Πάντα πίστευα ότι κάπου υπάρχει μία διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην pop κουλτούρα και στην Τέχνη. Ακόμα και αυτή η pop art, ως κίνημα γενικότερα, σε καμία περίπτωση σε δικαιολογεί την ονομασία της. Για να είναι κάτι pop πρέπει να είναι δημοφιλές. Πόσο “popular” ήταν οι ταινίες του Warhol, ή τα graffities του Basquiat την εποχή της δημιουργίας τους; Δεν είναι κακό η Τέχνη να συμβαδίζει με την κουλτούρα του κύριου κοινωνικού ρεύματος. Ίσα ίσα πιστεύω ότι θα έπρεπε. Όμως αμφιβάλλω αν επιτυγχάνεται συχνά. Η προσπάθεια πολλών να καταφέρουν να δημιουργούν καλλιτεχνήματα και παράλληλα να είναι αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης pop κουλτούρας συνήθως δεν κατάφερε να στευθεί από επιτυχία.

Όμως η μουσική είναι μία ιδιαίτερη μορφή τέχνης. Η διαχωριστική γραμμή δεν είναι και τόσο εμφανής. Και δεν πρέπει να είναι. H υψηλή Τέχνη και η δημοφιλής μουσική πολλές φορές ήταν δύο έννοιες που εναγκάλιασαν η μία την άλλη και, για να είμαστε ειλικρινείς, έτσι πρέπει να είναι. Ποιοι ήταν πιο επιδραστικοί και σημαντικοί για την εξέλιξη της μουσικής ως μορφή υψηλής τέχνης; Αυτοί που γνώρισαν απίστευτη δημοτικότητα, τα pop idols της εποχής τους, ή αυτοί που δημιουργούν ναι μεν συνθέσεις – εργα Τέχνης, αλλά τα οποία έχουν ακούστει, λόγω της στρυφνότητας τους, καλώς ή κακώς, από απίστευτα λίγους ακροατές; Ο George Gershwin ή o Iannis Xenakis; Ο Duke Ellington ή ο John Cage;

Ο Jarvis Cocker θα ήθελε πάρα πολύ να κατάφερνε ότι έχει καταφέρει ο Gershwin και o Ellington. Φαντάζομαι ότι το πιο υγρό του όνειρο θα είναι να βλέπει τον εαυτό του να μένει στην ιστορία της μουσικής ως κάτι ξεχωριστό. Σαν τον τραγουδοποιό της εποχής του που κατάφερε να βρει την απόλυτη χρυσή τομή μεταξύ pop κουλτούρας και Τέχνης. Σαν τον καλλιτέχνη που θα σέβονται απόλυτα οι μουσικοκριτικοί του μέλλοντος αλλά και του οποίου οι μελωδίες θα παραμείνουν μετά από 100 χρόνια δημοφιλή σε όλα τα κοινωνικά στρώματα της πατρίδας του, αλλά και σε μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου. Όσο και αν θεωρείται από πολλούς ως εκλεκτικός, ελιτιστής και εκκεντρικός, η ανάγκη του να αποτελεί μέρος της σύγχρονης pop κουλτούρας, χωρίς βέβαια να ευτελίζεται, είναι δεδομένη. Θέλει να αγγίζει με τους στίχους και με την μουσική του, τους Common People.

Μην νομίζετε ότι η εμπορική αποτυχία του “This Is Hardcore” δεν τον πείραξε. Είναι δυνατόν να είναι ευχαριστημένος όταν φάνηκε ότι χάνει μέσα από το χέρια του, αυτό που κέρδισε από το “Different Class”; Για μία δεκαετία, από τότε που ασχολήθηκε για πρώτη φορά σοβαρά με την μουσική, είχε καταφέρει να γίνει και ο ίδιος ένα pop είδωλο, να θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της κουλτούρας της πατρίδας του, με τους στίχους του να τραγουδιούνται από τα χείλη τόσο διαφορετικών ανθρώπων. Και να κλωτσήσει έτσι την τύχη του; Γιατί;

Διότι πολύ απλά ο Jarvis Cocker δεν ήταν απόλυτα ευχαριστημένος με το “Different Class”. Με το “This Is Hardcore” προσπάθησε, αποτυχημένα δυστυχώς, να δέσει την pop αισθητική με πιο σκοτεινούς ήχους και στίχους, σε ένα αποτέλεσμα που όπως έλπιζε θα του έδινε το εισιτήριο για το πέρασμα στην απέναντι πλευρά, στην Τέχνη. Το επόμενο βήμα θα ήταν ιδιαίτερα κρίσιμο, γι’ αυτό και του πήρε πάρα πολύ καιρό για να το πραγματοποιήσει.

To “We Love Life” είναι το πιο σημαντικό album της καριέρας των Pulp. Σημαντικό, όχι με την έννοια της αξίας του, αλλά ως το album που θα κρίνει ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει το group στο μέλλον, αν υπάρξει βέβαια τέτοιο στον ορίζοντα. Δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο θα αντέξει ο Jarvis άλλη μία εμπορική αποτυχία. Και τι κάνει για να μειώσει όσο δυνατόν την πιθανότητα μίας τέτοιας ατυχής εξέλιξης. Προσφέρει την παραγωγή του album στον μοναδικό Scott Walker, έναν από τους αδιαμφισβήτητους ήρωες του Cocker. Ίσως ο ηγέτης των Pulp θέλησε να συνεργαστεί με τον Walker για να μπορέσει να ανακαλύψει το μυστικό που έκανε τον δεύτερο τόσο επιτυχημένο καλλιτεχνικά και εμπορικά. Όμως φαίνεται ότι ο Jarvis ξέχασε ότι και ο Walker είναι ένας άνθρωπος που άγγιξε κάποια στιγμή το τέλειο, την χρυσή τομή που λέγαμε νωρίτερα, αλλά δυστυχώς χαμένος μέσα στο άγχος της καλλιτεχνικής ματαιοδοξίας, κυκλοφόρησε albums που είχαν θυσιάσει ένα μεγάλο μέρος της τόσο αναγκαίας pop διάστασης, για υπερβολικές ορισμένες φορές τεράστιες συμφωνικές ορχήστρες, καθώς και μία φιγουρατζίδικη καλλιτεχνική διάθεση, η οποία του στοίχισε την έλλειψη συγκέντρωσης πάνω στην πεμπτουσία της μουσικής, την ευκολία προσέγγισης του ακροατή.

Το “We Love Life” είναι σίγουρα ένα album με την σφραγίδα του Scott Walker. Η κατεύθυνση προς την οποία κινήθηκε το σύνολο του album είναι μίλια μακριά από αυτή που είχαν οι Pulp τα προηγούμενα χρόνια. Σπάνια θα ακούσουμε τα μέλη του group να εκτελούν τις συνθέσεις ως ένα απλό «γυμνό» group. Ορχήστρες με δεκάδες βιολιά, ηχητικές παραμορφώσεις και μία ατμόσφαιρα, που παρόμοια της την φετινή χρονιά συναντήσαμε μόνο στο πρόσφατο “Let It Come Down” των Spiritualized.

Μεγαλειώδες σε σημείο έπους, το “We Love Life” κάθε άλλο παρά αποτελεί την επιστροφή στον pop ήχο του “Different Class” που υποσχόταν ο Cocker. Είναι το album ενός group που προσπαθεί να ξεφύγει από τα στεγανά της πεζής μουσικής πραγματικότητας και να μεταφέρει τους ακροατές του σε έναν άλλο κόσμο, επικό και μεγαλειώδη. Ένα group που αφήνει πίσω του το παρελθόν του πάνω στη Γη και θέλει να περάσει σε μία άλλη διάσταση, απολύτως larger-than-life. Όμως παράλληλα ο Cocker θέλει να πάρει μαζί του και όλους τους ακροατές του. Οι οποίοι όμως σίγουρα διστάζουν να ακολουθήσουν.

Ενώ τα πρώτα λεπτά του album είναι σίγουρα εντυπωσιακά, με το εξαιρετικό “Weeds”, στο οποίο οι Pulp φαίνονται να έχουν χτυπήσει χρυσό, σιγά σιγά το “We Love Life” βυθίζεται στην ματαιοδοξία του Cocker. Αν έχετε την ελπίδα ότι θα βρείτε έστω και ένα τραγούδι που θα βαρεθείτε να χορεύετε τον φετινό χειμώνα στα indie clubs, είστε γελασμένοι. Λειτουργεί μόνο κάτω από προσωπικές προσεκτικές ακροάσεις, ενώ και τα φωνητικά του Jarvis δεν βοηθούν. Στο μισό album τραγουδάει, στο άλλο μισό μουρμουρίζει, ενώ στο “I Love Life” δίνει μία από τις πιο εφιαλτικές ερμηνείες του. Το οχτάλεπτο mini έπος “Wickerman” αντικατοπτρίζει απόλυτα την εικόνα ενός album, που αν και δεν το θέλει, απομονώνει ακόμα περισσότερο τους Pulp στην γωνία της Βρετανικής σκηνής. Σίγουρα ξεχωρίζουν εκεί που βρίσκονται, δεν έχουν άλλωστε και κάποιον αξιόμαχο αντίπαλο, όμως δεν προκαλούν το ενδιαφέρον που θα σίγουρα θα ήθελαν στο ευρύτερο κοινό. Από την άλλη βέβαια, το album κλείνει με το εκτυφλωτικό “Sunrise”, το οποίο είναι ένα μικρό αριστούργημα. Και μπροστά του τα περισσότερα τραγούδια που συμπληρώνουν το “We Love Life” φαντάζουν ασήμαντα.

Όσο για το στιχουργικό μέρος του album; Είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο μέρος της δύναμης των Pulp είναι οι επιτυχημένοι στίχοι του Cocker. Το “We Love Life” θα γίνει η αιτία να χυθεί πολύ μελάνι, και να κουραστούν πολλά δάχτυλα στο typing, προσπαθώντας να μπουν στο trip του στιχουργού, να καταλάβουν τις πάρα πολλές μεταφορές που χρησιμοποιεί, ή τις έμμεσες αναφορές και, τέλος πάντων, να απαντήσουν στο ερώτημα «μα τι θέλει να πει ο ποιητής;», γεγονός που πιστεύω θα κάνει ιδιαίτερα χαρούμενο τον Jarvis. Μην ακούτε κανέναν. Οι περισσότεροι θα γράψουν σίγουρα ανοησίες. Ακούστε τους, διαβάστε τους σαν να διαβάζετε ποίημα και βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα -με την προϋπόθεση ότι έχετε καλή γνώση της αγγλικής κουλτούρας βέβαια.

Δεύτερο συνεχόμενο άστοχο χτύπημα; Καλλιτεχνικά όχι βέβαια. Εμπορικά όμως, σίγουρα. Απλά να ευχηθούμε κουράγιο στον Jarvis Cocker, να συνεχίσει την πορεία του και ίσως κάποια στιγμή την βρει την μαγική φόρμουλα που αναζητά.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured