Στο Βασίλειο του Θορύβου, κάθε χρονιά βρίσκω δίσκους που με ακολουθούν για μήνες και τελικά γίνονται μέρος του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τη σκηνή. Οι δέκα αγαπημένοι μου για φέτος δεν αποτελούν μια αντικειμενική κατάταξη, αλλά ένα προσωπικό μονοπάτι μέσα από ήχους που με συντάραξαν, με συγκίνησαν ή με έσπρωξαν να ακούσω τη μουσική λίγο διαφορετικά. Άλλοι σκληροί και χαοτικοί, άλλοι πιο ατμοσφαιρικοί, όλοι τους όμως άφησαν ένα σημάδι που δύσκολα θα ξεχάσω. Η σειρά είναι ρευστή, όμως όσο προχωράμε προς το τέλος τόσο πιο ξεκάθαρη γίνεται η κατάταξη στο μυαλό μου.
Lamp of Murmuur – The Dreaming Prince in Ecstasy (Wolves of Hades)
Στον νέο του δίσκο, ο M. προσφέρει την πιο ολοκληρωμένη και προσωπική εκδοχή των Lamp of Murmuur ως τώρα. Το The Dreaming Prince in Ecstasy πατά στη βάση του Saturnian Bloodstorm, αλλά κοιτάει πέρα από τις εμφανείς επιρροές, χτίζοντας έναν δικό του, αναγνωρίσιμο ήχο. Το υλικό είναι ονειρικό, πομπώδες και σχεδόν αισθησιακό, με late-90s black metal θεμέλια, συμφωνικές εξάρσεις και μια παραγωγή εξαιρετικής ευκρίνειας. Από τις εκρήξεις του “Hategate” και του “Reincarnation of a Witch” μέχρι την τριλογία “The Dreaming Princ in Ecstasy”, όπου black metal, gothic, post-punk, epic και heavy metal στοιχεία μπλέκουν απροσδόκητα. Σχεδόν κανένα κομμάτι δεν μοιάζει με το προηγούμενο και ο δίσκος μοιάζει με μια διαρκή μεταμόρφωση. Το ακουστικό “A Brute Angel’s Sorrow” σφραγίζει ένα αριστουργηματικό άλμπουμ που υπερπηδά κάθε περιορισμό. Ίσως η πιο φιλόδοξη και γιατί όχι καλύτερη στιγμή της πορείας ενός project που διαχρονικά έχει αρνηθεί πεισματικά να μπει σε καλούπια.
Defacement - Doomed (Avantgarde Music)
Οι Defacement από την Ολλανδία έχουν χτίσει σε λίγα μόνο χρόνια μια ξεχωριστή ταυτότητα στο extreme metal, συνδυάζοντας χαοτική βία, πειραματισμό και ατμοσφαιρικές υφές. Το Doomed είναι η πιο ώριμη και συγκροτημένη τους δουλειά. Ένα άλμπουμ που δεν βασίζεται πλέον μόνο στην ωμή επίθεση αλλά στη δυναμική διαχείριση της έντασης. Οι Defacement ξέρουν πότε ο ήχος τους πρέπει να εκραγεί, πότε να απλωθεί και πότε να αφήσει χώρο στη σιωπή. Η πρόσφατη ενασχόληση του βασικού συνθέτη, Khalil, με ambient projects εξηγεί την πιο υπομονετική προσέγγιση του δίσκου, όπου η υφή και η ατμόσφαιρα παίζουν ισότιμο ρόλο με τα riffs. Το Doomed μοιάζει με ψυχολογική κατάβαση σε οκτώ κεφάλαια, ένας δίσκος που αρνείται την απλοϊκή βία και επιλέγει τη σύνθετη, συνειδητή αποδόμηση. Οι Defacement παραμένουν ακραίοι, αλλά πλέον με τρόπο πιο ώριμο, φιλόδοξο και απολύτως καθοριστικό για το μέλλον του extreme ήχου.
Floating - Hesitating Lights (Transcending Obscurity Records)
Το Hesitating Lights βρίσκει τους Σουηδούς Floating αισθητά ωριμότερους σε σχέση με το χαοτικό ντεμπούτο τους. Το duo αναμειγνύει death/doom, old-school death metal και έντονη post-punk/gothic αισθητική, δημιουργώντας έναν ήχο που είναι ταυτόχρονα βάναυσος και βαθιά ατμοσφαιρικός. Η αρχή με το “I Reached the Mew” και η gothic μπασογραμμή του σηματοδοτούν μια πιο στοχευμένη, συγκροτημένη καλλιτεχνική κατεύθυνση, ενώ κομμάτια όπως το “Grave Dog” παραπέμπουν ευθέως σε Gorguts ύστερης περιόδου, με έμφαση στο μπάσο και ωμές death metal αναλαμπές. Το άλμπουμ διακρίνεται για τον εξαιρετικό ήχο του. Είναι καθαρό, δυνατό και οργανικό, ικανό να δέσει διαφορετικές διαθέσεις χωρίς να γίνονται ξένα μεταξύ τους. Μέσα από κορυφώσεις όπως το “Hesitating Lights / Harmless Fires” και τη σκοτεινή, groovy ενέργεια του φινάλε, οι Floating κατασκευάζουν ένα οικοδόμημα σπάνιας συνοχής και έντασης. Το Hesitating Lights είναι μια πραγματική αναλαμπή στο extreme metal στερέωμα. Βαρύ, συναισθηματικό και μοναδικό.
Ghostigmatah – Spiritual Rites of the Psychopomp Abxulöm (I, Voidhanger Records)
Το Ghostigmatah – Spiritual Rites of the Psychopomp Abxulöm αποτελεί τη 12η και ίσως πιο ολοκληρωμένη δουλειά του μονοπρόσωπου project Esoctrilihum του Asthâghul, ενός δημιουργού που συνεχίζει να λειτουργεί με ρυθμούς σχεδόν υπεράνθρωπης παραγωγικότητας. Στα 84 λεπτά του άλμπουμ παρουσιάζεται ένα υβρίδιο τελετουργικού black/death, folk υφών και συμφωνικού μαξιμαλισμού, με το γνώριμο επίπεδο παρανοϊκής λεπτομέρειας και μυθοπλασίας που χαρακτηρίζει το σύμπαν του. Το άλμπουμ χωρίζεται χονδρικά σε ατμοσφαιρικά/τελετουργικά κομμάτια και απολύτως βίαιες, καταστροφικές επιθέσεις, με μερικές συνθέσεις να κινούνται στο μεταίχμιο των δύο. Ξεχωρίζει ο τρόπος που ενσωματώνονται όργανα όπως folk έγχορδα και το εκκλησιαστικό όργανο, καθώς και τα witch-like φωνητικά που ενισχύουν την αίσθηση του αλλόκοτου. Το Ghostigmatah στέκεται ως μια από τις πιο συνεκτικές, πυκνές και καθοριστικές κυκλοφορίες του Asthâghul. Ένας δίσκος που συμπυκνώνει την εμμονή του με το υπερβατικό, το τελετουργικό και το απόκοσμο.
Blood Abscission - II (Debemur Morti Productions)
Το II των Blood Abscission είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές κυκλοφορίες στον χώρο του post/atmo black metal φέτος. Αν και συνήθως δεν αγκαλιάζω πλήρως το είδος, ο δίσκος με κέρδισε με την ακραία ένταση, την τεχνική δεξιοτεχνία και τα ασταμάτητα riffs του. Οι συνθέσεις, απλώς αριθμημένες (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ…), απογυμνώνουν την ατμόσφαιρα από περιττά στολίδια, δίνοντας όλο το βάρος στη μουσική. Τα blastbeats, τα tremolo riffs και τα παθιασμένα, χαοτικά αλά-Weakling φωνητικά δημιουργούν έναν ήχο που φαίνεται να παίζεται από μια στρατιά μουσικών, με συμφωνικά και πιο ατμοσφαιρικά διαλείμματα να ενισχύουν την ένταση και να με κρατούν κάθε δευτερόλεπτο σε εγρήγορση. Η παραγωγή είναι καθαρή, αναδεικνύοντας κάθε λεπτομέρεια. Το II αποτελεί μια φυσική και ώριμη εξέλιξη από το ντεμπούτο τους, συνδυάζοντας αδυσώπητο black metal με post/atmo αισθητική, και το αν δεν είχαμε ένα τόσο top heavy έτος, θα ήταν άξιος διεκδικητής για το καλύτερο της χρονιάς.
Qrixkuor - The Womb of the World (Artchestra)
Το The Womb of the World των Qrixkuor είναι ένα υπερβατικό έπος 50 λεπτών με μόλις τέσσερα κομμάτια, που συνδυάζει dissonant black/death με συμφωνικά στοιχεία. Ο πυρήνας της μπάντας, οι S και D, συνεργάζεται με την Orchestra of the Silent Stars, δημιουργώντας μια κινηματογραφική ηχητική εμπειρία που ισορροπεί βαρβαρότητα και μεγαλοπρέπεια. Το opener "So Spoke the Silent Stars" χτίζει αργά ατμόσφαιρα πριν εκραγεί σε καταστροφικά riffs και blastbeats, ενώ το "Slithering Serendipity" εντείνει την ασφυκτική ένταση με κοσμογονική βιαιοπραγία. Το "And You Shall Know Perdition as Your Shrine" δείχνει την ικανότητα της μπάντας να ενσωματώνει τα συμφωνικά στοιχεία χωρίς να θάβει τον πυρήνα των κιθαρών.Σε ένα είδος σαν το συμφωνικό death που ο κορεσμός έχει επέλθει προ-πολλού, αυτός ο συνδιασμός είναι μια πολύ φρέσκια οπτική. Ο δίσκος κορυφώνεται με το ομότιτλο track, προσφέροντας μεγαλοπρέπεια, ατμοσφαιρική πολυπλοκότητα και κυκλική δομή που αποκαλύπτει συνεχώς νέα στρώματα με κάθε επόμενη ακρόαση. Το The Womb of the World επιβεβαιώνει τους Qrixkuor ως μία από τις πιο καινοτόμες μπάντες της extreme metal σκηνής.
Yellow Eyes – Confusion Gate (Gilead Media)
Οι Yellow Eyes επιστρέφουν με έναν από τους πιο εντυπωσιακούς δίσκους της καριέρας τους, έναν πραγματικό διάδοχο τόσο του Rare Field Ceiling όσο και του Master’s Murmur. Το Confusion Gate κοιτάζει πίσω στα πρώτα soundscape-y βήματα της μπάντας, αλλά τα ανανεώνει με τεράστιο ηχητικό όγκο, πηχτή ατμόσφαιρα και μια παραγωγή που αναδεικνύει κάθε λεπτομέρεια. Η έναρξη με το “Brush the Frozen Horse” ανοίγει έναν κόσμο κρυστάλλινης ψύχρας, προετοιμάζοντας το έδαφος για μια πλήρως «reformed» εκδοχή του γκρουπ. Τα σαξόφωνα, οι καμπάνες και τα σύντομα ιντερλούδια δίνουν βάθος χωρίς να αποσπούν, όμως οι πραγματικοί πρωταγωνιστές παραμένουν οι κιθάρες: riffs, δυσρυθμίες, μελωδίες και συναισθηματικά leads που ξεχειλίζουν σε κάθε κομμάτι. Στιχουργικά, ο δίσκος συνεχίζει την υπόγεια θεματική του Master’s Murmur, με στιγμές όπως το “I Fear the Master’s Murmur” και το “The Thought of Death” να αγγίζουν υπαρξιακές αλήθειες με ποιητική διαύγεια. Ένα άλμπουμ που όχι μόνο στέκεται δίπλα στα καλύτερά τους, αλλά σε σημεία τα ξεπερνά.
Deafheaven - Lonely People With Power (Roadrunner)
Οι Deafheaven επιστρέφουν εντυπωσιακά με το Lonely People With Power, έναν δίσκο που ανατρέπει πλήρως την απογοήτευση του Infinite Granite και φέρνει ξανά στο προσκήνιο τον ακραίο, μα και φωτεινό τους χαρακτήρα. Το άλμπουμ ξεκινά δυναμικά με το “Doberman”, όπου ο George Clarke επιστρέφει στα ωμά black metal ουρλιαχτά, ενώ κομμάτια όπως τα “Magnolia” και “The Garden Route” δείχνουν μια μπάντα που συνδυάζει τέλεια την χαοτική ένταση και την shoegaze ευαισθησία με φυσικότητα. Οι Deafheaven πειραματίζονται με επιτυχία, από post-punk ρυθμούς μέχρι πολυεπίπεδες, τεχνικά απαιτητικές συνθέσεις όπως το “Revelator”, χωρίς ποτέ να χάνουν την ταυτότητά τους. Στιγμές όπως το “Winona” συνοψίζουν ιδανικά το ύφος τους, ενώ το “The Marvelous Orange Tree” λειτουργεί ως ένα απρόσμενα στιβαρό κλείσιμο. Το αποτέλεσμα είναι ο πιο βαρύς και ωμός δίσκος της καριέρας τους, μια θριαμβευτική επαναφορά που πλέον μετά από 8 μήνες μπορώ με σιγουριά να πω πως θεωρώ την κορυφαία στιγμή στην πορεία τους. Sorry Sunbather, hipsters have a new best friend.
Spectral Lore - IV (Part 1) (I, Voidhanger Records)
Ο Άυλος συνεχίζει να αποδεικνύει γιατί θεωρείται μία από τις σημαντικότερες μορφές του εγχώριου ακραίου ήχου. Με το IV (Part 1) επιστρέφει σε μια σειρά άλμπουμ που είχε να αγγίξει για πάνω από δέκα χρόνια, χτίζοντας πάνω στα θεμέλια του θρυλικού III (το καλύτερο ελληνικό black metal κατά τον γράφων). Ο δίσκος διατηρεί τον πολυεπίπεδο, επικό και λυρικό χαρακτήρα του project, ενώ παράλληλα ανοίγει νέους ηχητικούς δρόμους με ακουστικά περάσματα, synth υφές και ethnic λεπτομέρειες. Η συνθετική ποικιλία είναι μεγάλη, αλλά ο δίσκος παραμένει ενιαίος, με άψογο pacing παρά τη διάρκεια και την πολυπλοκότητά του. Κομμάτια όπως το “Our Castles Have Fallen” και το μνημειώδες “In the Domain of the Dark Sun” δείχνουν έναν δημιουργό στα καλύτερά του, πρόθυμο να πειραματιστεί χωρίς να χάνει την ταυτότητά του. Με έντονη ατμόσφαιρα, στιβαρές μελωδίες και βαθιά συναισθηματική φόρτιση, το IV μοιάζει ήδη με έναν άξιο συνεχιστή της σειράς και μια από τις πιο ώριμες στιγμές του Άυλου. Φυσικά δεν επαναπαύνεται με αυτό. Στο τέλος του μήνα (ή στην αρχή του επόμενου) περιμένουμε και το Part 2. Επίσης το EP του ως Auriferous Flame ήταν μέσα στους δίσκους της χρονιάς, όπως επίσης και το νεοσύστατο project του με τίτλο Night Vigil με το οποίο κυκλοφόρησε δύο καταπληκτικά mini albums, ένα black metal και ένα dark ambient/dungeon synth.
Catharsis - Hope Against Hope (Self Release)
Ο δίσκος της χρονιάς μου δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από την μεγαλειώδη επιστροφή αυτής της κολλεκτίβας από τη Βόρεια Καρολίνα, 26 χρόνια μετά το εκπληκτικό Passion. Οι Catharsis ξαναγεννιούνται όχι ως νοσταλγική αναπαράσταση του Samsara και του Passion, αλλά ως ένα σύνολο ανθρώπων που κουβαλούν 20+ χρόνια αγώνα, απογοητεύσεων, διαλύσεων και ανασυγκρότησης. Η παρουσία της Gosia στα “Power” και “Gone to Croatan”, το βιολί του Zach, και οι guest κραυγές από Point Of No Return, Vittna και Scarecrow δίνουν μορφή σε έναν δίσκο που μοιάζει περισσότερο με αυτοοργανωμένη κοινότητα. Tο “Nocturne” ανοίγει το άλμπουμ με μια ζοφερή, σχεδόν εσχατολογική αύρα. Το “Power” στήνει έναν εξεγερσιακό ύμνο με φωνητικά που υψώνονται σαν συλλογικό κάλεσμα. Το “Gone to Croatan” ρίχνει την ένταση προς τα μέσα, πένθιμο, αιωρούμενο πάνω στο βιολί, ενώ το “Eremocene” μετατρέπεται σε τρίπτυχο οργής, θλίψης και ελπίδας. Το “Embers” λειτουργεί ως συναισθηματική γέφυρα πριν το “We Live”, ίσως το πιο φωτεινό κομμάτι της δισκογραφίας τους, μια ωδή στην επιβίωση και την αλληλεγγύη. Το άλμπουμ τελειώνει με το “Last Words”, μια υπενθύμιση πως το hardcore των Catharsis υπήρξε πάντα πολιτικό, ανθρώπινο και συνάμα εξεγερσιακό. Δεν επιστρέφουν για να γιορτάσουν παλιά κατορθώματα, επιστρέφουν για να προσφέρουν ξανά όραμα. Το Hope Against Hope είναι ο πιο ειλικρινής, συγκροτημένος και ουσιαστικός δίσκος τους. Ένα μνημείο για όσους εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η τέχνη και η κοινότητα μπορούν ακόμη να αλλάξουν τον κόσμο. Ο δίσκος της χρονιάς.









