Αλλά το βράδυ το ίδιο του Σαββάτου,
την ώρα π’ απ’ την Άγια Πύλη το ένα
κερί επροσάναψε όλα τ’ άλλα ως κάτου,
κι απ’ τ’ Άγιο Βήμα σάμπως κύμα απλώθη
το φως ώσμε την ξώπορτα, όλοι κι όλες
ανατριχιάξαν π’ άκουσαν στη μέση
απ’ τα «Χριστός Ανέστη» μιαν αιφνίδια
φωνή να σκούξει: «Γιώργαινα, ο Βαγγέλης!»

Όταν ακούστηκε από τη φωνή του Παντελή Καλογεράκη εκείνο το εμφατικά ανατρεπτικό «ο Βαγγέλης», συγκράτησα το γέλιο μου. Παρότι δε γνώριζα το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού από το 1935, στο οποίο ο χαμένος γιος της Γιώργαινας επιστρέφει από τον πόλεμο έστω και λαβωμένος, ερμήνευσα  τη συνθήκη χιουμοριστικά παρά το κατανυκτικό πλαίσιο. Ο Βαγγέλης δε νεκρανασταίνεται ως Χριστός, αλλά ως icon των κοριτσιών του χωριού. Ελπίζω να μην κάνω λάθος για τον κωμικό παρανομαστή που εντόπισα στον τρόπο που η απαγγελία τόνισε το σημείο ως punchline, στο μισάωρο της παράστασης «Στ’ Όσιου Λουκά το μοναστήρι». Συναυλία που εμπνεύστηκε από το ομώνυμο ποίημα του Σικελιανού και την οποία παρακολούθησα -μαζί με τη μικρή μου κόρη- τη Μεγάλη Τρίτη στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων «Φοίβος Ανωγειανάκης» – Κέντρο Εθνομουσικολογίας, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Λατρευτικής μουσικής της ΕΛΣ. Σίγουρα δεν αντιλήφθηκα κάτι ανάλογο στη μελοποίηση κι εκφορά του ποιήματος του Μιχάλη Γκανά, «Χριστός Ανέστη», βγαλμένο από την ποιητική συλλογή Μαύρα Λιθάρια, το οποίο φευγαλέα θα είχα προσπεράσει, γιατί πάντοτε με τράβαγε κι ελέω τίτλου το «Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία».

Ξεκίνησα με όλα αυτά διότι το δελτίο τύπου των Καλογεράκηδων θέτει τα εξής δύο ερωτήματα: «Πόσα παραμύθια χρειάζεται κανείς για να παρηγορηθεί;» και «Πώς γίνεται η ποίηση τραγούδι που θεραπεύει;» Αισίως λέμε πως έχουν δώσει χρήσιμες απαντήσεις και για τα δύο, μα ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή πριν φτάσουμε στα Παραμύθια της Μελπομένης. Στους Καλογεράκηδες ή καλύτερα στα Καλογεράκια, έφτασα πριν λίγα χρόνια εξαιτίας του Γεράσιμου Κλουβάτου, δια μέσου της κουζίνας των Κουζέν Καρτέλ (Αναστόπουλος/Σιώτας/Φουντούκου). Το «Μας χώρισαν οι θάλασσες» των Κλουβάτου/Βασιλειάδη ήταν η αφορμή για τα Ρεμπώτικα, εκεί που το κομμάτι μπλέχτηκε με τις επιστολές του Ρεμπώ στο Βερλαίν, κι η αφήγηση του Παντελή με την ερμηνεία του Απόστολου Κίτσου. Σπουδαία ιδέα τα Ρεμπώτικα (το ξέρει κι ο Νταλάρας που τους ενέταξε στις πρόσφατες συναυλίες του στο Μέγαρο Μουσικής, ο οποίος αν μη τι άλλο καταλαβαίνει και αυτούς, και τη Νίνου εντός της κόρης Κατσιμίχα, και άλλα πολλά που δεν είναι της παρούσης) στο πεδίο της εγχώριας δισκογραφίας στο δύσκολο μετερίζι της μελοποίησης ποιημάτων. Αυτό κάνουν τα Καλογεράκια, το πολυεπίπεδο παραπεμπτικό που συζητούσαμε κι άλλη φορά για την περίπτωση του Γιώργου Κωστογιώργη (ο οποίος εσχάτως με έβαλε με μιαν Instagram ανάρτηση του να ανακαλύψω τη λησμονημένη σύνδεση της Ανθούλας Σταθοπούλου με το Βασίλη Τσιτσάνη), και το πράττουν με υπογραφή καταδίκη τους, οπότε ανατρέξτε κι εσείς αντίστροφα στο Προσωπικό του 2016 (με το ομότιτλο του Μιχάλη Γκανά), στο Κάτι Παράξενο του 2017, στο Varvara Project του 2023 και στο πρώιμο Βουκολικό του 2015, των 23χρονων τότε δίδυμων αδερφών από την Κρήτη.

Αναζητήστε και τη συνέργεια του Μιχάλη με το Σταύρο Τσαντέ (έπειτα βάλτε και το μαγιό από τη βινυλιακή δουλειά του τελευταίου), κρατήστε το γνωστό του Σαββόπουλου περί ιστοριών, κυκλωμάτων και παρεών, βάλτε στην μπάντα τις όποιες εγχώριες υφολογικές σας indie προτιμήσεις και τις έντεχνες προκαταλήψεις (άλλωστε δεν πρόκειται περί αυτού, παρότι ο όρος βολεύει δημοσιογραφικά. Αν μη τι άλλο το κακώς εννοούμενο έντεχνο το ακούσαμε εσχάτως σε τυπικά indie κυκλοφορίες), κι ακούστε τα σπασμένα στα δύο, Παραμύθια της Μελπομένης. Παρουσιάστηκαν πρώτη φορά, ένα χρόνο πριν, στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, μα εδώ τα ακούμε σε δύο σκέλη. Στουντιακά αλλά και βγαλμένα από το Κύτταρο και τις συναυλίες που έτρεξαν παρέα με τη Μάρθα Φριντζήλα. Επομένως, καλό είναι να ιδωθούν ως δύο συρραμμένα σύντομα EP, σε μουσική του Μιχάλη Καλογεράκη και δραματουργική επιμέλεια του Παντελή Καλογεράκη, παρά ως μια ολοκληρωμένη δισκογραφική κατάθεση. 

Ως ένα κολλάζ, όπου ο Μιχάλης Γκάνας συναντά το butoh και τις Ανθισμένες Κερασιές όπως τις είδε ο Παντελής, όπου ακούμε τους στίχους της Τώνιας Τζιρίτα - Ζαχαράτου, αλλά και την ένωση των «25 Μαίου» της Κατερίνας Γώγου με την «Τρελή της Πόλης» του Νίκου Μοσχοβάκου, καθώς και τη Νεφέλη Φασούλη στο «Κορίτσια» της Φριντζήλα. Στο εναρκτήριο («Της Αγάπης») και στο τρίτο («Η Τρελή της Πόλης») του πρώτου μέρους είναι που πετυχαίνουν πολύ έξυπνα, φαινομενικά άκοπα, την ιδανική αδιάσπαστη αλληλουχία των τρόπων τους. Εκεί είναι που εκμεταλλεύονται το αυτοτελές, τις μικρές εικόνες από τα ποίηματα, καλύτερα από τους σχηματισμούς στα άλλα δύο (παρότι κάτι μου λέει πως τα «Κορίτσια» θα είναι το χιτ της όλης ιστορίας). Στο δεύτερο σκέλος, ξανοίγονται με Νερούδα από σκηνής, για τα επόμενα τέσσερα κομμάτια όπου μεταχειρίζονται τα ποιήματα του Ρουμί στα  «Μη Μένεις Κοντά» και  «Αγάπη Μου», για να καταλήξουν στο φινάλε με την εκ νέου χτιστά λυτρωτική απόδοση τους στο  «‘Έλα Να σου Πω» της Γώγου (το είχαν εσωστρεφώς εξιστορήσει και στο Varvara Project).

Εκτενώς νομίζα σας μίλησα, οπότε ας συνοψίσω ως εξής. Είχα διαβάσει στο MiC, το εύστοχο του συντάκτη Άρη Καραμπεάζη περί της «μόνιμα εύθραυστης ισορροπίας μεταξύ μελαγχολικού και κωμικοτραγικού» για τα Καλογεράκια. Εν προκειμένω, εκ νέου ισορροπούν στις αντιθέσεις, μετριάζουν τη μελαγχολία μέσω του παραμυθητικού λόγου καταπώς υπόσχονται, και παρουσιάζουν τα Παραμύθια σα να παραθέτουν περιεκτικά ενσταντανέ. Αυτό το υβριδικό σχήμα των δύο EPs, απέκλεισε «στα σημεία» την επιμέρους ισοτιμία, και τη δυναμική μιας οργανικής συνοχής. Από την άλλη, αυτό έταξαν, αυτό έπραξαν, επομένως οι όποιες αιτιάσεις περί συνολικού και όχι φευγαλέου, μπορεί να στέκουν σε «δισκοκριτική» βάση, αλλά λίγη σημασία έχουν. Το δεδικασμένο πια περί ευθύβολης λαϊκότητας και αισθητικής σβελτάδας για τους ποιητικούς τους αντικατοπτρισμούς, είναι αυτό που μένει στο κάτω-κάτω…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured