Σαράντα χρόνια καριέρας συμπληρώνει φέτος η Ελευθερία Αρβανιτάκη, μετρώντας από τη συγκρότηση της Οπισθοδρομικής Κομπανίας στα 1979. Στο διάστημα αυτό έκανε καλή χρήση μιας φωνής άμεσα αναγνωρίσιμης, έστω κι αν από τη φύση της ανήκει σε εκείνες που είτε αρέσουν στο πρώτο άκουσμα, είτε δεν αρέσουν ποτέ. Σε κάθε περίπτωση, αποτέλεσμα της όλης σωστής διαχείρισης είναι μια γερή προσωπική δισκογραφία, με άλμπουμ αναφοράς, με τραγούδια-ορόσημα και με διασκευές που ίσως ξεπέρασαν και τα πρωτότυπα: το "Είμαι Ερωτευμένος Με Τα Μάτια Σου", λ.χ., λίγοι πλέον το θυμούνται με την πρώτη διδάξασα, την κατά τα λοιπά θαυμάσια Χρυσούλα Στίνη.

Στην τελευταία της δισκογραφική εμφάνιση με τις 9+1 Ιστορίες (2015), η Αρβανιτάκη «επένδυσε» σε ένα προσεγμένο πολυσυλλεκτικό άλμπουμ. Τώρα, αντιθέτως, επιστρέφει με μια δουλειά φτιαγμένη α-λα-παλαιά: ένας συνθέτης, μία στιχουργός, μία φωνή. Έχει καιρό να διαλέξει κάτι τέτοιο. Συν λοιπόν την κίνηση να ιδρύσει το δικό της label (rEAct), δείχνει να τα επεξεργάστηκε αρκετά τα πράγματα, σε συνδυασμό (και) με τις μεταβολές που έχουν επέλθει στο σκηνικό του ελληνικού τραγουδιού. Το οποίο είναι πλέον ένα πολύ διαφορετικό τοπίο από εκείνο όπου χτίστηκε η δόξα της.

Η ίδια, φυσικά, είναι βασικός πόλος έλξης και κεντρική φιγούρα στα 9 νέα τραγούδια, τα οποία διαρκούν μόλις 31 λεπτά, αλλά με έναν τρόπο που πετυχαίνει να μη φαίνεται «λίγος». Νομίζω όμως ότι άτυπος πρωταγωνιστής σε αυτά τα Μεγάλα Ταξίδια αναδεικνύεται τελικά ο Θέμης Καραμουρατίδης. Τον έχει θαρρείς κεντήσει τον συγκεκριμένο δίσκο, βελονιά-βελονιά· μορφοποιώντας τον σε έναν πλήρη κύκλο, με αρχή, μέση και αρμονικό τέλος.

Οι συνθέσεις αποτυπώνονται μετρημένες, οι ενορχηστρώσεις φινετσάτες, τίποτα δεν είναι πιο ελαφρύ απ' όσο θα χρειαζόταν η Αρβανιτάκη και τίποτα (αντίστοιχα) δεν της πέφτει βαρύ. Η "Αρχή", ας πούμε, θα μπορούσε με λίγο διαφορετική μεταχείριση να κάνει και στη Μαρινέλλα, όμως ποτέ δεν παραπατά από την έντεχνη συνθήκη. Αυτήν υπηρετούν, εν τέλει, και τα πιο λαϊκά χρώματα, εύστοχα τοποθετημένα ως επικλήσεις συγγένειας σε έναν ήχο που δεν έχει πάψει να αποτελεί ραχοκοκαλιά κάθε εγχώριου προγράμματος –ακόμα και στις μέρες μας, όπου και τα μπουζούκια έγιναν ποπ.

Στα Μεγάλα της Ταξίδια, ωστόσο, η Αρβανιτάκη δεν συνάντησε τα Μεγάλα Τραγούδια. Παρά τις γερές καραμουρατίδειες βάσεις και παρά τις ερμηνείες της, οι οποίες αποτυπώνονται θαλερές, συγκινητικές, δοσμένες με αξιοθαύμαστο μέτρο σε μια έντεχνη εποχή με πολλούς φωνακλάδες (γυναίκες και άντρες). Ορισμένα κομμάτια είναι βεβαίως «νόστιμα», το δίχως άλλο: η "Αρχή", το "Κλειδί", τα "Μεγάλα Ταξίδια", τα "Μνήμες" και "Του Κόσμου Όλες Οι Προσευχές", είναι στιγμιότυπα στα οποία στέκεται το αυτί. Αλλά σε όλα τα τεστ ακρόασης που έκανα απ' όταν βγήκε ο δίσκος, δεν έμενε τίποτα στη μνήμη καθώς οι μέρες περνούσαν. Και γίνεται δύσκολο να μην επισημάνεις ότι βασικός υπαίτιος για την εικόνα αυτή είναι οι στίχοι της Λήδας Ρουμάνη· ακόμα κι αν αληθεύει ότι σε τέτοιες περιστάσεις κάτι φταίει τελικά και στο συνολικό αλισβερίσι μουσικής, στίχων, τραγουδιού.

Δεν επιθυμώ ασφαλώς να απαξιώσω τη στιχουργό, η οποία στο κάτω-κάτω δουλεύει πια τόσα χρόνια (20;) με την Αρβανιτάκη, ώστε να ξέρει τι ψάχνει όσο κανείς άλλος συνεργάτης της. Αναγνωρίζω άλλωστε ότι διαθέτει προσέγγιση στα τραγούδια που γράφει: χαμηλόφωνη, με γυναικεία ματιά στο συναίσθημα, που ενδιαφέρεται για τον αναστοχασμό και για τις εντυπώσεις που αφήνει μια κατάσταση στο μνημονικό. Νομίζω όμως ότι έχει μείνει σε μια 1990s οπτική, η οποία κεντράρει στο νεφελώδες της εσωτερικής ζωής και σε έναν κρυπτικό τόνο όσον αφορά τον έρωτα, που συχνά συσκοτίζει τελικά, αντί να φωτίζει, τα όσα έχουν διαμειφθεί στη σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων.

Πάνε επίσης κάμποσα χρόνια που τέτοια πράγματα έγιναν μέρος του προβλήματος σε μια έντεχνη δισκογραφία διαρκώς απομακρυνόμενη προς στοχασμούς υπέρ το δέον προσωπικούς για να βγάζουν νόημα σε μια εποχή όπου ως μεγάλα μας κοινά ζητήματα προβάλλουν ο συμπιεσμένος ελεύθερος χρόνος –που τείνει να εξανεμιστεί ακόμα και για τα φοιτητικά στρώματα– και η εισβολή της τεχνολογίας στις ζωές και στα μυαλά μας, που με τη σειρά της αναδιαμορφώνει τον ορισμό της καθημερινότητας, της εσωτερικότητας και της αστικής μοναξιάς (που πάντα απασχολούσε το έντεχνο), εν μέσω μιας σωρείας κατακερματισμών. Αλλά η Ρουμάνη δεν βρήκε κάτι να συνεισφέρει για όλα τούτα ή για όσα τέλος πάντων δείχνουν να απασχολούν και την ίδια την Αρβανιτάκη. Η οποία στις συνεντεύξεις μιλάει λ.χ. για το άγχος που της προκαλεί η κλιματική αλλαγή, για το πόσο την εξοργίζει ο φασισμός της καθημερινότητας, για το ότι πριν κοιμηθεί βλέπει Netflix (δείτε π.χ. εδώ), μα εν τέλει δεν τραγουδάει για τίποτα από αυτά.

Αντιθέτως, η Ρουμάνη μιλάει εδώ για ένα άλλο σύμπαν, αυστηρά ατομικό, όπου υπάρχει ακόμα η πολυτέλεια να σκέφτεσαι τα «μεγάλα σου τα όχι» και να περνάς νύχτες είτε ζόρικες, με τα «πρέπει σου», είτε στοχαστικές «ακούγοντας τα αμίλητα εντός σου». Πράγματα κομματάκι εντεχνοκλισέ πλέον, εδώ που τα λέμε. Ακόμα δε κι όταν επικαλείται τον «μαύρο μας τον κόσμο» (στο "Κι Εγώ Που Έλεγα"), είναι χάριν απλής χρωματικής αντιπαραβολής με το «τριανταφυλλάκι εσύ λευκό», προτού σκορπίσουν τελικά όλα σε κάτι βουτιές στα βαθιά και σε λόγια τύπου «μας τιμωρώ με το φιλί, που σου 'κρυψα λίγο πριν φύγω».

Τι ακριβώς εκφράζουν όμως αυτά τα τραγούδια; Σε ποια άτομα και, κατ' επέκταση, σε ποια κοινωνία απευθύνονται; Έχουν κάτι να πουν όλα τούτα τα ήξεις-αφήξεις για τις ζωές μας, τα θέλω μας, τα όνειρά μας, όπως σχηματίζονται (ή διαψεύδονται) από τον εν Ελλάδι 21ο αιώνα; Κάτι έστω σαν εκείνο το «πώς στα παιχνίδια σκίζαμε, μα στην αλήθεια χάσαμε» που ακούσαμε στον προηγούμενο δίσκο της Αρβανιτάκη, στα "Άτομα"; Το ερώτημα, βεβαίως, δεν περιορίζεται μόνο στη Ρουμάνη: αφορά και την Αρβανιτάκη, εφόσον διάλεξε να πει το συγκεκριμένο υλικό, μα αφορά και τον Καραμουρατίδη σε ένα δεύτερο επίπεδο. Αν μη τι άλλο είναι άνθρωπος που έχει ακούσει σε βάθος ελληνικό ρεπερτόριο και έχει ακουμπήσει στους μεγάλους του σταθμούς.

Στην προσωπική μου σούμα, λοιπόν, αν και παραμένω φίλα προσκείμενος στη φωνή της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, βρίσκω ότι οι στίχοι δεν επέτρεψαν στον νέο της δίσκο να κάνει αληθώς Μεγάλα Ταξίδια. Παρά τις μελωδικές, ενορχηστρωτικές και ερμηνευτικές αρετές που καταγράφονται στα επί μέρους κομμάτια του.

{youtube}pcrm-_Pc9E4{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured