Σε αρκετό κόσμο, το όνομα του Πάρι Παρασχόπουλου ίσως να μην λέει πολλά πράγματα. Όπως όμως μας πληροφορεί το site «Ελληνική Δισκογραφία» του Πέτρου Δραγουμάνου, πάνε πλέον πάνω από 35 χρόνια απ' όταν ο μουσικοσυνθέτης και άλλοτε παρουσιαστής της ΕΡΤ3 πρωτοβρέθηκε στη δισκογραφία, είτε με μελοποιήσεις ποιητών (Βασίλης Ρώτας, Ανδρέας Παγουλάτος), είτε συνεργαζόμενος με μεγάλα ονόματα του εγχώριου στερεώματος, όπως τον Νίκο Παπάζογλου, αλλά και τον Σωκράτη Μάλαμα.

Στην τελευταία του δουλειά βλέπουμε τον Παρασχόπουλο να στρέφει ξανά το ενδιαφέρον του στην ποίηση, όχι όμως στη συλλογή κάποιου φτασμένου ονόματος, αλλά στο έργο των γυναικών από τις φυλακές των Διαβατών. Ερχόμενος σε επαφή μέσω της εθελοντικής ομάδας Ελλήνιον, η οποία διδάσκει στις γυναίκες αυτές ποίηση, αποφάσισε να φέρει στο φως (ή καλύτερα στη μελωδία) τα ποιήματα των κρατουμένων.

Είναι μια πολύ σημαντική απόφαση, όχι μόνο βάσει της δυσκολίας που έχει έτσι κι αλλιώς το συγκεκριμένο εγχείρημα, αλλά γιατί σαν να διαθέτει διαφορετική βαρύτητα ο λόγος των έγκλειστων ανθρώπων –και δη γυναικών– σε κρατητήρια που παρά ως σωφρονιστικά δεν λειτουργούν. Σε μια εποχή, μάλιστα, στην οποία κάθε τόσο βγαίνουν στη δημοσιότητα γεγονότα, όπως τα πρόσφατα στις φυλακές Πέτρου Ράλλη, με καταγγελίες για απάνθρωπες συνθήκες και (σεξουαλικές) παρενοχλήσεις από τους ίδιους τους αστυφύλακες.

Στις Εκκωφαντικές Σιωπές, ο Θεσσαλονικιός συνθέτης ασπάζεται και προβάλλει ένα λιτό μείγμα μελωδιών, απογυμνωμένο από περιττές φλυαρίες, ώστε να δώσει βαρύτητα στην ερμηνεία και στον λόγο. Έτσι, οι συνθέσεις μοιάζουν περισσότερο σαν «συνομιλία» με τον εκάστοτε τραγουδιστή, παρά προσφέρουν συνοδεία. Η ανάγκη της επικοινωνίας του μηνύματος, δηλαδή, δείχνει μεγαλύτερη από αυτήν της μελοποίησης, χωρίς πάντως να χάνεται η ισορροπία. Ο Παρασχόπουλος έχει μάλιστα λόγο και στην ενορχήστρωση, ενώ αναλαμβάνει και να παίξει κιθάρα (στο "Ταξίμι Λα Μινόρε", το μόνο ορχηστικό κομμάτι του άλμπουμ), αλλά και να ερμηνεύσει-απαγγείλει ορισμένα τραγούδια.

Από μια σύνθεση που φέρνει σε Νότη Μαυρουδή (“Στο Κελί”) και ερμηνεύεται «παπακωνσταντιναϊκά» από τον Σάκη Βαρβέρη, ο δίσκος μας πάει στον λυρισμό του Ανδρέα Καρακότα. Ο οποίος μπορεί να τραγουδά με έντονο το στοιχείο της πλέον πολυχρησιμοποιημένης και παραφρασμένης χατζιδακικής συνταγής –μια έντονη δηλαδή αίσθηση αλαφράδας, με μια οπτική σχεδόν μελό– μα αναδεικνύει τα χρώματα της φωνής και το εύρος της όταν βρίσκεται στις πιο μπάσες γραμμές του και σε πιο μελαγχολικές μπαλάντες, διακρινόμενες από τον αδρό ρυθμό του ζεϊμπέκικου (π.χ. "Απόδραση"). Είναι σε τέτοιες στιγμές που αποδίδει πλήρως, κάνοντας τις λέξεις να βρίσκουν ένα πιο καθάριο νόημα και βάρος. Ακόμα και σε περιπτώσεις όπου αναρωτιέσαι μήπως γίνεται υπερβολικά μελοδραματικός (“Ερωτικό Της Φυλακής”, για παράδειγμα), καταφεύγοντας σε παραπανήσιους λυγμούς, αντιλαμβάνεσαι ότι είναι στη σωστή κατεύθυνση για την ιστορία την οποία ξετυλίγει.

Δεν υπάρχει κανένα δυσνόητο νόημα στις Εκκωφαντικές Σιωπές, επιτηδευμένα βαθυστόχαστο, όπως έχει συμβεί αρκετές φορές στον έντεχνο χώρο. Τα ποιήματα θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί και από οποιονδήποτε άλλον –είναι απλά το υπόβαθρό τους, που αλλάζει τα δεδομένα. Οι γυναίκες των Διαβατών, δηλαδή, δεν μονοπωλούν τον λόγο για τον μικρό τους κόσμο. Σκέφτονται ασφαλώς το έξω, την ελευθερία, τη λαχταρούν· και, σαν παρατηρητές, ίσως να είναι και περισσότερο ευαίσθητες. Την ίδια όμως στιγμή, εκφράζουν και ανησυχίες με τις οποίες θα μπορούσαν να ταυτιστούν αρκετοί άνθρωποι, σε ένα ίσως ά-τοπο και διαχρονικό πλαίσιο.

Τραγούδια έτσι όπως το “Νέοι Χωρίς Όνειρα”, όπου ο τζουράς του Δάνη Κουμαρτζή με το κοντραμπάσο του Γιάννη Κολοβού μοιάζουν να σερβίρουν τις λέξεις αχνιστές, συναντούν το πιάνο του Φίλιππου Κωσταδέλη και την εύστοχα δραματοποιημένη ανάγνωση του Παρασχόπουλου στο “Ο Πρόσφυγας”. Το “Της Χρυσάνθης”, πάλι, με την απόλυτα ζεστή, θεατρική απόδοση της Μαρίας Καργαδούρη, φέρνει στο μυαλό μια συνομιλία με τους στίχους της Λίνας Νικολακοπουλου από το “Σίδερο” (το είχε τραγουδήσει πίσω στο 1993 η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, στο Ανθρώπων Έργα).

Η διάρκεια λοιπόν του δίσκου όχι μόνο «τρέχει» ευχάριστα, μα καταφέρνει να σε κάνει να νιώσεις και άνετα. Πράγμα αν όχι σπουδαίο, σίγουρα ενδιαφέρον, μιας και μια τέτοια οικειότητα είναι πραγματικό επίτευγμα για έναν συνθέτη, καθώς ωθεί τον ακροατή να συνδεθεί με το έργο του, να το μουρμουρά σε άσχετο χρόνο, να το αναγνωρίζει στη μόλις δεύτερη ακρόαση. Όλα αυτά τα καταφέρνει εδώ ο Παρασχόπουλος και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό.

{youtube}i1GqGjhrzfQ{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured