική της Πόλυ Λυκούργου). Επίσής Το remix του Trentemøller στο "State Trooper". Και φυσικά, ο δίσκος που ακολούθησε, το Born in the U.S.A..

Το Nebraska είναι ο δίσκος που ακούω σχεδόν πάντα μόνος. Κυρίως όταν δεν είμαι και στα καλύτερά μου. Γιατί, μέσα στο σκοτάδι του, μπορείς να διακρίνεις ένα μικρό φως. Πάντα περιμένω να φτάσω στο "My Father’s House" και στο "Reason to Believe" τραγούδια που με κάποιον τρόπο κρατούν όρθιο όλο το άλμπουμ. Καμιά φορά σκέφτομαι πώς θα ήταν το Nebraska αν, αντί για κιθάρα και φυσαρμόνικα, είχε synths και drum machine. Ίσως να έμοιαζε με έναν δίσκο των Suicide — μια από τις πιο παράξενες αλλά πραγματικές επιρροές του Springsteen εκείνη την περίοδο. Ένα μείγμα Alan Vega και Woody Guthrie, ηλεκτρικό και λαϊκό μαζί.

Το Nebraska δεν είναι ο καλύτερος δίσκος του Bruce Springsteen. Είναι όμως ο πιο σημαντικός του. Είναι η ψυχή του. Ένα έργο που συνδυάζει ωμή θεματολογία, λιτή γραφή και ερμηνεία γεμάτη αλήθεια. Δεν είναι απλώς ένας δίσκος που αρέσει ακόμη και σε όσους δεν ακούν Bruce. ( και ας μην έχουν ακούσει ούτε το Nebraska) Είναι ένας λόγος να καθίσεις στο σαλόνι σου, να αφήσεις τα πάντα να σωπάσουν και να τον ακούσεις από την αρχή ως το τέλος. Γιατί το Nebraska δεν είναι απλώς μουσική. Είναι μια παρουσία.

Ένα φάντασμα στο δωμάτιο.

(Στο εσωτερικό του άλμπουμ υπάρχει φωτογραφία του Springsteen μέσα σε φωτεινό δωμάτιο, τραβηγμένη από τον David Michael Kennedy. Η φωτογραφία αυτή δίνει την αίσθηση της παρουσίας του — αλλά λιγότερο άμεσα. Ο ίδιος ο Springsteen είπε πως ήθελε να είναι γνωστή αλλά και «αόρατη» η παρουσία του, σαν φάντασμα).


ΕΥΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ

Μια προτροπή, κι ένας δίσκος που γιατρεύει τις ρωγμές

-Κράτα γερά, ν' αντέξουμε όσο μπορούμε και να σώσουμε ό,τι μπορούμε από μέσα μας.

-Μόλις γύρισα στην Ελλάδα. Καθάρισε η ψυχή μου.

-Το ξέρεις ότι δεν έχω ακούσει ποτέ τη μουσική του εκτός από το "Born in the U.S.A.", έτσι;

-Να ακούσεις ολόκληρο, όταν βρεις χρόνο, ένα άλμπουμ που λέγεται Nebraska.

Ήταν Ιούλιος του 2023 και ο Άκης Καπράνος μόλις είχε επιστρέψει από τη συναυλία του Bruce Springsteen στο Μόναχο. Δεν θυμάμαι πια το περικείμενο της συζήτησης, θυμάμαι όμως με καθαρότητα όλα τα συναισθήματα. Θυμάμαι την έκπληξη, όταν δεν συνάντησα το επιβλητικό κόκκινο, λευκό και μπλε ροκ. Θυμάμαι την ανατριχιαστική φυσαρμόνικα, την απλότητα μιας άγριας μουσικής, που έμοιαζε να έβγαινε απ’ τα χαλάσματα μιας Αμερικής που δεν πίστευε πια στον εαυτό της.

Θυμάμαι το σφίξιμο στο στήθος μου, τραγούδι με το τραγούδι. Η κιθάρα ακουγόταν σχεδόν κουρασμένη και η φωνή του Springsteen γυμνή, εξαντλημένη, να μιλά για ανθρώπους που χάθηκαν στο περιθώριο, για μικρές ζωές που λύγισαν κάτω από την ανάγκη. Εκεί μέσα υπήρχε κάτι από την αντι-αστική αγωνία των Suicide, αυτή την ψυχρή παλμική αίσθηση ότι ο κόσμος είναι ένα αχανές εργοστάσιο μοναξιάς. Όσο όμως τον άκουγα, κατάλαβα πως αυτή η μουσική κουβαλά μια παράξενη μορφή ανακούφισης. Κι ακόμη βρίσκω τόσο περίεργο, μα τόσο αυτονόητο ταυτόχρονα, να έχει κυκλοφορήσει μεταξύ των δύο μεγάλων εμπορικών επιτυχιών του Springsteen (τα αλμπουμ The River του 1980 και Born in the USA του 1984), ως μια πράξη εσωστρέφειας κι απογύμνωσης από το εμπορικό. Σαν ο ίδιος ο καλλιτέχνης να ήθελε να θυμίσει πρώτα στον εαυτό του γιατί γράφει τραγούδια – για να αφηγηθεί ιστορίες.

Σήμερα, σαράντα και πλέον χρόνια μετά, το Nebraska είναι ίσως πιο γλυκό και πιο οικείο από ποτέ. Σε μια εποχή που δείχνει τα δόντια της σε καθετί «όχι άριστο», ο δίσκος αυτός θυμίζει ότι υπάρχει ομορφιά στη φθορά και στοργή μέσα στην εξάντληση. Και κυρίως, ανθρωπιά μέσα στην τέχνη, μια ανθρωπιά που έχουμε τόσο ανάγκη να κρατάμε μέσα μας πολύτιμη, για να συνεχίζουμε.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

Βόρεια, πάντα βόρεια: Ένα αυτοκίνητο, μια κασέτα, κι ένας δρόμος που δεν τελειώνει ποτέ

Ξεκινήσαμε από την Αθήνα απόγευμα, με τα τζάμια κατεβασμένα και εκείνον τον αέρα που δεν είναι πια δροσιά, αλλά μια υπόσχεση ότι κάτι θα συμβεί εκεί έξω, στον δρόμο, στη νύχτα, ή μπορεί και μέσα μας. Επιλέξαμε διαδρομή περίεργη, σχεδόν αντιτουριστική για την εποχή: βόρεια, πάντα βόρεια, μέσα από χώρες που μέχρι τότε υπήρχαν μόνο σαν πολιτικοί χάρτες σε σχολικά βιβλία και σαν περίεργες λέξεις σε δελτία ειδήσεων. Στο κασετόφωνο έπαιζε το Nebraska. Και στη συνέχεια, όχι απλά έπαιζε, ήταν ο συνοδηγός μας. Κάθε «κλικ» της κασέτας όταν άλλαζε πλευρά το auto-reverse ήταν σαν να έλεγε: «Έχεις τα κότσια; Πάμε, άλλη μία».

Περάσαμε τα σύνορα με την αίσθηση πως η Ευρώπη αλλάζει χρώμα. Τα καυσαέρια των λεωφορείων στη Γιουγκοσλαβία ανακατεύονταν με κόκκινες σημαίες, μια πλατεία με το άγαλμα του Τίτο, και μεγάφωνα που ακουγόντουσαν σαν αναμνήσεις από ταινία του Κουστουρίτσα, πριν ο ίδιος καταλάβει ότι μπορεί να γίνει ο Κουστουρίτσα. Το "Atlantic City" συνόδευε εργοστάσια που πέταγαν καπνούς από τα φουγάρα τους, έξω από την πόλη, πάντα δίπλα στον δρόμο. Ο Bruce ψιθύριζε για ανθρώπους που ψάχνουν μια δεύτερη ευκαιρία. Και από τα παράθυρα βλέπαμε ανθρώπους που ίσως δεν πίστεψαν ποτέ ούτε στην πρώτη.

Μια μέρα αργότερα, η Σόφια μας υποδέχτηκε με επιβλητικά κτήρια, σαν να μας κοιτούσαν αφ’ υψηλού και να μας έλεγαν: «Μάγκες, εδώ δεν χαμογελάμε εύκολα». Ο "State Trooper" έγινε ξαφνικά προσευχή στο νυχτερινό τοπίο. Παράξενο στοιχείο: όσο πιο αυστηρός ήταν ο δρόμος, τόσο περισσότερο έκαιγαν οι κραυγές. Μια χώρα σαν εγκαταλελειμμένη πίστα χορού. Κι εμείς να προσπαθούμε να ακούσουμε κάποιες καρδιές μέσα στον βιομηχανικό θόρυβο.

Στο Ανατολικό Βερολίνο, τα φώτα ήταν πάντα χαμηλά. Οι ερωτήσεις πολλές. Ο κόσμος σηκωνόταν, ερχόταν στο τραπέζι, ήθελε να μάθει από που ερχόμαστε. Κερνούσαν μπύρα, αλλά ξαναγυρνούσαν στα τραπέζια τους. Τα παράθυρα, όλα με μισόκλειστες κουρτίνες, σαν να μην πρέπει να δεις, ή να μη δεις πολύ. Μέσα από τα κτίρια, ο Bruce έπαιζε με σιγανή φωνή και οι στίχοι γίνονταν αναφορές σε ζωές που δεν γνώρισαν ποτέ αυτοκίνητο με ανοιχτό παράθυρο και διαφυγή στον ορίζοντα.

Το "Highway Patrolman" εδώ ακούγεται πιο αληθινό από ποτέ: νόμοι παντού, δικαιοσύνη που μοιάζει με σφιγμένο χέρι. Έλεγχος, διαβατήρια, τελικός προορισμός. Ο αδελφός που φεύγει. Ο αδελφός που μένει. Κάποιος πάντα χάνει.

Φέρι για Σουηδία

Και μετά: θάλασσα. Όχι η δική μας, η χαμογελαστή...

Μια άλλη που αν τη ρωτήσεις τι σκέφτεται δεν θα σου απαντήσει ποτέ.

Το φέρι έτριζε σιγανά και το "My Father’s House" ακουγόταν σαν επιστροφή σε κάτι που αφήσαμε πίσω. Τα φώτα της Στοκχόλμης στον ορίζοντα έμοιαζαν με υπόσχεση «καλύτερων ημερών», τη φράση την επαναλαμβάνουμε ακόμα συχνά με τον αδερφό μου για να συνεχίσουμε να κινούμαστε.

«Φτάσαμε Σουηδία, αδερφέ». Δεν φωνάξαμε. Δεν σηκώσαμε σημαίες. Απλώς κατεβήκαμε από το αμάξι, εξαντλημένοι, λίγο σοφότεροι, λίγο πιο σπασμένοι.

Το "Reason to Believe" έπαιζε σαν τραγούδι τέλους σε ταινία που δεν έχει πραγματικό τέλος, αλλά είναι γεμάτη σκηνές, αναμνήσεις και λέξεις που δεν έχουν σβήσει από την καρδιά, και όλα σου θυμίζουν ότι ο κόσμος είναι δύσκολος, κι όμως συνεχίζουμε να τον διασχίζουμε με ένα αυτοκίνητο, μια κασέτα και την παράλογη πίστη πως κάπου παραπέρα βρίσκεται μια γωνιά γεμάτη φως.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ

Σκοτεινά κορίτσια, φώτα σταδίου και ένα άλμπουμ που μοιάζει με νύχτα χωρίς αυγή

Θυμήθηκα κάτι κορίτσια (από το εξωτερικό) το ’85 στο Rock In Athens, συνομήλικες ή λίγο μεγαλύτερες από εμάς που ήμασταν γύρω στα 15-16, με goth αμφίεση και εμφανή λατρεία για τους Cure (στοιχείο που μοιραζόμασταν, σε κάποιο βαθμό). Κάποια στιγμή, κάποιος από την παρέα μου κάτι είπε για τον Bruce Springsteen, και τα κορίτσια ούρλιαξαν όλες μαζί «ίου» βάζοντας το δάχτυλο στο στόμα. Κάτι «ξύπνιο» σκέφτηκα να πω σχετικά με το πόσο παρεξηγημένοι είναι οι στίχοι του Born in the USA ή πόσο πιο σκοτεινό είναι στην πραγματικότητα το Nebraska από τους Sisters of Mercy, αλλά φυσικά το βούλωσα καθότι ως γνωστό τα cool κορίτσια (ήμασταν τυχεροί και μόνο που μας είχαν δώσει σημασία) δεν συμπαθούν τους σπασίκλες. Όταν έκατσα να ακούσω κανονικά για πρώτη φορά το Nebraska (δεν θυμάμαι αν το είχα αγοράσει ή αν μου το είχε γράψει κάποιος σε κασέτα, τρίτος δρόμος δεν υπήρχε τότε), θα πρέπει να ήταν μετά την παγκόσμια κυριαρχία του (μεταγενέστερου) Born in the USA. Το Nebraska όμως ήταν κάτι άλλο, το οποίο απαιτούσε να το ακούσεις ως αυστηρά οριοθετημένο «κύκλο τραγουδιών» και να το φανταστείς ως κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνιστές απελπισμένους εραστές, τυχοδιώκτες της αχανής υπαίθρου, μοναχικούς μεθοριακούς μπάτσους, κατά συρροή ξενύχτηδες και κατά συρροή φονιάδες, όλοι τους δέσμιοι μιας αβάσταχτης μοιρολατρίας. Και σχεδόν πάντα με φόντο ένα βαθύ σούρουπο ή μια ατέλειωτη αμερικάνικη νύχτα της ψυχής. Γυμνό, υποβλητικό, σκοτεινό και τραχύ, σε στοίχειωνε με το καλημέρα – με τη θρηνωδία της φυσαρμόνικας που ανοίγει το αρχικό, ομώνυμο του άλμπουμ, κομμάτι. Φτωχή, παγερή, έρημη Νεμπράσκα… «Me and her went for a ride, sir / And ten innocent people died», ξεκινά την αφήγηση του ο νεαρός θανατοποινίτης, και στο τέλος του κομματιού επιχειρεί μια εξήγηση για τις πράξεις του: «They wanted to know why I did what I did / Well, sir, I guess there’s just a meanness in this world». Ένα κακό που σέρνεται στον κόσμο… Το μνημειώδες ρεφρέν στο επόμενο κομμάτι, το ελεγειακό "Atlantic City", μοιάζει να ανοίγει μια χαραμάδα ελπίδας ή μια προσδοκία λύτρωσης («Everything dies baby that’s a fact / but maybe everything that dies someday comes back») που καίγεται στο α λα Alan Vega ουρλιαχτό του "State Trooper" και στο μεταμεσόνυκτιο ροκαμπίλι του "Open All Night", όπου η θρηνωδία μεταλλάσσεται σε γιορτή. Τραγούδια σαν διηγήματα. Ή σαν ακριβή προσχέδια σεναρίου, γεγονός που εξηγεί το πώς ο Sean Penn έκανε ολόκληρη ταινία (το εξαιρετικό Indian Runner) με βάση την ιστορία που αφηγείται το τραγούδι "Highway Patrolman".


ΝΙΚΟΣ ΦΥΣΑΚΗΣ 

Το άλμπουμ-φάντασμα που ψιθυρίζει ιστορίες χαμένων ζωών

Το Nebraska πάντα το έβλεπα σαν μια ιστορία, όπου κάθε κεφάλαιο είναι ένα στιγμιότυπο ζωής, με ήρωες που συνθλίβονται από τη φτώχεια, τη βία, την ανεργία και την αποξένωση. Από τον serial killer του εναρκτήριου "Nebraska" μέχρι το "Reason to Believe", που κλείνει τον δίσκο με μια επίφαση ελπίδας μέσα από εικόνες ανείπωτου πόνου και ματαίωσης, το έργο σκιαγραφεί μια Αμερική που λυγίζει κάτω από το βάρος των κοινωνικών ανισοτήτων. Είναι ένα «άλμπουμ-φάντασμα», υπόδειγμα λιτότητας, ειλικρίνειας και αφηγηματικής δύναμης. Δεν χρειάζεται θόρυβο για να ακουστεί, γιατί ψιθυρίζει πράγματα που είναι πολύ δύσκολο να ξεχαστούν, σαν μια σειρά εξομολογήσεων από ανθρώπους που χάθηκαν στον δρόμο τους. Εδώ το "αφεντικό" στήνει έναν κόσμο όπου η ελπίδα συναντά το κενό, και όπου οι πιο απλές πράξεις, όπως μια βόλτα με το αυτοκίνητο ή το όνειρο επιστροφής στο πατρικό σπίτι, έχουν το βάρος ενός ασήκωτου φορτίου. Οι χαρακτήρες του Nebraska δεν είναι ήρωες, είναι σκιές που μιλούν μέσα από τη σιωπή μιας Αμερικής κουρασμένης, εγκλωβισμένης  στην θλίψη και την μοναξιά. Εδώ όλα παρουσιάζονται χωρίς υπερβολές, χωρίς διακοσμήσεις, απλώς καταγράφονται από μια κιθάρα , μια φυσαρμόνικα και μια φωνή που νιώθεις ότι δεν μπορεί να σωπάσει.  Η πολιτική συν-δήλωση αυτού του έργου δεν εκφράζεται ως σύνθημα ή διακήρυξη, αλλά κρύβεται μέσα στις ζωές των ανθρώπων που παλεύουν, χάνουν και υπομένουν. Σαράντα χρόνια μετά, το Nebraska δεν έχει ξεθωριάσει. Παραμένει ένας δίσκος που δεν φωνάζει, αλλά επιμένει. Μας θυμίζει ότι πίσω από κάθε μεγάλη αφήγηση υπάρχουν πρόσωπα που βλέπουν τη ζωή τους να γλιστρά μακριά.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured