To “Now We Die”, που μπορείτε ν' ακούσετε στο τέλος του κειμένου, ξεκινάει με βιολιά και με τον Robb Flynn καθισμένο στον «θρόνο» του. Ύβρις; 
 
Σε καμία περίπτωση, εφόσον συμφωνείς με το αγγλικό Metal Hammer ότι ο συνιδρυτής των Machine Head ευθύνεται για το καλύτερο μεταλλικό άλμπουμ των '00s (το Blackening του 2007). Ακόμα όμως κι αν διαφωνείς, δύσκολα δεν θα παραδεχτείς πως –από το Through The Ashes Of Empires (2003) και μετά– οι Καλιφορνέζοι βρίσκονται σε ομολογουμένως τοπ επίπεδο, δίχως να έχουν ποτέ απογοητεύσει τους οπαδούς. Και μην ξεχνάμε πως μιλάμε για ένα συγκρότημα στο οποίο πολλοί κόλλησαν την ταμπέλα των «νέων Slayer», πίσω στα 1994, όταν και βγήκε το εκπληκτικό τους ντεμπούτο Burn My Eyes. Ευτυχώς βέβαια γι' αυτούς, όχι μόνο εξελίχθηκαν, μα πλέον διαθέτουν και τον δικό τους χαρακτηριστικό ήχο, σε σημείο να τους αντιγράφουν κάμποσα νεότερα γκρουπ. 
 
Το Bloodstone & Diamonds (η όγδοη κυκλοφορία τους) είναι η πρώτη τους δουλειά για τη Nuclear Blast και η πρώτη τους, επίσης, δίχως τον μπασίστα Adam Dyce –το έτερο ιδρυτικό μέλος μαζί με τον Flynn δηλαδή, ο οποίος εκδιώχθηκε. Σε αντίθεση με το Unto The Locust (2011) που διαρκούσε μόλις 49 λεπτά, το παρόν άλμπουμ υπερβαίνει κατά τι τα 70 και ξεκινά θεαματικά, με 4 τραγούδια κινούμενα στα κλασικά, υψηλά στάνταρ των Machine Head, τα οποία θα μπορούσαν να βρίσκονται σε οποιονδήποτε από τους τρεις προηγούμενους δίσκους: πολλές εναλλαγές στον ρυθμό, κιθαριστικές «μονομαχίες» μεταξύ Flynn και Demmel κι έναν οργισμένο (για μία ακόμη φορά) Flynn να τα χώνει προς κάθε κατεύθυνση. Από τα βέλη του, φυσικά, δεν ξέφυγε ούτε ο μέχρι πρότινος καλός του φίλος Duce, στον οποίον κι «αφιερώνεται» το “Game Over”...
 
Όμως οι Machine Head δεν επιβεβαιώνουν απλά τα κεκτημένα στο Bloodstone & Diamonds, έχουν και τη διάθεση να πειραματιστούν με τα όρια του ήχου τους. Γι' αυτό και βρίσκουμε εδώ ένα κομμάτι σαν το 8λέπτο “Sail Into The Black”, που αναδεικνύεται στο love/hate σημείο αυτού του νέου άλμπουμ. Δεν ξέρω δηλαδή πόσοι θ' αντέξουν να ακούνε επί 4 λεπτά τις ψαλμωδίες του Flynn δίχως να πατήσουν το κουμπί για να πάνε στο επόμενο track, πάντως στη συνέχεια το ύφος αλλάζει, γίνεται heavy και οδηγεί σε μια σύνθεση που θα μπορούσε να είναι soundtrack σε κάποια επική σκηνή δράσης. Μόνο το αργό, ήρεμο “Damage Inside” κι εκείνο το οργανικό “Imaginal Cells” χαλάνε το σύνολο του δίσκου, αφού είναι εμφανώς εκτός του γενικότερου κλίματος.
 
Παρότι οι περισσότερες κριτικές που έχουν ως τώρα γραφτεί για το καινούργιο Machine Head εστιάζουν στο αν είναι ή όχι καλύτερο από το Unto The Locust, θεωρώ πως τέτοιες συγκρίσεις δεν έχουν παρά μικρή σημασία. Πολύ πιο σημαντικό είναι πως οι Αμερικανοί επέστρεψαν με έναν δίσκο που επιδιώκει να εξερευνήσει περαιτέρω τα δεδομένα του ήχου τους, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί όσα στοιχεία τους έχουν ήδη κάνει σπουδαίο όνομα: τον τσαμπουκά, τις κιθαριστικές δισολίες, μια αρμαθιά τραγούδια φτιαγμένα να παίζονται λάιβ και μια προσεγμένη παραγωγή –με την υπογραφή του ίδιου του Flynn, σε συνεργασία με τον Juan Urteaga– η οποία αναδεικνύει τις συνθέσεις. 
 
Για όλους αυτούς τους λόγους κατέχει μια πραγματικά ξεχωριστή θέση στις σκληρές κυκλοφορίες του 2014 και δίκαια «χτύπησε» το #21 στα αμερικάνικα charts, την ψηλότερη μέχρι σήμερα θέση στην οποία έχει βρεθεί το καλιφορνέζικο γκρουπ, από εμπορικής άποψης. 
 

{youtube}zSiKETBjARk{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured