Ο τρίτος δίσκος του πενηντάχρονου Αμερικανού Johnny Dowd κυκλοφόρησε φέτος και αποτελεί με λίγα λόγια την πιο όμορφη και ολοκληρωμένη δουλειά του μέχρι σήμερα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πρώτος ήταν εξωφρενικά lo-fi και homemade δουλειά ενώ ο δεύτερος λίγοτερο δουλεμένος, το Temporary Shelter έρχεται και δένει με το όραμα του alternative country τραγουδοποιού, το οποίο με απλά λόγια δεν είναι για όλους.

Και για να γίνω πιο σαφής. Η μουσική του Johnny Dowd είναι καταθλιπτική. Ορισμένους δεν σας τρομάζει αυτό. Σας αρέσει άλλωστε ο Nick Cave, ο Oldham, ο Leonard Cohen και χιλιάδες άλλοι σκοτεινοί καλλιτέχνες. Εδώ όμως τα πράγματα είναι πραγματικά δύσκολα. Η μουσική και τα φωνητικά όχι απλά «σκοτώνουν», αλλά ενοχλούν και στριφογυρίζουν το στομάχι. Ίσως γιατί η alternative country του Dowd κάνει μία χρονοβόρα στάση στο avant-garde προσδίδοντας έτσι έναν ογκωδέστατο δραματικό τόνο. Προσπερνώντας δε προσωρινά και τα θέματα των τραγουδιών (δεν έχουμε άλλωστε την πολυτέλεια της άμεσης κατανόησης των αγγλικών στίχων), η μουσική από μόνη της είναι θλιβερή, αρρωστημένη και τρομακτική. Αν δε δώσουμε την απαραίτητη προσοχή και στους στίχους (το οποίο επιχειρούμε στην τρίτη ή τέταρτη ακρόαση), τότε να είστε έτοιμοι για άγρια ταξίδια στα μυστηριώδη υποσυνείδητα της Αμερικάνικης κουλτούρας.

Ο άμεσος χαρακτηρισμός που μπορεί να προσδοθεί στο Temporary Shelter, εκτός του avant-garde είναι και αυτός του arty. Δηλαδή ένας σαφώς υπηρέτης της τέχνης, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι προορισμένη προς λαϊκή κατανάλωση και κατανόηση. Ο Dowd όμως δεν είναι κάποιος superstar και έτσι η μουσική που φτιάχνει δύσκολα χαρακτηρίζεται επιτηδευμένη. Αντίθετα μάλιστα θεωρείται απροκάλυπτα ειλικρινής και ενοχλητικά σοβαρή. Οι στίχοι από την άλλη ενισχύουν τούτο το φαινόμενο, αλλά κάπου-κάπου αποπνέουν και κάποιες δόσεις χιούμορ (black φυσικά), το οποίο εξισορροπεί λίγο τις δύσβατες καταστάσεις. Όσον αφορά δε αυτές τις καταστάσεις, μη φανταστείτε κάτι extreme. Τα γνωστά. Δολοφονίες, απώλειες, καταδικασμένοι έρωτες, μανίες, ενοχές, προδοσίες, φόβος, δυσλειτουργικές οικογένειες και στη μέση όλων αυτών εσείς. Η διαδικασία της ταύτισης σπανίως επιτυγχάνεται, αλλά η επιτυχία της παρατήρησης είναι αναμφισβήτητη. Και με αυτό εννοώ ότι ο Dowd είναι διαβασμένος και σημείωνει εξαιρετικά την μιζέρια της Αμερικάνικης ζωής μέσα από αυτό το δίσκο, όπως άλλωστε έκανε και στους δύο προηγούμενους.

Στον τρίτο αυτό δίσκο, όμως έχει κάποια πλεονεκτήματα. Η μπάντα που χρησιμοποιήσε στον προηγούμενο του δίσκο (Pictures From Life’s Other Side) είναι εδώ και δεν φαίνεται να φεύγει. Οι Αlex Perialas, Kim Sherwood-Caso και Brian Wilson (όχι ο γνωστός, δυστυχώς) συμμετέχουν ενεργά και μάλιστα η Sherwood-Case παίρνει τα ηνία στο Death Comes Knocking και το τραγουδά όλο μονάχη της. Το συγκεκριμένο τραγούδι δε είναι αντιπροσωπευτικό του δίσκου. Μιλά για μία οικογένεια που αναμένει με λαχτάρα τα Χριστούγεννα και όλοι σκέφτονται και εύχονται τα δώρα της μεγάλης αυτής ημέρας. Αλλά τα δώρα δεν θα έρθουν ποτέ, διότι θα επέλθει ο θάνατος. Και το ρεφραίν συνεχίζει: “You think I’m talking about them, but I’m talking about you” και κάπως έτσι έρχεται το τελικό χτύπημα.

O Dowd μεγάλωσε στο Texas, στο Memphis και στην Oklahoma ενώ τώρα διατηρεί μια επιχείρηση φορτηγών στη Νέα Υόρκη. Η ηλικία του και το διαρκές αυτό ταξίδι είναι που δικαιολογεί όλα τα γλαφυρά και ειλικρινή τραγούδια (Vengeance is mine και Hell Or High Water). To γιατί όμως επέλεξε να προσδώσει στους δίσκους του έναν τόσο μακάβριο τόνο είναι κάτι που δεν γνωρίζω. Παρόλ’αυτά, το album είναι πλούσιο σε συναισθήματα, ανέλπιστα όμορφο και επικίνδυνα σκληρό. Το είπαμε και στην αρχή. Δεν είναι για όλους.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured