Δύο πράγματα είναι αυτονόητα με την έλευση του καινούργιου δίσκου των Air. Πρώτον, είναι αδύνατη η εκδήλωση της ίδιας έκπληξης συγκρινόμενης με αυτής των πρώτων ακροάσεων του Moon Safari του 1998 και δεύτερον οι προσδοκίες μας είναι αρκετά υψηλές αφότου δε ενισχύθηκαν ελαφρώς από το περσινό soundtrack του “The Virgin Suicides”. Το πρώτο γεγονός δεν επιδέχεται συζήτησης. Το δεύτερο όμως είτε επαληθεύεται είτε καταρρέει. Και επείδη δεν πρέπει να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας τη σύγκριση αλλά την παρατήρηση της εξέλιξης, τότε πολύ απλά το 10,000Hz Legend, είναι πέρα και από τα πιο άπιαστα όνειρά μας.

Έχει περάσει σχεδόν μία εβδομάδα από τότε που το καινούργιο πόνημα των δύο Γάλλων έπεσε στα χέρια μου και κατάφερα να το ακούσω υπό πολλές και διαφορετικές συνθήκες. Το δοκίμασα σε δροσερά πρωινά, σε ζεστά βράδια, σε ονειρικά ηλιοβασιλέματα στην παραλία (ας είναι καλά η αργία του Αγίου (Οινο)Πνεύματος), μεθυσμένος, νηφάλιος, κουρασμένος, σε πλήρη οκνηρία, με παρέα, μόνος και πάντα είχα το ίδιο επίπεδο ικανοποιήσης. Ένιωσα ολοκληρωμένος. Αν το Moon Safari ήταν το αριστούργημα που ήρθε από το πουθενά, τότε το 10,000Hz Legend είναι κάτι αντίστοιχο σε πολύ όμως πιο άγρια δεδομένα. Τι εννοώ ? Απλά, αν το Moon Safari ήταν η ιδανική ηχητική επένδυση για την εκπλήρωση του πιο ρομαντικού και αργόσυρτου σεξουαλικού παραληρήματος, τότε ο καινούργιος δίσκος επιβάλλει kinky μαγειρέματα και εξωφρενικά μπερδέματα με αμφίβολα ηδονικά αποτελέσματα. Με λίγα λόγια, αν ο Marquis De Sade ζούσε σήμερα, τότε θα άκουγε μόνο Air.

Από έναν γενικό απολογισμό, όσον αφορά την παραγωγή singles, ο δίσκος δεν προσφέρεται. Γι’αυτό ίσως το “Radio #1” ακούστηκε στην αρχή ίσως λίγο περίεργο και αντι-Air. Μήπως όμως και τα Sexy Boy και Kelly Watch The Stars ήταν τα καλύτερα τραγούδια του προκάτοχού του ? Βέβαια, μία ενδεχόμενη κίνηση μη κυκλοφορίας singles θα δυσαρεστούσε την εταιρία, και ίσως γι’αυτό έγινε ό,τι έγινε, αλλά όταν ακόμα από το 1998 μαζέυουμε όλα τα singles των Air για τα b-sides και τα διάφορα remixes, τότε δεν μας δυσαρεστεί τίποτε. Και το “Radio #1” είναι πραγματικά υπέροχο, αλλά μπροστά σε αυτά που θα ακούσετε στον υπόλοιπο δίσκο, θα φανεί λίγο μικρό. Η εισαγωγή που ακούει στο όνομα “Electronic Performers” είναι μία πρώτη και ταπεινή είσοδος στο ηλεκτρονικό παραλήρημα που θα ακολουθήσει και είναι μία ευκαιρία για τους Air να αποδώσουν τιμές στα μηχανικά μπλιμπλίκια που τους προσφέρουν τέτοια αστείρευτη έμπνευση. Μετά βέβαια μπαίνει το “How Does It Make You Feel” και το παιχνίδι αρχίζει να χάνεται. Βρισκόμαστε πλέον στο γνώριμο ύφος των δύο ιδιοφυιών και σιγά σιγά αφήνουμε τους εαυτό μας να παραδοθεί.

Το “10,000Hz Legend” δεν είναι και τόσο εύκολο να χωνευτεί εξαρχής. Απαιτεί ακούσματα. Η πεντανόστιμη όμως μελαγχολία που το περικυκλώνει ξεδιπλώνεται με ελαφρά βηματάκια και μετά από μία μικρή και διαχωριστική γραμμή, ο δίσκος δικαιώνεται. Με μία λέξη, εθιζόμαστε. Οι μελωδίες αρχίζουν και διαφαίνονται και βρίσκουμε τον εαυτό μας να σιγοντάρει την α-λα Stephen Hawkings computerised φωνή του “How does it make you feel”. Aντίθετα στο “Radian”, εκτός των δύο πρώτων λεπτών μιας ανούσιας εισαγωγής, αναγνωρίζουμε την ομορφιά ενός ονειρικού ηλιοβασιλέματος, το οποίο πάντα αγωνιζόμαστε να ανακαλύψουμε.

Φτάνοντας στα “Sex Born Poison” και “Wonder Milky Bitch” ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με την πρόστυχη ταυτότητα των Air όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω. Το πρώτο είναι απλά αριστούργημα ενώ το δεύτερο μιλά για πίπες. Όπως δήλωσαν και οι ίδιοι «Μας αρέσουν τα τσιμπούκια. Σε ποιόν δεν αρέσουν?», και όπως αναφέρεται και στο τραγούδι “She know how to do it”. Εμείς τι να πούμε μετά από αυτό? Οι ηλεκτρονικές πανοπλίες των δύο αυτών κομματιών ισορροπούν το αστείο της υπόθεσης, χαρίζοντας μας έτσι μοναδικά τραγούδια. Στο “People in the city” oι τόνοι επανέρχονται στο νωχελικό τοπίο και τα moog παίρνουν φωτιά ενώ στο “Don’t Be Light” τα beat αυξάνονται αλλά μόνο προσωρινά.

Αν πρέπει να εμφανιστεί μία ένσταση, αυτή θα πάει στο “The Vagabond”. Ενώ γνωρίζουμε ότι αποτελεί τη συνεισφορά του Beck στα φωνητικά, μοιάζει περισσότερο σε τραγούδι του Beck mixarισμένο από τους Γάλλους. Με λίγα λόγια, για τα 5:30 λεπτά που διαρκεί, βρισκόμαστε σε άλλο δίσκο. Διαστρεβλώνεται έτσι λίγο η συνοχή και το χτίσιμο της ευχαρίστησης, αλλά πέραν τούτου, το κομμάτι είναι καταπληκτικό.

Πολλά είπαμε. Οι Air έκαναν μεγαλειώδη δουλειά. Δεν εγκατέλειψαν τα 70’s φαντάσματα που τους στοιχειώνουν τα μυαλά, δεν «ξεφορτώθηκαν» τα Pink Floyd βιώματα και είναι πολύ πιθανόν τα ακούσματα τους να βρίσκονται σε Almost Famous καταστάσεις. Εντούτοις, εγώ προσωπικά, δεν μπορώ να διακρίνω πισωγύρισμα. Το θεωρώ απόλυτα σύγχρονο, πανέμορφο και αποτελεσματικό.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured