Eίχα ακούσει από τον Δεκέμβρη το Blown Into Breeze και ήδη από τότε το βρήκα ως ένα απίθανο δείγμα musique concrète α-λα-Δρυγιανάκης. Παρά έτσι τις «δυσκολίες» αυτού του μουσικού είδους για το ευρύ κοινό και τη διακριτική παρουσία των 350 βινυλιακών αντιτύπων της έκδοσης, αίσθησή μου ήταν πως επρόκειτο για μία από τις καλύτερες εγχώριες κυκλοφορίες του 2013.

Δεν ήμουν ωστόσο προετοιμασμένος για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Ή έστω τις καθαρτήριες, αν προτιμάτε έναν όρο που δεν κινδυνεύει να ανακατευτεί με τα new age πίτουρα.

Η πρόσφατη απώλεια ενός αγαπητού προσώπου με ώθησε να επισκεφτώ ξανά τα αυλάκια του Blown Into Breeze, γνωρίζοντας πως αφορμή για να ξαναδουλευτεί μια πληθώρα παλαιότερου υλικού –οδηγώντας στη δημιουργία του δίσκου– στάθηκε ο θάνατος της μητέρας του Δρυγιανάκη, Ελένης (η φωνή της υπάρχει παρεμπιμπτόντως κάπου ανάμεσα στις φωνές που ακούμε στο άλμπουμ, από μια ηχογράφηση του Ιανουαρίου 1984). Έχοντας λοιπόν πιο έντονα κατά νου τη συγκεκριμένη παράμετρο, με ξάφνιασε η ολότελα διαφοροποιημένη εντύπωση την οποία μου άφησε η ακρόαση: ενώ δηλαδή τον Δεκέμβρη έκλεισα με ένα χαμόγελο, απολαμβάνοντας τη διάταξη του υλικού και τους ευρηματικούς τρόπους οργάνωσης/αποδόμησης/αναδόμησης του Δρυγιανάκη, έμεινα τώρα με την αίσθηση μιας οδυνηρής μα συνάμα καθαρτήριας γαλήνης. 

Παράλληλα, βρήκα την όλη «αφήγηση» κάπως πιο συνεκτική μέσα στον φύσει διάσπαρτο χαρακτήρα της. Με κάποιον δηλαδή τρόπο, οι συνέπειες και οι προβληματισμοί της απώλειας –και όχι η ίδια ή η θλίψη που τη συνοδεύει, έχει σημασία αυτή η παρατήρηση– αποτέλεσαν έναν πιο ευδιάκριτο συνδετικό αρμό μεταξύ των πάμπολλων θραυσμάτων. Πέρασα μερικές μέρες απέναντι στο word μου, προσπαθώντας να κάνω λιανά τι εννοώ, μέχρις ότου βρήκα ό,τι έψαχνα στη συνέντευξη που πήρε ο Βαγγέλης Πούλιος από τον Δρυγιανάκη (κάνε κλικ εδώ): «η αίσθηση του κατάλληλου ξεπηδά κάποια στιγμή από μόνη της».

Πράγματι, αυτό ακριβώς εννοώ μιλώντας για συνοχή: όχι την παρουσία μιας προμελετημένης δομής –εδώ κυριαρχεί άλλωστε το τυχαίο– μα το εκπληκτικό τάιμινγκ με το οποίο αναδύονται στοιχεία της όλης τετραμερούς δημιουργίας, ως αυτοσχέδιες πυξίδες που βοηθούν τον ακροατή να πορεύεται δίχως την αίσθηση ότι χάθηκε στις ακατανόητες προσωπικές αναζητήσεις του δημιουργού. Το τσέλο του Νίκου Βελιώτη και το κλαρινέτο του Στυλιανού Τζιρίτα αποτελούν τέτοιες «πυξίδες» (ίσως γιατί μου είναι οικεία;), το ρώσικο συγκρότημα Volya της Έδρας Εθνομουσικολογίας της Κρατικής Ακαδημίας Τέχνης του Βορόνεζ (ίσως γιατί τραβάει το αυτί;), ο ψάλτης Βαγγέλης Χορταριάς κάπου στο τρίτο μέρος, αλλά και η φωνή της Λίλης Βαρακλιώτη, το πιάνο του Στάθη Θεοχαράκη και το τσίτερ του Τάσου Στάμου. 

Αντιλαμβάνομαι ασφαλώς ότι το κείμενό μου αντανακλά κάτι καθαρά υποκειμενικό, μια οπτική γωνία στο Blown Into Breeze διαθλασμένη μέσω ενός προσωπικού βιώματος, το οποίο κανείς αναγνώστης δεν μπορεί να τσεκάρει ή να αναπλάσει. Ωστόσο θα ήθελα να τονίσω πως την αποτίμηση δεν τη βασίζω εκεί: το άλμπουμ λειτουργεί και δίχως τέτοια προαπαιτούμενα, οδηγώντας σε μια διαφορετική ίσως μα και πάλι συναρπαστική «ανάγνωση», ενώ η προαναφερθείσα συνοχή δια του κατάλληλου δεν χρειάζεται καμία αφετηρία εκκίνησης προκειμένου να γίνει διακριτή. Χώρια που βγάζει σε μια αυθύπαρκτη ωραιότητα, πάντα βέβαια με τους όρους του musique concrète αισθητικού παιχνιδιού και με παρούσα την αίσθηση του χιούμορ που διακατέχει τον Κωστή Δρυγιανάκη ως άνθρωπο και δημιουργό.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured