Οφείλω να ομολογήσω ότι από το 1992, όταν και χώρισαν οι Flaming Lips με τον τωρινό κιθαρίστα των Mercury Rev, Jonathan Donahue, η μουσική τους όσο πάει και γίνεται πιο ενδιαφέρουσα. Οι Flaming Lips έπεσαν σαν κομήτης, το 1994, στην mainstream (ή alternative για το MTV) κοινότητα, με το radio χιτάκι "She Don't Use Jelly" και την εμφάνισή τους στο "Beverly Hills 90210". Ακολούθησε το αποενοχοποιητικό όσο και εκπληκτικό Clouds Taste Metallic, που εμπορικά έπιασε πάτο (αλλά ποιος νοιάζεται;).

Οι Flaming Lips όμως πάνω απ' όλα είναι χαρισματικοί, ταλαντούχοι, ευφυείς, όσο λίγοι από τους μουσικούς του πλανήτη μας. Και μέχρι τώρα δεν τους είχε δοθεί η ευκαιρία να το αποδείξουν, παρά μόνο σε ελάχιστους fan που τους ακολουθούν ότι και να κάνουν. Mην ξεχνάμε ότι το The Soft Bulletin είναι το 9ο τους album και ο κόσμος τους γνώρισε από ένα όχι ιδιαίτερο χιτάκι πέντε χρόνια πριν. Άδικο, όσο και λογικό.

Έχοντας ήδη, από το Clouds Taste Metallic, χωρίσει τους δρόμους τους με την κιθαριστική μανία και την παραμόρφωση, οι Flaming Lips αποδεικνύουν με το νέο τους album ότι φιλοδοξούν να κερδίσουν -ρίχνοντας λίγο νερό στο κρασί τους- αυτό που τους αξίζει. Πάλι όμως έχουμε να κάνουμε με απέραντους ηχητικούς χώρους, πάλι για μουσική εκθαμβωτικού πλούτου σε ενορχηστρώσεις και μελωδίες, αλλά αυτή τη φορά υπό το πρίσμα μιας ονειρικής pop, με απαλά όσο και άφθονα έγχορδα, βαριά κι ασήκωτα boombastic drums και εύθραυστα φωνητικά.

Το album ανοίγει με το τέλειο pop τραγούδι. Στο "Race for the Price", η μουσική απλώνεται σε ένα μεθυστικό ποτό από κολλητικούς ήχους, uptempo ρυθμό, και "μεγαλειώδη" -κυριολεκτικά και μεταφορικά- ενορχήστρωση. Στιχουργικά, μαζί με το "Waiting for the Superman", είναι επηρεασμένο από τα συναισθήματα του 38χρονου Coyne για το θάνατο του πατέρα του από καρκίνο: "Two scientists are racing for the good of all mankind, both of them side by side, so determined. Locked in heated battle for the cure that is the prize [...] Theirs is to win if it kills them. They're just humans, with wives and children".

Τη σκυτάλη παίρνει το "A Spoonfunl Weighs A Ton", που ξεκινάει σαν αθώα, παιδική μελωδία κάποιου μιούζικαλ ξεχασμένου κάπου στα 60s ή 70s και διακόπτεται από το βαθύ και βαρύ μπάσο που μας θυμίζει ότι βρισκόμαστε στα 90s. Κάπου ανάμεσα παρεμβαίνουν φλάουτα, έγχορδα, και drum machines, που δημιουργούν εκπληκτικά, μη κιθαριστικά ηχοχρώματα.

Ανάλογα ξεκινάει και το "The Spark That Bled", αλλά όπως και το προηγούμενο, μεταλλάσσεται διαρκώς σε κάτι άλλο. Μια η παραπονιάρικη κιθάρα, μια τα ξυλόφωνα, τα Beatlικά echo φωνητικά, οι αλλαγές ρυθμών, οι uptempo drum παρεμβολές, σε κάνει να κοιτάς διαρκώς το player μήπως έφτασες στο επόμενο κομμάτι... που είναι το "Slow Motion" με τα βαριά κι ασήκωτα beats (και ενίοτε drum n' bass- ίζοντα) που διακόπτονται από γαλήνιες και ευγενικές ενορχηστρώσεις.

Ακολουθεί ο δραματικός χτύπος του "What Is The Light", που τοποθετεί έντεχνα πειραγμένα drums που θυμίζουν το "Lotus" των REM, με πειραγμένο pitch. Kαι πάλι όμως μιλάμε για pop μελωδία, συμβατική όσο λίγα πράγματα έχουν μέχρι τώρα παρουσιάσει, ίσως όχι κάτι το ιδιαίτερο σε σχέση με το υπόλοιπο The Soft Bulletin. Το "Observer" δανείζεται ακριβώς τον ίδιο χτύπο, και τον εξελίσσει σε κάτι άλλο. Από τα κορυφαία κομμάτια εδώ, μελαγχολικό και υποβλητικό, μετατρέπει τη διάθεση από χαλαρωτική σε μελοδραματική πριν αντιληφθείς καλά καλά την αλλαγή. 

To "Waiting for a Superman", στηρίζεται επίσης σε μια συμβατική μελωδία που σε κερδίζει με το πρώτο άκουσμα, αλλά σε αφήνει κάπου στο 6ο,7ο - δεν είναι από τις προσωπικές μου αδυναμίες εδώ, αλλά μάλλον θα το δούμε ως single. Το "Suddenly Everything Has Changed", κάνει την ιδανική αρχή με το μπάσο μπροστά, και στη συνέχεια διακόπτεται για να μπει μια Spaghetti Western, αγχωτική μελωδία, που εξελίσσεται - και πάλι - σε Beatle-ικό κομμάτι...

Και πριν καλά καλά συνέλθεις, σου έρχεται το μελοδραματικό, επικό "The Gash", με τα υπερβολικά δραματικά "aah" φωνητικά του (μέχρι και ένα τρεμάμενο sample, αλά Fatboy Slim παρεμβάλλεται) που μεταλλάσσουν το κομμάτι σε ένα "Kashmir" αντίγραφο για το 2000, με ευγενικά, χορωδιακά φωνητικά. Ένας πραγματικός ύμνος, ψυχεδελικός, rock, gospel, μελώ...

Και φτάνουμε στο "Feeling Yourself Disintegrate" που μπαίνει με ένα ra-papap-rapapapapap ρυθμικό ψίθυρο, echo φωνητικά που χάνονται στο χώρο, μελωδικό πιάνο, μουσική σχεδιασμένη όχι για να ακούς, αλλά για να ζεις μέσα της... Και μέσα στο όλο trip, στίχους όπως: "Love is our life, is just too valuable, oh to feel foe even a second without it. But life without death is just impossible, oh to realize something is endin' within us... feeling yourself disintegrate"...

Το album σχεδόν τελειώνει με το αργόσυρτα, χαλαρωτικά πλήκτρα του "Sleeping on the Roof" (ακούστε το έπειτα από ξενύχτι και καθώς ξημερώνει η νέα μέρα), αλλά είπαμε σχεδόν... Γιατί στο τέλος σας περιμένουν και 3 υπέροχα remix που αφαιρούν τα "κοφτερά" μέρη, από τον Peter Mokran, τον οποίο πολλοί από σας θα θυμάστε ως R&B παραγωγό, σε καλλιτέχνες όπως ο Prince, o R. Kelly, ο Puff Daddy ακόμα και ο Michael Jackson! Σύμφωνα με τον Coyne, η συνεργασία αυτή προήλθε από την αναζήτηση του group για ένα πιο radio-friendly ήχο, κάτι που διαπιστώνει κανείς και από τον ήχο όλου του album, σε σχέση τουλάχιστον μ' αυτά που έχουν κυκλοφορήσει στο παρελθόν.

Πρώτο συμπέρασμα μετά το πρώτο σοκ, είναι ότι στο album αυτό υπάρχει πολλή δουλειά. Ο Coyne και οι Μichael Ivins (μπασίστας) και Steven Drozd (drummer), δούλεψαν με τον Dave Fridmann και πάλι, ένα χρόνο σχεδόν κλεισμένοι μέσα στο studio, και το αποτέλεσμα ήταν ένας από τους καλύτερους δίσκους των τελευταίων ετών, ένα δίσκος που εξακολουθεί να αποτελεί ασυνήθιστο ακρόαμα, αλλά ΕΙΝΑΙ περισσότερο συμβατικός, και δεδομένης της μουσικής ευφυίας τους (που αποτελεί μαζί με τον ξαφνικό έρωτα με την pop, που κρατάει από το 1995, την μοναδική κοινή συνισταμένη του νέου τους project), υπερβολικά φιλόδοξος.

Tα συναισθήματα που έβρισκε κανείς στη μουσική των late 60s, τα Beatle-ικά πιάνο, τα "ooh-ooh" background φωνητικά, είναι δείγματα νοσταλγίας των παλιών απλών συνθέσων, που μέσα από την εκπληκτική παραγωγή αναδύουν μια θλιμένη ομορφιά. Γαλήνια με πνευματικό βάθος, αντι-pop και pop ταυτόχρονα κομμάτια, περνούν από την αθώα, ανεπιτήδευτη, παιδική ερμηνεία του Coyne. Neil Young, Captain Beefheart, Red Crayola και Syd Barrett μαζί; Ξεχάστε ότι γνωρίζατε. Η πολυμορφία τους, που ξεκινάει από soundtrack επικών ταινιών και φτάνει σε αρμονικά μέρη που αποσυντίθενται ξαφνικά με αφηρημένες παρεμβολές και επανέρχονται, αλλά και το trip στο οποίο σε οδηγεί η μουσική τους, που συχνά χτίζει από το μηδέν χαοτικούς pop κόσμους, δεν συναντάται και τόσο εύκολα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured