Το 2001 η Μουσική Μασονία του ΝΜΕ τους είχε ανακηρύξει ομόφωνα ως τους «νέους σωτήρες της Βρετανικής Μουσικής», ένας χαρακτηρισμός καθ’όλα άδικος για του τέσσερις 21χρονους που ξαφνικά βρέθηκαν από την τοπική παμπ της πόλης τους στα μεγάλα venues να παίζουν σαπορτ για ονόματα που ένα χρόνο πριν όταν είχε σκάσει μύτη το Fever δεν φαντάζονταν καν ότι θα μπορούσαν να σταθούν δίπλα τους. Κι όμως όχι απλά τα κατάφεραν, αλλά ένας συγκεκριμένος κύριος από την άλλη όχθη του Ατλαντικού που παρευρέθηκε σε μια εκ των συναυλιών τους τους προσέγγισε μετά το πέρας της και τους πρότεινε να συνεργαστούν. Οποία έκπληξη για τα παλικάρια από το Γουιγκαν της Αγγλίας να δουν μπροστά τους μαυροντυμένο και επιβλητικό με το 1.50 ύψος του τον ίδιο τον Mr. Wall Of Sound αυτοπροσώπως.

Όπως έλεγα και στον φίλτατο Βογιατζη σε μια εκ των συζητήσεων μας πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ, το 2001 είχα βάλει 8 στο Love Is Here (σε άλλο μέσο), σήμερα όμως με την ωριμότητα των «δυο ετών μπροστά», του αξίζει στεγνά ένα 9ακι. Αλμπουμ-υπόδειγμα για την Βρετανική μουσική. Ανέκαθεν θεωρούσα την μπάντα αυτή άκρως υποτιμημένη, ίσως γιατί η φωνή του Tζειμς ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των φωνών που λόγω του ιδιότυπου αυτού φαλτσετου που διαθέτει στη χροιά της είτε την λατρεύεις είτε όποτε την ακούς κατεβάζεις καντήλια.

«Αυτό που διαφοροποιεί το πρώτο μας άλμπουμ από το νέο μας είναι ότι το Silence Is Easy διαθέτει πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση απ’ότι το πρώτο μας», δήλωνε ο Τζειμς στο ΝΜΕ πριν λίγο καιρό και πρόσθετε «Θέλαμε να μπούμε σε νέα μουσικά χωράφια κι ανεξερεύνητες περιοχές και είχαμε μια καθαρότερη ιδέα σχετικά με το πώς έπρεπε να δομήσουμε τα κομμάτια μας». Δυστυχώς κάτι τέτοιο γίνεται ελάχιστα ευδιάκριτο στα 12 τραγούδια του Silence Is Easy και το άλμπουμ κινείται στα ίδια ακριβώς μονοπάτια. Η συντηρητική φόρμουλα των αργόσυρτων μπαλάντων επιστρέφει δριμύτερη, οι στίχοι κινούνται στο ίδιο επίπεδο - εξομολογητικοί λόγοι απέναντι σε λατρεμένες αγάπες , η αμαρτία όχι ως κάτι μεμπτό, αλλά ως αναγκαίο κακό, οι εκάστοτε συναισθηματικές αδυναμίες που ταλανίζουν την ανθρώπινη ψυχή και γενικότερα στίχοι που υποδηλώνουν για άλλη μια φορά ότι το συναισθηματικό γίγνεσθαι των τεσσάρων βρίσκεται εν τρικυμία και το μόνο όχημα επικοινωνίας που έχουν με τον έξω κόσμο τυγχάνει να είναι τα τραγούδια τους. Τα έγχορδα είναι σαφώς περισσότερα σε σχέση με το πρώτο άλμπουμ, σε σημείο που το lp θα έπρεπε να καλείται The London Philarmonic Plays The Songs Of Starsailor. Σε κάποια από τα κομμάτια η ορχηστρική διαρρύθμιση είναι τόσο πυκνή που τα συμβατικά όργανα –μπάσο, κιθάρα – είναι θαμμένα κάτω από την παραγωγή.

Το Silence Is Easy ξεκινάει από εκεί που μας άφησε το Love Is Here. Ή για να είμαστε ακριβείς ξεκινάει εντελώς διαφορετικά και συνεχίζει σαν το Love Is Here. Το εναρκτήριο, Music Was Saved προσπαθεί να γίνει Satanic Majesties Request στη θέση του Satanic Majesties Request των Stones, αφού πρόκειται ακριβώς για την ίδια βασική μελωδιουλα του Sing This All Together στο ρεφρενακι. Αν καταφέρετε να ξεπεράσετε το σοκ της ομοιότητας αυτής, δεν μπορείτε να παραβλέψετε το γεγονός ότι πρόκειται ίσως για το πιο up tempo κομμάτι που έγραψαν ποτέ, μια rhythm section που ακολουθεί πιστά τον ρυθμό των Funk Brothers και τον ήχο της Motown και καθαρές, κρυστάλλινες κιθάρες να αρπίζουν από πίσω. Διαλύει μια και καλή τον μύθο ότι το συγκρότημα είναι μια ακόμη παρέα βαρετών και κουραστικά προβλέψιμων Βρετανών. Το Fidelity μας εντάσσει για τα καλά στο κλίμα στο οποίο κινείται πάνω κάτω το υπόλοιπο άλμπουμ, ένα κλασικό Σταρσειλορ-ικο κομμάτι με ακουστικές κιθάρες μπλα μπλα μπλα που όπως και το επόμενο ‘Some Of Us’ κινείται στον ίδιο ρου με το ‘Alcoholic’, μόνο που εδώ το πιανάκι έχει την τιμητική του. Σίγουρα πάντως όχι κάτι το πολύ ιδιαίτερο.

Και μπαίνουμε επιτέλους στα βαθιά: ‘Silence Is easy’, το πρώτο σινγκλ από το lp, άδικα κατ’εμε, εξαιρετικά αδύναμο κομμάτι σε σχέση με κάποια αλλά που περιέχονται εδώ. Ίσως επειδή φέρει τη σφραγίδα Phil Spector να προωθήθηκε ως κράχτης. Χωρίς να θέλω επ’ουδενι να μειώσω το ρόλο του ως παραγωγού, ακούγοντας το εν λόγω κομμάτι προσεχτικά ξανά και ξανά δεν βρήκα ούτε καν ένα μικρό δείγμα του φημισμένου Wall Of Sound του. Υπερτιμήθηκε θεωρώ ο ρόλος του ως παραγωγού. Άλλωστε λέτε να είναι τυχαίο το γεγονός ότι αμέσως αφότου άκουσε το νέο άλμπουμ των Starsailor πήγε και διέπραξε τη δολοφονία του περασμένου Φεβρουάριου; Είναι ένα ερώτημα που θα ήθελα πολύ να υποβάλλω στη μπάντα όταν με το καλό καταφέρουμε κι έρθουμε σε επαφή μαζί της. Ας μείνουμε πάντως με το ότι είτε έκανε την παραγωγή ο Σπεκτορ, είτε ο Τάκης Μπουλουγουράς, το ίδιο θα ακουγόταν. Στην περίπτωση αντίθετα του ‘Shark Food’ η δουλειά του John Leckie, του ανθρώπου πίσω από την κονσόλα του The Bends και του πρώτου άλμπουμ των Stone Roses (γιατί, έχουνε βγάλει και δεύτερο;), είναι κάτι παραπάνω από εμφανής και ουσιαστικά ο ίδιος ευθύνεται για την ομορφιά του εν λόγω κομματιού. Ατμοσφαιρική, ονειρική διαρρύθμιση στα έγχορδα, ένα επαναλαμβανόμενο ρεφρενακι και μια εξαιρετική μελωδία, από αυτές που μόνο η Βρετανία μπορεί να βγάλει –φάε το καπέλο σου Ηλία– και που αποδεικνύει με τον πιο εύγλωττο τρόπο ότι η μπάντα νιώθει εξίσου άνετα είτε βάζει τα όργανα στους ενισχυτές, είτε παίζει σε ρυθμούς unplugged.

Μιλώντας τις προάλλες με δημοσιογράφο- μουσικογραφιά από τους παλιούς του Ποπ και Ροκ, μου έλεγε ότι «πια η ταστιέρα της κιθάρας και του πιάνου έχει κορεστει σε τέτοιο βαθμό, που είναι σίγουρο ότι τα νέα συγκροτήματα θα κλέψουν ή θα ξεπατικώσουν κάποιες παλιές μελωδιουλες που στα αυτιά μας θα φαντάζουν γνωστές. Οπότε το μόνο που μπορεί να αλλάξει είναι οι ίδιες συγχορδίες να παιχτούν με διαφορετικό ρυθμό». Αυτό ακριβώς κάνουν και οι Starsailor στο "Bring Me Love". Τα βασικά ακόρντα είναι αυτά του Stairway To Heaven, παιγμένα με την ίδια ακριβώς σειρά, αλλά με διαφορετικό ρυθμό, πιο γρήγορο. Απομονώστε τη μουσική από τα λόγια του Τζειμς και τραγουδήστε τους στίχους του Stairway στο πιο αλέγκρο τους. Το τραγουδάκι αρχίζει μεν ωραία, αλλά μέσα στα επόμενα τέσσερα λεπτά που διαρκεί δεν μας προσφέρει ούτε ένα ξέσπασμα, είναι επίπεδο και δεν δημιουργεί ούτε καν την διάθεση να το ξανακούσεις. Έχει κάτι από παλιούς Echo and the Bunnymen μόνο που ακούγονται σαν έχουν καταναλώσει σεβαστές ποσότητες Prozac πριν μπουν στο στούντιο.

Τα ‘Telling Them’, ‘Born Again’ και ‘Restless Heart’ μοιάζουν σαν να βγήκαν από το Urban Hymns ή το Pet Sounds, αλλά δεν πρόκειται για τραγούδια τα οποία φτάνουν τα αντίστοιχα που περιέχονται στους προαναφερθέντες αυτούς δίσκους. Πολύ «λίγα» για ένα συγκρότημα της τάξεως των Starsailor. Ψήγματα αγγλικής folk υπάρχουν και στο έτερο κομμάτι στο οποίο έκανε παραγωγή ο φίλτατος Φιλ, το ‘White Dove’, ένα ξενέρωμα ολκής που καλύτερα να έλειπε από το άλμπουμ. Κοινή μελωδία που θα μπορούσαν να την γράψουν πολύ καλύτερα οι Fairport Convention. Λογικά το "Four to the Floor" πρέπει να ήταν παραγγελιά από τους παραγωγούς του ‘Charlie’s Angels’: ατμόσφαιρα ντίσκο, Louis Clark-ικα έγχορδα από πίσω, bongos και funky groove διάθεση. Θα ήταν ιεροσυλία να πω ότι αποτελεί το δικό τους ‘Movin’ On Up’ αλλά μου άνοιξε τόσο πολύ τη διάθεση που σήμερα, Σάββατο απόγευμα που γράφεται η κριτική αυτή, σκοπεύω πριν βγω έξω να ακούσω στα κόκκινα τις παραινέσεις τους περί “the Saturday night ritual of going out and escaping the mundane”.

Το 'Silence Is Easy' πρόκειται για την απόπειρα -αποτυχημένη ως επί το πλείστον- μιας μπάντας να σταθεί στα πόδια της και να νιώσει άνετα σε ένα ενίοτε εχθρικό και αφιλόξενο περιβάλλον όπως αυτό της Βρετανικής Μουσικής Βιομηχανίας που έχει ρίξει το βλέμμα της σε οτιδήποτε μαύρο και χιπ χοπ κυκλοφορεί κι επιμένει να αγνοεί εγκληματικά ονόματα σαν τους Starsailor. Κάτω από τις συνθήκες αυτές, το νέο άλμπουμ δεν πρόκειται ούτε για πρόοδο, ούτε για πισωγύρισμα. Χωρίς να απομακρύνονται από τις συνταγές του Love Is Here, δείχνουν διατεθειμένοι να εξερευνήσουν νέες μουσικές περιοχές, διατηρώντας όμως και το sui generis του ύφους τους. "If we get it wrong, they'll feed us to the sharks" εξομολογούνται στο ‘Shark Food’, κλείνοντας πονηρά το μάτι σε όλους εκείνους τους μουσικούς επαΐοντες που τους περιμένουν με το όπλο στη γωνία να τους εκτελέσουν για την επόμενη στραβοτιμονιά τους. Ναι, το παραδέχομαι, μετά την πρώτη ακρόαση δεν μου ήρθε ιδιαίτερη διάθεση να το ξανακούσω. Αξίζει –και με το παραπάνω-μόνο για 3 κομμάτια: ‘Shark Food’, Music Was Saved και "Four to the Floor". Αλλά αυτό ίσως να οφείλεται ότι τον τελευταίο καιρό περνάω μια πιο up tempo φάση στα μουσικά μου ακούσματα κι όχι στο ότι τα lo fi κομμάτια τους είναι κακά. Πείτε μου όμως εσείς για ποιο λόγο χθες άκουγα το Tie Up Your Hands, το Coming Down στην ακουστική του εκδοχή και το Lullaby και ανατρίχιαζα; Άρα ...κάτι λείπει από το 'Silence Is Easy'. Κι εν τέλει, αφού βλέπουν ότι τα καταφέρνουν καλύτερα με τα βύσματα μέσα στους ενισχυτές τους, γιατί δεν αποφασίζουν να γράψουν κομμάτια σε 9/8 ή 12/8;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured