Ο Alias (κατά κόσμον Brendon Whitney) ήταν δεκαέξι ετών και ζούσε στην παγωμένη και φτωχή σε καλλιτεχνικά ερεθίσματα, επαρχία της πολιτείας Maine στο βορειοδυτικό άκρο των Η.Π.Α., όταν οι γονείς του – θέλοντας να ικανοποιήσουν την δίψα που έδειχνε ο γιος τους για τη μουσική – του έκαναν δώρο ένα drum machine. Λίγα χρόνια αργότερα, μετακομίζει στην άλλη πλευρά της χώρας, στο Oakland του San Francisco, δημιουργώντας ένα label/κολεκτίβα, την Anticon Records, μαζί με ομοϊδεάτες του όπως οι Doseone, Why?, Sole, Odd Nosdam κ.α., με απώτερο σκοπό την παραγωγή μουσικής για την ανάπτυξη του hip hop. Μέσα στα επόμενα χρόνια η Anticon εξελίχθηκε σε σημείο αναφοράς για τη σύγχρονη έκφανση του είδους, τις περισσότερες φορές δανειζόμενο στοιχεία από την electronica ή το indie rock, παράγοντας έναν σημαντικό αριθμό αξιόλογων δίσκων και συμπεριλαμβάνοντας έναν πυρήνα αξιόλογων και πρωτοπόρων δημιουργών, όπως ο Sixtoo, οι Themselves, οι Notwist, o Bracken, ή ο Sage Francis (εκτός φυσικά των προαναφερθέντων).

Ο Alias από την πλευρά του, μετά το πρώτο δύσκολο άλμπουμ του The Other Side Of The Looking Glass (2002), αποφάσισε να απαλείψει τα φωνητικά και να αφοσιωθεί στη μουσική πλευρά των δίσκων του. Το Resurgam είναι η επιστροφή του στις σόλο δουλειές μετά από τέσσερα χρόνια. Ο τίτλος του, μεταφρασμένος στα Αγγλικά, σημαίνει «I shall rise again», και ίσως να έχει να κάνει με την εν λόγω επιστροφή. Δεν ήταν όμως αυτή η μόνη, καθώς ο Alias μετά από χρόνια παραμονής στο πολύβουο San Francisco, αποφάσισε να επιστρέψει στη γενέτειρά του, στο Maine. Απόρροια αυτού ίσως είναι τα τρία μονόλεπτα (περίπου) tracks που υπάρχουν στον δίσκο, τα οποία φέρνουν τον Alias να κάνει μια γρήγορη, παρόλα αυτά όχι επιπόλαια, βόλτα σε παγωμένα ambient ηχοτόπια. Κατά τα λοιπά, ο δίσκος επιβεβαιώνει την αυξανόμενη, όσο περνούσαν τα χρόνια, τάση του Alias να πλησιάζει περισσότερο το πεδίο της σύγχρονης electronica αποκλίνοντας διακριτικά από αυτό του hip hop (το οποίο ενυπάρχει περισσότερο ως πνεύμα, ως βαθιά χαραγμένη επιρροή). Χρησιμοποιεί έτσι λιγότερα samples, (σημαδιακό ίσως γεγονός, καθώς το sampling είναι μάλλον η προσφιλέστερη μέθοδος για τους hip hop παραγωγούς), περισσότερα synthesizers, και φυσικά όργανα (στον δίσκο χρησιμοποιείται αρκετά η κιθάρα), όλα παιγμένα και μαεστρικά επεξεργασμένα από τον ίδιο τον Alias.

Ο δίσκος πάντως δείχνει να ακροβατεί όχι μόνο ανάμεσα στις διάφορες οπτικές αυτού του υβριδίου της εκτελεσμένης με hip hop ψυχή electronica, αλλά και ανάμεσα σε διαφορετικές (εκ διαμέτρου αντίθετες μερικές φορές) διαθέσεις. Έτσι έχουμε το “Oakland In Rearview”, που συμπληρώνει τα τρία μονόλεπτα κομμάτια τα οποία ανέφερα πιο πάνω σε μια κατά κάποιον τρόπο post rock εκδοχή του ήχου του Alias – θλιμμένη και λυρική – ενώ στον αντίποδα μπορούμε να βρούμε το "Well Water Black" (τραγούδι που συμμετέχει με τους παράξενους μονολόγους του – κάπου ανάμεσα στην indie και την hip hop τραγουδοποιία – ο Yoni Wolf, γνωστότερος ως Why?). Δεν θα ήταν παράλογο αν ακούγαμε το τελευταίο μέσα σε έναν δίσκο των avant - pop δάνδηδων Flaming Lips. Υπάρχει επίσης το μελαγχολικό ομώνυμο του δίσκου κομμάτι, το οποίο μοιάζει σαν μια περίεργη σύμπραξη των Hood και του Four Tet της εποχής του Rounds, αποτελώντας ίσως μια από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου. Στα ίδια μήκη κύματος κινείται και το “Death Watch”, προσθέτοντας ίσως και κάτι από τον ατμοσφαιρικό κόσμο του Ulrich Schnauss, αλλά και το ήπιων τόνων, αέρινο “The Weathering”, με τη συνεργασία του The One Am Radio, καθώς και τα idm brakes στο στοιχειωτικό αλλά εξαιρετικό “Justamachine”, ή οι αναφορές στους μεγάλους Boards Of Canada στο “I Heart Drum Machines”.

Ο Alias, με λίγα λόγια, φαίνεται να ωριμάζει μουσικά, να χρησιμοποιεί αποδοτικότερα τις, όλο και περισσότερες επιρροές του και να τις καμουφλάρει με τη δική του μουσική ιδιοφυία, παράγοντας έτσι έναν παραπάνω από αξιόλογο δίσκο. Μια δουλειά που μολονότι δεν περιέχει τις ιδιαίτερες καινοτομίες και δείχνει να γυρίζει γύρω από μια συγκεκριμένη δομική ιδέα, καταφέρνει αφενός να φανεί πολλυσυλεκτική και φρέσκια και αφετέρου να προσθέσει περαιτέρω πόντους στο ειλικρινές προφίλ του δημιουργού της, αγγίζοντας παράλληλα και τις ευαίσθητες χορδές του ακροατή. Εκείνες οι οποίες σε κάνουν να παραμερίσεις τις όποιες αδυναμίες και να αφεθείς στον μικρόκοσμο που η μουσική πλάθει για σένα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured