Προτού καν μιλήσουμε για τη μουσική καθ' αυτή, τούτο το ντούο από τη Θεσσαλονίκη μας προ(σ)καλεί να ασχοληθούμε λιγάκι με τη σημειολογία των πραγμάτων: η εικόνα του εξωφύλλου, ο ανάποδος μωβ σταυρός που βγαίνει θαρρείς από τα σπλάχνα του σκοτεινού δάσους, ο τίτλος (με τα δύο του k) που παραπέμπει στην πιο μαύρη από τις μαύρες εκδοχές του metal κι ένα αρχικώς μυστηριώδες όνομα, το οποίο γρήγορα ανακαλύπτεις ότι αναφέρεται στην παλιά, οθωμανική ονομασία της Κομοτηνής…

Κι αν το μπλέξιμο του οθωμανικού παρελθόντος με το black metal δεν είναι αρκετό για να βραχυκυκλώσει το πεδίο εννοιολόγησης, προσθέστε πως στην πραγματικότητα οι Gioumourtzina ουδεμία σχέση έχουν με το metal. Με προμετωπίδα τα συνθεσάιζερ και το ηλεκτρικό μπάσο, ασκούνται αντί αυτού σε μία electronica η οποία μπορεί να είναι αρκετά σκοτεινή για να βρίσκει μια κάποια συμβατότητα με τα παραπάνω, είναι όμως και αρκετά πιο «μαλθακή» σε σχέση με ό,τι περιμένεις ίσως να ακούσεις.

Θα μου πείτε, γιατί ντε και σώνει πρέπει όλα αυτά να φτιάχνουν μία ενοποιημένη αφήγηση; Γιατί να μην θέλουν οι Gioumourtzina ακριβώς να απαλλάξουν λέξεις, εικόνες και σύμβολα από συγκεκριμένες επιφορτίσεις και έπειτα να τα οικειοποιηθούν οι ίδιοι, με τον τρόπο που εκείνοι θα επιλέξουν; Βασικά μαθήματα αποδόμησης, δηλαδή…

Δεν φτάνει βέβαια ως εκεί το Blakk Metall, είναι πάντως μία δουλειά που δεν αρνείται τη συγχρονικότητα σε επίπεδο προβληματισμών, όσα κι αν χρωστάει στο electro (και στο γενικώς σκοτεινό) παρελθόν της δεκαετίας του 1980, ίσως και στο shoegaze της δεκαετίας του 1990. Μπορεί, τέλος πάντων, να διεκδικήσει την παρουσία του στο σημερινό γίγνεσθαι, με τις τόσες ανακυκλώσεις και ανανοηματοδοτήσεις του πρόσφατου παρελθόντος, βρίσκοντας τελικά τρόπους για να δικαιώσει την εσωτερική του λογική, το γιατί στέκουν τα πράγματα όπως στέκουν μέσα στα 43 λεπτά της διάρκειάς του.

Πραγματικά, οι διευθετήσεις ορισμένων ζητημάτων από τους Ανέστη Νείρο & Γιάννη Τσελίκα αποδεικνύονται αρκετά πετυχημένες. Όπως για παράδειγμα το πώς εισάγουν και πώς στη συνέχεια χειρίζονται το φωνητικό sample από τα “Όνειρα” του Τώνη Μαρούδα (ένα από τα ωραία ελαφρά της δεκαετίας του 1940) μέσα στο “Chrysostomou Smyrnis” –σαν ένα απολύτως οργανικό μέρος της σύνθεσης, το οποίο εντάσσεται ωραία στη δυναμική της. Ή το πώς χρησιμοποιούν τις δικές τους φωνές στο “Lobby Raver” (προτού αφοσιωθούν, μάλλον υπερβολικά, στη σύντομη φράση/ρεφραίν «I’m a lobby raver»), σ’ ένα περιβάλλον το οποίο φέρνει αρκετά στον νου τις σκοτεινές στιγμές των Cure. Ή το πώς καταφέρνουν να χειριστούν την επαναληπτικότητα των ρυθμικών τους ή να διατηρήσουν τη λειτουργικότητα της γενικής ατμόσφαιρας του δίσκου, ακόμα κι όταν οι τρόποι των μουσικών του ιδεών γίνονται πια λιγάκι προφανείς.

Στο τελευταίο θα πρέπει να σημειώσουμε έναν επιπλέον αστερίσκο. Γιατί νομίζω ότι οι Gioumourtzina περιμένουν από τα ατμοσφαιρικά στοιχεία περισσότερα απ' όσα εκείνα μπορούν πιθανώς να τους δώσουν. Σε συνδυασμό με τις κάπως στάσιμες ταχύτητες, οι οποίες γενικώς διατηρούνται σε ένα mid-tempo επίπεδο, και την υπερβολική ίσως επιφύλαξή τους σχετικά με την αιχμηρότητα των επιλεγμένων συχνοτήτων, νομίζω πως τελικά λείπει από τον δίσκο εκείνο το attack που χρειάζεται, ώστε να μπορέσει να διεισδύσει βαθύτερα. Υπάρχουν οι προθέσεις για κάτι τέτοιο, κάποτε επιτελούνται ατυχώς (όπως π.χ. στο τελείωμα του “Palaces Ιn Τhe Night Terror”), τις περισσότερες όμως φορές σε αφήνουν απλώς να περιμένεις κάτι περισσότερο.

Είναι τέτοια η φύση της μουσικής των Gioumourtzina, που με κάνει να φαντάζομαι ότι μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα στη ζέση ενός live. Υποθέτω, δηλαδή, ότι μπορεί να βρει εκεί μία επιπρόσθετη δυναμική –λίγο από εκείνο το attack που λέγαμε παραπάνω– για να σε πείσει να αφεθείς πάνω της για τα περαιτέρω. Αυτό το άφημα γίνεται πάντως αρκετά δυσκολότερο στην οικιακή συνθήκη της ακρόασης του Blakk Metall, μολονότι μέχρις εκεί ο δίσκος τα καταφέρνει μια χαρά. 

{youtube}FHcVrukHjOE{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured