Όπως και πολλοί ακόμα καλλιτέχνες της ευρύτερης ποπ κουλτούρας που βρίσκονται στο 22ο στούντιο άλμπουμ της πορείας τους, έτσι και οι Saxon δεν έχουν τίποτα να συνεισφέρουν με το Thunderbolt στα σύγχρονα ηχητικά trends και στον διάλογο για το πού πάει (αν πάει) η μουσική της εποχής μας.

Είναι ένα σημείο τριβής, στο οποίο ορθώνονται αντιμαχόμενες οπτικές γωνίες: για μερικούς, στερείται νοήματος η ενασχόληση με τέτοια ονόματα –η μουσική εξισώνεται με την επικαιρότητα· για κάποιους υπάρχει νόημα, μα αρνητικό, με στόχο δηλαδή την παραδειγματική ανάδειξη καλλιτεχνών που συνεχίζουν να αναζητούν νέους χάρτες και στο 22ο και στο 42ο άλμπουμ τους, κόντρα σε όσους επαναλαμβάνουν απλά μια μανιέρα που λειτούργησε κάποτε, στα νιάτα τους. Άλλοι, πάλι, τονίζουν ότι, ευτυχώς, στις τέχνες δεν υπάρχουν μόνο οι πρωτοπόροι και οι παντοτινοί εξερευνητές, μα και οι σταθερές αξίες, αποδεχόμενοι (λιγότερο ή περισσότερο) τον συντηρητισμό της φόρμας που φέρνει η μακρόχρονη παρουσία στα πράγματα.

Δεν είναι εύκολη η πλοήγηση και, αν είστε προσεκτικοί αναγνώστες, είναι το πεδίο όπου θα μας πιάσετε να φάσκουμε και ν' αντιφάσκουμε οι κριτικοί και όσοι δηλώνουν «μουσικογραφιάδες». Πάντως, αν δεχτούμε την ύπαρξη «σταθερών αξιών», το Thunderbolt είναι το είδος του δίσκου που δίνει στους Saxon αυτό το στάτους ακριβώς. Το εμφατικό επίσης #29 που σκόραρε στα βρετανικά charts και το θριαμβευτικό #5 στα αντίστοιχα γερμανικά (στις δύο δηλαδή από τις τρεις κύριες αγορές μουσικής της Ευρώπης των καιρών μας), αποδεικνύει ότι ως επικαιρότητα δεν μπορούν να νοούνται μόνο οι τρέχουσες τάσεις που κάποιοι ορίζουν ως «hot»: το παζλ είναι πιο σύνθετο και εκεί έξω υπάρχει ακόμα ανάγκη και ζήτηση για την αισθητική που πρεσβεύει η παρέα του Biff Byford.

Το Thunderbolt δεν τραβάει συναρπαστικούς άσσους από το μανίκι του, δεν περιέχει περίτεχνα τρικ, ούτε και αποφεύγει τα σκαμπανεβάσματα ενδιαφέροντος στη διάρκειά του. Στα επί της ουσίας, ωστόσο, υπερασπίζεται ένα κοφτερό, επιμεταλλωμένο rock 'n' roll, που διαθέτει την ποιότητα του καλά παλαιωμένου κρασιού. Ο μάστερ της κονσόλας Andy Sneap –τον οποίον θα δούμε σύντομα και στην Αθήνα, αφού θα έρθει με τους Judas Priest στο Rockwave, στη θέση του Glenn Tipton– εξασφαλίζει μια αίσθηση φρεσκάδας στις ηλεκτρικές κιθάρες βάζοντας τους Βρετανούς να παίξουν πιο δυνατά σε σύγκριση με το τι έκαναν στα νιάτα τους, ενώ στην εμπροσθοφυλακή βασίζεται στον Biff Byford, που στα 67 του παραμένει ένας στιβαρός τραγουδιστής, ικανός για φλογισμένες, απολαυστικές ερμηνείες.

Κυρίως, όμως, το Thunderbolt αποτυπώνεται ως δίσκος που έρχεται να ανανεώσει τους όρκους τιμής μιας μακρυμάλλικης Ατσάλινης Ένωσης, για την οποία το heavy metal δεν νοείται ως όχημα αντανάκλασης του σκότους που υπάρχει στον σημερινό κόσμο (όπως λ.χ. συμβαίνει με άξιους «σκληρούς» επιγόνους τύπου Amenra), αλλά ορίζεται ως περήφανη σύναξη άρρηκτα συνδεδεμένη με τις ταξικές καταβολές του είδους, η οποία γιορτάζει όλη την ηρωική μυθολογία που κάποτε το έθρεψε: θεοί πετάνε κεραυνούς από τον Όλυμπο ("Thunderbolt"), σύνορα χαράσσονται με τη horror αισθητική στην οποία βρίσκουν εδώ και δεκαετίες καταφύγιο αρκετοί από όσους αισθάνονται απόκληροι στην ευμάρεια της Δύσης ("Nosferatu (The Vampires Waltz)"), ενώ ένα ποτήρι υψώνεται με συγκίνηση προς τιμήν συντρόφων που δεν βρίσκονται πια κοντά μας, μα έγιναν ήρωες μιας ολόκληρης κουλτούρας χάρη στο έργο τους –μιλάω βέβαια για το "They Played Rock Αnd Roll", τραγούδι γραμμένο για τη χρυσή τριανδρία των Motörhead. 

Μακριά λοιπόν από κενά αιτήματα ανανέωσης και με τη σιγουριά εκείνου που ξέρει ποιος είναι και σε τι είναι καλός, οι Saxon βγάζουν και πάλι έναν γερό δίσκο, που θα προσφέρει κομμάτια στις τρέχουσες συναυλίες τους και δεν ακούγεται ως φτωχός συγγενής των δοξασμένων τους χρόνων, μα ως τίμιος απόηχος του Wheels Of Steel (1980) και του Strong Arm Of The Law (1981).

{youtube}BXhXjKigrW0{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured