Ο λόγος περί ηχητικού νεο-συντηρητισμού στα παγκοσμιοποιημένα τοπία της σύγχρονης ποπ –της λευκής, η μαύρη είναι διαφορετικής λογικής. Κι εκεί που λες πως έχει ωριμάσει το πράμα για τη μετάβαση απ' την 1980s αναβίωση σ' εκείνη των 1990s, έτσι για την ποικιλία της συντήρησης ή έστω χάριν μιας κάποιας εξελικτικής ψευδαίσθησης, καταφτάνουν οι Γκαγκάδες και οι Λαρούδες τούτου του κόσμου... Οπτικώς, βεβαίως και γνωρίζουν να πουλάνε την ψευδοφουτούρα τους, είτε αυτή ανάγεται σε φρικουλέ ασεξουαλισμό, είτε σε μητροπολιτικές φράντζες. Ωστόσο, επί του ηχητικού, αν μην τι άλλο την ανοίγουν κάργα την κονσέρβα. Άλλο που αυτή η τελευταία ενίοτε καταναλώνεται μετά γουργουρητών απόλαυσης –πάντα μέσα στο παιχνίδι ήταν κι αυτό. Τουλάχιστον το Goldfrapp δίδυμο δεν βαυκαλίζεται περί ανανέωσης του ποπ κώδικα μέσω του Head First. Μετά τον αμφιλεγόμενο αστικό νατουραλισμό του Seventh Tree, αναλαμβάνουν οι εναέριες φώτο του Μεγάλου Μήλου κάτω από ροζ σύννεφα, ως οπτικός προπομπός. Πόσο πιο ξεκάθαρα να κατατεθούν οι προθέσεις δηλαδή;

Κι ενόσω λαλάει ακατάπαυστα το ευδαιμονικό το σίνθι και χοροπηδούν αισθησιακά οι Moroder-ικές μπασογραμμές, επιστρέφεις σούμπιτος στην εποχή της βιντεοταινίας και λες πως τώρα θα σκάσει η Jane Fonda με μπαμπακερές γκέτες μετρώντας αεροβικές ασκήσεις και ο Leroy του Fame με τίποτα αβαρείς πιρουέτες –ή έστω κανένα μπαλαρίνικο πα ντε μπουρέ. Η Alison δε, σε bigger-than-life ρόλο, τα λέει πιο πειστικά κι από κορασίδα της εποχής. Ουχί μετά λαγουδίστικης σεξουαλικότητας, ούτε βέβαια σαν ντροπαλή μυξοπαρθένα. Μα ως σεξουαλικό ον ερωτευμένο με την πράξη του (ευ) ζην: “I Wanna Life”, που λέει και το άσμα εντός. Το γεγονός πως η ζωή δεν έχει γεύση γρανίτα φράουλα, ποσώς φαίνεται να την απασχολεί. Και διαθέτει και δυο-τρία τραγούδια στην τσέπη της ολόσωμης φόρμας της για να υποστηρίξει τούτη την ηθελημένη αφέλεια: το “Rocket” και το “Believer”, τα οποία και αναλαμβάνουν την εκκίνηση του άλμπουμ, είναι δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα καλοστημένης, βιολετιάς synth pop. Φουλ αναβιωτικά μεν, δίχως υπαρξιακά συμπλέγματα και μανατζερίστικες πονηράδες δε...

Κι όταν η γρανίτα λειώνει και γίνεται πολύχρωμο νερό τίγκα στη ζάχαρη; Κι ας μην ανάγουμε εδώ την ποπ μουσική, με την περιχαρακωμένη έννοια του όρου, σε εξ' ορισμού εύπεπτο και φτηνό κατασκεύασμα –αυτού του τύπου η επιχειρηματολογία έχει διαψευστεί επανειλημμένα. Αναγκαστικά επιστρέφουμε λοιπόν στον νεο-συντηρητισμό της λευκής ποπ των καιρών μας. Ενώ, λοιπόν, η αντίστοιχη μαύρη έχει βρει τα σύγχρονα πατήματά της ως μετεξέλιξη της R&B/hip hop λαϊκότητας και καταθέτει καθημερινώς ήχο που συμπλέκεται με την αστική καθημερινότητα (ανεξαρτήτως ποιοτικών κρίσεων), η ασπρουλιάρα κυράτσα έχει απομείνει να ανασκαλεύει εμμονοληπτικά τις αναμνήσεις της. Με τη χημεία και το χρώμα κάπως βολεύεται η κατάσταση, αλλά όσο και να το ξύσεις το παλιό μαλλί καινούργιο δεν φυτρώνει –ούτε πιο πολύ φαίνεται.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured