Δεν ξέρω για σας, πάντως εγώ δεν αντέχω άλλον Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Χιώτη κ.ο.κ. στην τρέχουσα δισκογραφία. Τονίζω το «δισκογραφία», γιατί το πάλκο είναι μια διαφορετική υπόθεση (η οποία, αν θέλετε, λειτουργεί και σημειολογικά, ως μια διαρκής γέφυρα μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος μιας παράδοσης). Όχι, δεν έχω τίποτα ενάντια στους συνθέτες αυτούς. Το έργο τους το θαυμάζω –για τον Τσιτσάνη μάλιστα έχω την άποψη πως αυτός είναι Ο κορυφαίος συνθέτης μας και όχι ο Μάνος Χατζιδάκις. Άλλη συζήτηση όμως τούτη... Το πρόβλημά μου είναι ότι, κατά κύριο λόγο (πάντα υπάρχουν και εξαιρέσεις), τα τραγούδια τους έχουν γίνει το εύκολο καταφύγιο όποιου ερμηνευτή αδυνατεί να βρει ρεπερτόριο ή να σταθεί στο σήμερα στις δικές του πατούσες. Με αποτέλεσμα να φορτωνόμαστε αχρείαστες, νερόβραστες και μετριότατες διασκευές σε μεγάλες ποσότητες.

Αλλά η Ντένια Κουρούση με έπεισε να ακούσω, κι ας έκανε έναν δίσκο μόνο με διασκευές. Και αφού άκουσα, θαύμασα. Και αφού θαύμασα, αφέθηκα στο repeat. Και έπαιξα το ντεμπούτο της ξανά και ξανά και ξανά. Το ευχαριστήθηκα, ρε παιδί μου.

Ο λόγος δεν έχει σε τίποτα να κάνει με κάποια εκ μέρους της επιδίωξη πρωτοπορίας, με κάποιον ευφυή συγκερασμό παράδοσης και μοντερνικότητας σαν π.χ. αυτόν της May Roosevelt, με κάποια έστω αίσθηση ανανέωσης. Ίσα-ίσα, το Τι Παράξενη Κοπέλα είναι ένας δίσκος συντηρητικός, χωρίς εκπλήξεις, ο οποίος δεν θέλει να απομακρυνθεί από τις παραδεδομένες φόρμουλες, ούτε να αποτολμήσει διασκευές πειραματικού ύφους. Ωστόσο, το μεγάλο του όπλο είναι η φιλοσοφία του. Γιατί και η ίδια η Κουρούση ως ερμηνεύτρια και ο Γιάννης Σακελλαράκης ως παραγωγός και υπεύθυνος για πολλά παιξίματα που ακούμε εδώ και ο Δημήτρης Κοντογιάννης ως ενορχηστρωτής, αρνήθηκαν συνειδητά να μπουν στο παιχνίδι της αναβίωσης.

Έτσι, ο δίσκος δεν αποπνέει καμία αίσθηση τύπου «τι καλά που ήταν τότε». Αντιθέτως, αναζητά και βρίσκει τι κάνει τα επιλεγμένα τραγούδια να ηχούν ζωντανά στο σήμερα, δίχως να έχουν ανάγκη από φτιασίδια της εποχής. Μας παραδίδει το “Σαν Βγαίνει Ο Χότζας Στο Τζαμί”, το “Μάχαιραν Έδωσες”, το “Τι Παράξενη Κοπέλα”, τα “Πρωτοβρόχια”, το “Κλαμένη Ήρθες Μια Βραδιά” ή το “Μας Ζηλεύουνε” με τα μέτρα και τα σταθμά της δικής τους πραγματικότητας και μας καλεί να βρούμε (ή καλύτερα να θυμηθούμε) τι τα κάνει να την υπερβαίνουν και να αφορούν ανθρώπους μεγαλωμένους σε αρκετά διαφορετικές κοινωνικές και ηχητικές συνθήκες. Και η Ντένια Κουρούση αποδεικνύεται σε καταπληκτικό οδηγό σ’ αυτό το «ταξίδι». Πατάει με αυτοπεποίθηση στα χνάρια της Μαρίκας Νίνου, έχει και κάτι από τη Χασκίλ εδώ κι εκεί, είναι όμως ταυτόχρονα και η Ντένια Κουρούση –έχει μια δική της φρεσκάδα, το χνάρι της δικής της προσωπικότητας. Που σε συνδυασμό με το υπέροχο μπουζούκι του Σακελλαράκη κάνει θαύματα.

Αναγνωρίζω πως ο δίσκος δεν έχει, εκ των πραγμάτων, τη δύναμη να φλερτάρει με το ορόσημο –γιατί είναι τέκνο μιας άλλης εποχής, τις διαχρονικές απολήξεις της οποίας και εξερευνά. Ωστόσο, το Τι Παράξενη Κοπέλα μας συστήνει τη Ντένια Κουρούση ως μια απολαυστική νέα ερμηνεύτρια, ικανή να βγει ασπροπρόσωπη λέγοντας τραγούδια πολύ «βαριά», τα οποία εύκολα θα μπορούσαν να εκθέσουν ερμηνευτές με λιγότερη στόφα από τη δική της –μόνο τη Φωτεινή Βελεσιώτου μπορώ να φανταστώ να τα καταφέρνει τόσο καλά, υπό ελεγχόμενες συνθήκες και τη Νατάσσα Θεοδωρίδου. Σημειώστε λοιπόν το όνομά της. Εγώ τουλάχιστον θα περιμένω με ανυπομονησία να την ακούσω και σε πρωτότυπο υλικό, σε κάποιον μελλοντικό δίσκο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured