Πρόσφατα ανακάλυψα πως δεν είμαι ακριβώς millennial, και όλα έβγαλαν νόημα. Ανήκω στη μεταβατική γενιά των zillennials (μικροκατηγορίες για τα πάντα, αυτή η μάστιγα), των ανθρώπων εκείνων δηλαδή που γεννήθηκαν περίπου στα μέσα προς τέλη των 90s, βιώνοντας τόσο τον αναλογικό όσο και τον ψηφιακό κόσμο, και την εποχή που μεν το διαδίκτυο εξαπλωνόταν ραγδαία, αλλά κύριες πηγές πληροφόρησης αποτελούσαν και τα έντυπα. Μουσικά, εν προκειμένω. Κι αν ζούσες κι εσύ στην επαρχία, ξέρεις πως οι ιστορίες που λέμε τώρα για τα έντυπα, και ιδιαίτερα τα μουσικά, δεν έχουν την α λα ζαχαροπλαστείου λαχτάρα και μαγική άχνη, αλλά μάλλον σκόνη από την ετεροχρονισμένη – και περιορισμένη – άφιξη τους στην πόλη.
Βέβαια, οι zillennials έχουμε μπει στις κρίσιμες ηλικίες που ξεκινά η γκρίνια – παρελθοντολαγνία, οπότε δεν θα παραπονεθώ περαιτέρω. Με αφορμή τον τρομακτικό Οκτώβρη, όμως, σκέφτομαι τη χαρά που θα είχε η έφηβη Εύη πετυχαίνοντας ένα κείμενο – οδηγό για τη σκοτεινή μουσική που τόσο την γοήτευε (και με γοητεύει ακόμη). Μουτζουρώνω, λοιπόν, τα μάτια μου με μαύρη σκιά, και προτείνω δέκα συν δέκα δίσκους του σκοτεινού και του αλλόκοτου, από τις πέντε τελευταίες δεκαετίες, για εκείνο το κορίτσι, ή όλα τα μελλοντικά γκοθάκια.
Πριν όμως βουτήξουμε στην άβυσσο, να κάνω μια απαραίτητη διευκρίνιση. Φυσικά, οι συζητήσεις για τον ορισμό του «σκοτεινού» ή «γκοθ» έχουν απασχολήσει για δεκαετίες απανταχού φίλους του πολιτισμού και των πολιτισμικών φαινομένων, κι έτσι δεν θα προσποιηθώ πως έχω φτιάξει την απόλυτα ακριβή λίστα. Ίσως η gothic υποκουλτούρα είναι πιο ευρεία απ’ όσο φαινομενικά μοιάζει, έχοντας ως βασικό άξονα την επιτήδευση, το μακάβριο και το μελαγχολικό, την έλξη προς το απόκρυφο, τον τρόμο και, ενίοτε, την αισθητικοποίηση του θανάτου και της απώλειας. Οπότε ναι, κατά κάποιο τρόπο, μέσα σ’ αυτό χωράει και η όπερα, και ο πειραματισμός, και το ροκ, και οι βινύλ καπαρντίνες, οι αργές κιθάρες και τα δαιμονισμένα drum machines.
Δεκαετία του 1970
Πριν τη δεκαετία του ’70 υπήρχαν τα blues των Αφροαμερικανών που γέννησαν το rock ‘n’ roll, την επικίνδυνη μουσική που σόκαρε την Αμερική με τους ρυθμούς που επρόκειτο, δήθεν, να ωθήσουν, τη νεολαία στην ακολασία. Στα 60s, με τη σειρά τους, έφεραν μπάντες όπως οι Doors και οι Rolling Stones που φλέρταραν με τον αποκρυφισμό και τη μαύρη μαγεία, μέχρι που οι Velvet Underground των Lou Reed και John Cale έντυσαν το rock ‘n’ roll με την avant-garde, ολόμαυρη περιβολή του που θα έδινε τη σειρά του στο gothic όπως το γνωρίζουμε σήμερα.
Nico – The Marble Index (1968, Elektra records)
Οι Velvet Underground, στο ωμώνυμο ντεμπούτο τους – αυτό με την χαρακτηριστική μπανάνα του Andy Warhol στο εξώφυλλο – σύστησαν επίσης στο κοινό την Γερμανίδα Nico. Αν και πρώτη προσωπική δουλειά της τυπικά ανήκει στη δεκαετία του ’60, το The Marble Index θεωρείται από πολλούς ο πρώτος πραγματικά goth δίσκος, καθώς εγκαινιάζει ένα ολόκληρο πνεύμα — μια κοσμοθεωρία σκοταδιού που αργότερα θα ντυθεί με πιο “ροκ” φόρμες. Η φωνή της Nico είναι άφυλη, απόκοσμη, τελετουργική, οι ενορχηστρώσεις του John Cale χτίζουν έναν ήχο που μοιάζει να αιωρείται έξω από τον χρόνο. Αυτή η αποπροσωποποιημένη ψυχρότητα αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, τη βάση του “cold” αισθήματος που αργότερα θα ονομαστεί coldwave ή darkwave.
David Bowie – Low (1977, RCA records)
Το πρώτο άλμπουμ της περίφημης τριλογίας του Βερολίνου είναι σκοτεινό στον πυρήνα του, ξαφνιάζοντας κατά την κυκλοφορία του ακροατές και κριτικούς, που ως τότε είχαν αγαπήσει στην εξωγήινη, glam περσόνα του Ziggy Stardust. Ηχογραφημένο στον πύργο Château d'Hérouville στη Γαλλία, εκεί που έζησε ο Frédéric Chopin και η συγγραφέας Amantine Lucile Aurore Dupin de Francueil (γνωστή με το καλλιτεχνικό ψευδόνυμο George Sand), με παραγωγό τον Tony Visconti και συνοδοιπόρο του Bowie τον Brian Eno, παρουσίασε για πρώτη φορά στο κοινό τη φιγούρα του Λεπτού Λευκού Δούκα, που στη συνέχεια ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά σκοτεινών καλλιτεχνών — από τους Ian Curtis και Peter Murphy μέχρι τον Trent Reznor. Ο Thin White Duke δεν ήταν πια ο εξωγήινος σωτήρας του Ziggy Stardust, αλλά μια παγωμένη, αποπροσωποποιημένη εκδοχή του εαυτού, μια φιγούρα που κινείται σαν φάντασμα μέσα σε έναν κλινικά αποστειρωμένο κόσμο. Η πρώτη πλευρά του δίσκου συνδυάζει απότομα, σχεδόν αποσπασματικά τραγούδια με νευρική ενέργεια (“Breaking Glass”, “Sound and Vision”), ενώ η δεύτερη βυθίζεται σε παγωμένα ambient τοπία σαν αυτά των “Warszawa” και “Subterraneans”.
Suicide – Suicide (1977, Red Star Records)
Το ντεμπούτο των Νεοϋορκέζων Alan Vega και Martin Rev είναι ο σπόρος απ’ όπου το goth άνθισε ηλεκτρικά. Μέσα από τον αστικό θόρυβο η φιγούρα του μοναχικού, κοινωνικά αποξενωμένου ανθρώπου γίνεται ταυτότητα, με τα φωνητικά του Vega να δημιουργούν μέσα από την μη-ερμηνεία μία ολόκληρη παράδοση. Αυτός ο τρόπος ύπαρξης μέσα στο ίδιο το τραγούδι (όχι “τραγουδώ”, αλλά “καταρρέω”) πέρασε αργότερα στον Ian Curtis των Joy Division, στον Peter Murphy των Bauhaus, μέχρι και στην πολύ μεταγενέστερή τους Zola Jesus. Οι Suicide, με αυτό το δίσκο, απέδειξαν ότι το σκοτάδι μπορεί να είναι καθαρά ηλεκτρονικό, ψυχρό, μηχανικό, ένα συναίσθημα χωρίς “όργανα”, που άνοιξε τον δρόμο για όλη τη darkwave και minimal wave, το EBM και το synth-goth των ’80s.
Joy Division – Unknown Pleasures (1979, Factory)
Αν τα τρία προηγούμενα άλμπουμ της λίστας αυτής εισάγουν την ψυχρότητα, το avant-garde και την ηλεκτρονική ένταση, ο πρώτος δίσκος των βραχύβιων μα εμβληματικών άγγλων μετουσίωσε σε ήχο την μελαγχολία. Το Unknown Pleasures δεν είναι “goth rock” με τη στενή έννοια (αυτό θα το καθιερώσουν οι Bauhaus έναν χρόνο μετά), και μολονότι ανήκει σαφώς στο post-punk ιδίωμα, είναι ο δίσκος που εφηύρε τη goth συναισθηματική γεωγραφία. Η παραγωγή του Martin Hannett στα studio της ιστορικής Factory Records, με τον παγωμένο, σχεδόν ασφυκτικό της χώρο, μετατρέπει τον ήχο σε ψυχολογικό τοπίο, με τους παλμούς του μπάσου, τις απομονωμένες κιθάρες και τα φωνητικά του Ian Curtis συνθέτουν έναν κόσμο όπου η απόγνωση μοιάζει με βουβή αναπνοή. Το σκοτάδι των Joy Division δεν ήταν ποτέ θεατρικό (παρά τον ευρέως αναγνωρίσιμο «επιληπτικό χορό του Curtis), αλλά υπαρξιακό, μια μελέτη της απουσίας που θα σημαδέψει ολόκληρη τη goth αισθητική των ’80s.
Δεκαετία του 1980
Η δεκαετία του ’80 εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να αποτελεί ίσως την πιο πλούσια δεκαετία για τα μουσικά τεκτενόμενα, με ένα πραγματικά ατελείωτο εύρος εναλλακτικών, σκληρών και mainstream ειδών. Κι έτσι, εδώ τα πράγματα γίνονται κάπως δύσκολα στη διαλογή, καθώς κάθε υποείδος θα μπορούσε να έχει το δικό του αφιέρωμα. Gothic rock, death rock, post-punk, darkwave, coldwave, minimal wave και λοιπά «κύματα», neoclassical, neofolk, batcave, horror punk, industrial, μέχρι και τη synth pop, τα 80s αποτέλεσαν ένα πλέγμα όπου goth, punk, post-punk, industrial, psychobilly και ethereal συναντιούνται, με διασταυρώσεις σε κλαμπ, fanzines και indie labels όπως η εμβληματική 4AD
Bauhaus – In the Flat Field (1980, 4AD)
Λοιπόν, αν έπρεπε να προτείνω μόνο μία μπάντα στον έφηβο εαυτό μου, για να ξετυλίξει από εκεί τον μίτο του σκοτεινού ήχου, αυτοί θα ήταν οπωσδήποτε οι Bauhaus. Το ντεμπούτο τους In the Flat Field είναι η στιγμή που η gothic rock μορφή καθιερώνεται με πλήρη συνείδηση της θεατρικότητας της. Από την πρώτη νότα, η μπάντα εισάγει τον ήχο της παγερής επιθετικότητας, μέσα από τα ξερά ντραμς του Kevin Haskins, με την κιθάρα του Daniel Ash να τυλίγει με υφάσματα ήχου τον μύθο και τα φωνητικά του Peter Murphy να μαγνητίζουν. Το In the Flat Field είναι ένα μετα-ροκ μανιφέστο, που μπορεί να ανοίξει στα πιο περίεργα μυαλά το δρόμο για την γοτθική κουλτούρα στο σύνολό της, καθώς συνδέει την τελετουργική σκοτεινότητα με το punk, το avant-garde και την αισθητική της αποξένωσης, θέτοντας τις βάσεις για όλα τα επόμενα goth υποείδη και αφήνοντας τον ακροατή να εξερευνήσει από εκεί την απέραντη γκάμα του σκοτεινού ήχου.
Siouxsie and the Banshees – Juju (1981, Polydor)
Το τέταρτο άλμπουμ της Siouxsie Sioux και της μπάντας της ξεκινά με το εναρκτήριο “Spellbound” και περιλαμβάνει κομμάτια με τίτλους όπως “Halloween”, “Nightshift” και “Voodoo Dolly”. Μα εδώ δεν χρειάζεται να μιλάμε για τίτλους, μουσική και φωνητικά. Ο δίσκος αυτός είναι goth στο συναίσθημα και την εμπειρία που δημιουργεί. Με μια διαρκή αίσθηση μυστηρίου και εσωτερικής έντασης, πλάθει μια σκοτεινή, τελετουργική ατμόσφαιρα, με τη δραματική, απόκοσμη και ελαφρώς απόμακρη παρουσία της Siouxsie να γίνεται πρότυπο για δεκάδες επίδοξες frontwomen στο μέλλον, αλλά επηρεάζοντας ταυτόχρονα τόσο την υψηλή ραπτική όσο και την μόδα του δρόμου με τα κατάμαυρα, ανακατεμένα μαλλιά και τις ψηλές δερμάτινες μπότες – μια εικόνα που έγραψε ιστορία.
Cocteau Twins – Garlands (1982, 4AD)
Αν και οι σκωτσέζοι Cocteau Twins έγιναν αργότερα γνωστοί για τις ονειρικές, ethereal συνθέσεις τους, στο Garlands, την πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική τους δουλειά, ο σκοτεινός πυρήνας είναι πιο εμφανής και ακατέργαστος. Ο ήχος του δίσκου είναι βαρύς και υποβλητικός, με τις κιθάρες του Robin Guthrie να ντύνουν το σκοτάδι με μινιμαλιστικά riffs. Τα ακατάληπτα φωνητικά της Elisabeth Fraser έχουν μια αίσθηση παρουσίας χωρίς σάρκα, σαν να εκφέρονται από φάντασμα. Με λίγα λόγια, το Garlands ακούγεται σαν να σε περιβάλλουν αόρατα ηχητικά πέπλα, όχι τρομακτικά, αλλά μελαγχολικά και αιθέρια, ως άλλο ψυχολογικό στοίχειωμα.
The Cure – Pornography (1982, Fiction)
Η μπάντα του Robert Smith ανά τα χρόνια έχει παίξει με όλα τα πιθανά goth παιχνίδια, το camp, το σαρκασμό, το σκοτάδι, την επιτηδευμένη λάμψη, την παραμόρφωση στον ήχο. Το 1982 παρέδωσε στο κοινό το Pornography, ένα δίσκο ασφυκτικό, κλειστοφοβικό, πνιγμένο στα συναισθήματα – και τα ναρκωτικά. Η παραγωγή του Phil Thornalley ενισχύει αυτή την αίσθηση, δημιουργώντας έναν ήχο που είναι ταυτόχρονα πυκνός και εκρηκτικός. Καταπονημένος ψυχικά ο Smith καταθέτει εδώ τις πιο ανατριχιαστικές ερμηνείες της καριέρας του, εκτονώνοντας τα συναισθήματα απώλειας, μοναξιάς και αβεβαιότητας για το μέλλον του ίδιου και της μπάντας, τα οποία τον ταλαιπωρούσαν, κάτι που μεταφέρθηκε πλήρως στους στίχους και στον ήχο του άλμπουμ.
The Sisters of Mercy – First and Last and Always (1985, Merciful Release)
Οι Sisters of Mercy είναι η διαχρονικά αγαπημένη μου goth μπάντα. Ορίστε, το είπα. Intellectual, προβοκατόρικη, ειρωνική, με την χαρακτηριστική μπάσα χροιά του Andrew Eldritch να μοιάζει βγαλμένη από τάφο ή υπόγειο, με τον Doktor Avalanche (το περίφημο drum machine) να δίνει το ρυθμό σε απανταχού σκοτεινά dancefloors ανά τις δεκαετίες, με την σταθερά αντικομφορμιστική στάση τους, εμπεριέχουν πολλά από τα χαρακτηριστικά του εν λόγω μουσικού ιδιώματος, ηχητικά και αισθητικά. Από το επιβλητικό εναρκτήριο “Black Planet” ως το αργόσυρτο “Marian”, το αφοριστικό “No time to cry” και το σχεδόν ψυχεδελικό “Amphetamine Logic”, το εν λόγω άλμπουμ μυρίζει ανήλιαγα υπόγεια και γοτθική κομψότητα έξω από κάθε στερεότυπο.
South of No North – Fell Frozen (1986, Creep Records)
Στην Ελλάδα του ήλιου, της θάλασσας και του Ανδρέα Παπανδρέου, μερικές ανήσυχες παρέες έχτιζαν, χωρίς να το γνωρίζουν, το θρύλο της εγχώριας σκοτεινής σκηνής. Με βάση κυρίως την πλατεία Αμερικής και τα ιστορικά λαϊβάδικα της εποχής, μπάντες όπως οι Alive She Died, Yell-O-Yell, The Reporters, Statues in Motion, Metro Decay, Forward Music Quintet, Film Noir, Villa21, Fear Condition, Anti Troppau Council και τόσοι άλλοι (αστείρευτη η λίστα) κινούνταν μεταξύ post-punk και darkwave, εφηβικής αμφισβήτησης και ενήλικης αναζήτησης. Το ομώνυμο κομμάτι από το δεύτερο άλμπουμ “Fell Frozen” των South of No North είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα της εν λόγω σκηνής, και για αυτό το λόγο δίνει επάξια στο άλμπουμ που κυκλοφόρησε από την Creep Records του Μπάμπη Δαλίδη (το τελευταίο του ρόστερ της) μια θέση σε αυτή τη λίστα, ως ελάχιστο φόρο τιμής σε όλα τα μαυροφορεμένα, δικά μας παιδιά του χθες, του σήμερα και του αύριο.









