«All the things I’d carefully saved all my life, becoming nothing but junk
And I thought: how beautiful. How magic. And how catastrophic»

H Laurie Anderson είναι, σήμερα, 71 ετών. O David Harrington –ηγέτης και πρώτο βιολί των Kronos Quartet– το ψιλοκρύβει, όμως έφτασε αισίως στα 68. Τα όσα έχουν πετύχει αποτελούν ήδη κομμάτι της σύγχρονης μουσικής ιστορίας και περιττεύει έτσι η απαρίθμησή τους· αν σας έχουν διαφύγει για τον έναν ή τον άλλον λόγο, πρόκειται για κενό που κάποτε θα χαρείτε αν το καλύψετε. Μπορεί να πει κανείς ότι το μόνο που δεν είχαν κάνει ως τώρα, ήταν να συνεργαστούν.

Σε κάθε περίπτωση, συνεργάστηκαν. Κι αν αναγράφονται οι ηλικίες τους είναι για να τονιστεί ότι στο Landfall έχουμε δύο καλλιτέχνες οι οποίοι επιμένουν να ατενίζουν το υπό διαμόρφωση μέλλον, σε μια εποχή όπου πολλοί 20άρηδες στην pop/rock δισκογραφία προσπαθούν να μας πείσουν ότι το νέο cool είναι να (ψιλο-χοντρο)μιμείσαι ονόματα του παρελθόντος τα οποία ποτέ δεν θα πλησιάσεις, παριστάνοντας ότι συντηρείς στο σήμερα έναν διαχρονικό ήχο. Στα μέρη μας βέβαια αυτό το λέμε «όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια».

Αλλά το Landfall δεν ενδιαφέρεται ούτε για αλεπούδες, ούτε για κρεμαστάρια. Θέτει τον πήχη του κάπως μοναχικά, εκτός δηλαδή της ψευδεπίγραφης πολυσυλλεκτικότητας του Metacritic και σε απόσταση από έναν μουσικό Τύπο που ψάχνει να κρατηθεί από τον αντίκτυπο του τυφώνα Sandy για να «επικοινωνήσει» με το έργο –χάνοντας το συνταρακτικό γεγονός ότι ο δίσκος επικοινωνεί μια χαρά χωρίς να χρειάζεται κανένα στόρι. Πάρτε για παράδειγμα την αλληλουχία των "We Blame Each Other For Losing The Way" και "Another Long Evening": μέσα σε (αντίστοιχα) 42 δευτερόλεπτα και σε 1 λεπτό + 57 δεύτερα, απηχούν τον μετρημένα ελεγειακό χαρακτήρα του Landfall απλά και μόνο με τις «δοξαριές» των Kronos Quartet, δίχως καν να χρειάζεται κάποια κατατοπιστική απαγγελία εκ μέρους της Anderson.

Αν πρέπει τώρα να επιμείνουμε και στο στόρι πίσω από την ελεγεία, στόρι όντως υπάρχει. Αλλά μερικώς μόνο σχετίζεται με τη σούπερ τροπική καταιγίδα Sandy (2012) και τον αντίκτυπό της σε μια οργανωμένη παγκόσμια μητρόπολη του 21ου αιώνα σαν τη Νέα Υόρκη. Όποιος δηλαδή βάλει το χρονικό των ηχογραφήσεων του Landfall σε μια τάξη, θα δει ότι η Sandy συνέβη περίπου στο μέσον τους, άσχετα αν στον δίσκο τη βρίσκουμε σε πρώτο πλάνο, αφού όλα αρχίζουν με το "CNN Predicts A Monster Storm". Όταν επομένως ακούμε τη Laurie Anderson να λέει «And after the storm I went down to the basement and everything was floating», καλό είναι να έχουμε υπόψιν πως η καταιγίδα ίσως έδωσε ένα κατάλληλο έναυσμα ώστε να μιλήσει (και) για τα όσα βίωνε στο πλάι του βαριά άρρωστου Lou Reed, τα οποία πρέπει να τοποθετηθούν στην αφετηρία του Landfall, περιέχοντας στην πορεία και τον θάνατό του, τον Οκτώβριο του 2013.

Όμως περισσότερη σημασία στο Landfall έχει η μουσική –άλλωστε και η ίδια η Anderson κρατάει την αφηγηματική της παρουσία πολύ μετρημένη, χρησιμοποιώντας την εδώ κι εκεί ως «συγκολλητική» ουσία, με έναν τρόπο που θυμίζει αρκετά όσα είδαμε live και στην Αθήνα το 2016 (π.χ. στο "Dreams" ή στο "Nothing Left But Their Names"). To άλμπουμ χρησιμοποιεί εύστοχα τα σύντομα οργανικά κομμάτια ως σπαράγματα που απηχούν μια αναποδογυρισμένη ίσως και θρυμματισμένη εμπειρία, που κορυφώνεται εδώ κι εκεί με στιγμές στις οποίες τα βιολιά των Kronos παίρνουν το πάνω χέρι ώστε να εκφραστεί πιο έντονα (με τη μορφή της προαναφερόμενης ελεγείας) η θλίψη για ό,τι καταστράφηκε, χάθηκε, αλλοιώθηκε.

Υφολογικά βρισκόμαστε σε έναν χώρο όπου συμπλέκονται και συμπλέουν η προωθημένης νοοτροπίας λόγια σύνθεση του 20ού αιώνα όπως την όρισαν ο Krzysztof Penderecki με τη Θρηνωδία για τα Θύματα της Χιροσίμα (1960) και ο Henryk Górecki με την 3η του Συμφωνία (1976), η πιο πειραματική όψη των ηλεκτρονικών (π.χ. στο "Never What You Think It Will Be"), το Different Trains του Steve Reich (1988), ακόμα και η λοξή pop ματιά που έστειλε κάποτε το "O Superman" της Anderson στις πρώτες θέσεις των βρετανικών charts (1981), διαθλασμένη πλέον από την εμπειρία του έργου The End of the Moon που έφτιαξε η δημιουργός του για λογαριασμό της NASA (2004), απηχώντας εντυπώσεις από τη μελέτη της νανοτεχνολογίας και της συμπεριφορικής των gay πιγκουίνων (ναι, καλά διαβάσατε).

Αν μπορεί να ειπωθεί κάτι ως επίκριση στο Landfall, είναι πως ούτε η Anderson, ούτε οι Kronos πραγματοποιούν κάποια υπέρβαση με βάση τα όσα έχουμε μάθει να περιμένουμε από τη δισκογραφημένη τους δράση. Αν όμως αυτό θέτει ένα «ταβάνι» στην αισθητική αποτίμηση του δίσκου, μην κάνετε το λάθος να πιστέψετε ότι δεν είναι ψηλό. Γιατί, πέρα από το να αποδεικνύει κάτι για το οποίο ήμασταν ήδη βέβαιοι –ότι οι κόσμοι της Anderson και των Kronos τέμνονται– το Landfall έρχεται να προσφέρει μια ματιά που λείπει χαρακτηριστικά από τα όσα συνήθως προβάλλει ο μουσικός Τύπος, η οποία μένει μάλιστα διαρκώς προσβάσιμη για τον ακροατή, ακόμα κι αν απομακρύνεται από όσες δομές έχουμε μάθει να λογίζουμε ως «γνώριμες».

{youtube}MlVXBxAuDGw{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured