Ανεξάρτητα από την άποψη που μπορεί να έχει ο καθένας για τον Θανάση Παπακωνσταντίνου σαν δημιουργό, υποθέτω ότι κανείς δεν μπορεί να του καταλογίσει πως επαναπαύτηκε στις δάφνες του. Μέσα σε λιγότερο από είκοσι χρόνια δισκογραφικής παρουσίας, έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα ευδιάκριτο καλλιτεχνικό πρόσωπο διατηρώντας τις επαναλαμβανόμενες θεματικές του εμμονές (πώς αλλιώς;), δίχως όμως ν’ επαναπαύεται σε κάποιο πατενταρισμένο ύφος και δίχως να έχει επιχειρήσει ποτέ να δώσει στο κοινό μασημένη τροφή. Η εξέλιξη επιπλέον που παρατηρείται από την Αγία Νοσταλγία μέχρι σήμερα σε μουσικό, κυρίως, αλλά και σε στιχουργικό επίπεδο είναι σχεδόν εξωπραγματική. Μια εξέλιξη που οφείλεται προφανώς στο γεγονός πως, παρά την αναγνώρισή του, ο Παπακωνσταντίνου δεν σταμάτησε ποτέ να εμπλουτίζει τα ακούσματα, τα διαβάσματα και τα, εν γένει, ερεθίσματά του –γεγονός όχι απόλυτα σύνηθες στα ελληνικά δεδομένα. Κάθε νέα του δουλειά μοιάζει λοιπόν περισσότερο σαν ένα απόσταγμα των παραπάνω στοιχείων, παρά σαν μια ακόμα αναπαραγωγή του γνώριμου και πετυχημένου εαυτού του.  

Φτάνοντας, έτσι, στην καινούργια του δουλειά πρέπει να πούμε εξ’ αρχής πως ο Ελάχιστος Εαυτός δεν είναι ένα εύκολο άλμπουμ. Οι πρώτες ακροάσεις ενδεχομένως να ξενίσουν και τον πιο εξοικειωμένο με το έργο του δημιουργού. Τα περισσότερα τραγούδια στέκουν, θαρρείς, απόμακρα –με έναν ήχο κάπως «ψυχρό», που προκαλεί αρχικά μια αίσθηση ανοικειότητας. Το εναρκτήριο, ορχηστρικό, “Loco-Motivo” προαναγγέλει επιτυχημένα αυτό το ύφος. Η εγκατάλειψη μάλιστα από τον Παπακωνσταντίνου (σε μεγάλο βαθμό) της στιχουργικής αμεσότητας –που αποδεδειγμένα διαθέτει– στα περισσότερα τραγούδια δημιουργεί ένα σύνολο που περισσότερο έχει την απαίτηση να πλησιάσει ο ακροατής σ’ αυτό, παρά το αντίθετο. Μόλις όμως συμβεί κάτι τέτοιο τα τραγούδια σαν να ανθίζουν: αποκτούν άλλο χρώμα κι άλλη όψη. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το ομώνυμο “Ελάχιστος Εαυτός”, το οποίο σε μια πρώτη ματιά φαντάζει ως ένα αρκετά αλλόκοτο μουσικά (με αφετηρία τη λούπα ενός κιθαριστικού μέρους απ’ τη “Σάρα” στον Σαμάνο) και στιχουργικά, κομμάτι. Το ποίημα όμως που υπάρχει στον δίσκο, και που μέρος του απαγγέλλεται, βοηθάει στο να ξεκλειδώσει η ποιητική μεταφορά του όρου και βοηθάει στο ν’ αποκτήσει το τραγούδι (σταδιακά) τελείως διαφορετική υπόσταση, μετατρεπόμενο τελικά σε ουσιαστικό πυρήνα του άλμπουμ.

Η ένωση των λαϊκο-παραδοσιακών ακουσμάτων μ’ έναν Δυτικότροπο, ηλεκτρικό, ήχο που πρωτοεπιχειρήθηκε απ’ τον Παπακωνσταντίνου στον Βραχνό Προφήτη (έναν εμβληματικό δίσκο της πρώτης δεκαετίας του 2000), εδώ δίνει πια ένα τόσο εναρμονισμένο αποτέλεσμα, ώστε οι αποστάσεις φαντάζουν δυσδιάκριτες. Τα έξοχα “San Michele” και “Σιμούν” κουβαλούν κάτι από την αίγλη εκείνης της εποχής, δοσμένα όμως μ’ έναν ωριμότερο και ίσως πιο εκλεπτυσμένο τρόπο.

Ο Παπακωνσταντίνου δείχνει επίσης να μη φοβάται να αφήνει τους μουσικούς του να παίρνουν πρωτοβουλίες, συνδιαμορφώνοντας ουσιαστικά το μουσικό αποτέλεσμα. Έτσι, μετά από τις συνεργασίες με τον Μπάμπη Παπαδόπουλο, τους Λαϊκεδέλικα κ.α. που έγραψαν τη δική τους ιστορία, εδώ ο –μόνιμος συνεργάτης του τα τελευταία χρόνια– Φώτης Σιώτας αναλαμβάνει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου τη λιτή μα εμπνευσμένη ενορχήστρωση. Τα έγχορδά του έχουν μοιραία των πρώτο ρόλο στα περισσότερα τραγούδια, χωρίς όμως σε κανένα σημείο να υπερβάλλουν με την παρουσία τους εις βάρος της συνολικής ατμόσφαιρας. Ο Σιώτας συμβάλλει επίσης κι ερμηνευτικά, τραγουδώντας τα “Ποιος Θα Με Θυμάται” και “Σαν Παιδί”.

Ο υπαινικτικός και βαθιά εσωτερικός λόγος του Παπακωνσταντίνου έρχεται για ακόμα μία φορά να εντυπωσιάσει. Οι αλαφροΐσκιωτοι, οι ληστές των ορέων και τα στοιχεία της φύσης αποτελούν ξανά τους γνώριμους χαρακτήρες των τραγουδιών του. Οι θαυμάσιοι εικονοπλαστικοί του στίχοι ταξιδεύουν μέσα από υπόγειες διαδρομές για να φέρουν στην επιφάνεια πρόσωπα, αισθήματα και νοήματα ξεχασμένα αλλά καθόλου ξεπερασμένα. Ακόμα, οι δημοτικοφανείς στίχοι αγνώστου (ή μήπως πρόκειται περί κάποιου παιχνιδιού ταυτοτήτων;) στο “Του Έρωτα Και Του Θάνατου” δίνουν μια μακάβρια μα ενδιαφέρουσα εκδοχή για το πώς ο έρωτας μπόρεσε να νικήσει τον θάνατο, ενώ το ορχηστρικό “Φέγγαρος” δένει αρμονικά με την πολύ όμορφη φράση του ποιητή Νίκου Καρούζου (από απαγγελία του ίδιου): «Είμαι παντέρημος, όπως ο φέγγαρος ψηλά-ψηλά».

Στα πιο εξωστρεφή κομμάτια συγκαταλέγεται το “Ερώτηση Κρίσεως”, ένα ευρηματικά αντιφασιστικό τραγούδι παιγμένο με μια κιθάρα που καταλήγει σ' έναν οργιώδη, εμβατηριακό αυτοσχεδιασμό των μουσικών, καθώς και η “Ανταρκτική” –ένα περίτεχνο, ηλεκτρικό ντουέτο με τον Ορφέα Περίδη, όπου αποτυπώνονται οι στιγμές που η σκοτεινιά της ζωής κερδίζει τη μάχη έναντι της χαράς. Ο Περίδης συμμετέχει επίσης με μια χαμηλόφωνη, ταιριαστή ερμηνεία στη θεσπέσια “Ομίχλη”, μια νυχτερινή, μεταφυσική βόλτα με φόντο τα βουνά της Θεσσαλίας.

Το άλμπουμ κλείνει με μια, διόλου περιττή, περιαυτολογία. Το “Τα Τραγούδια Που Έγραψα” θίγει το χάσμα το οποίο μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσα στις προθέσεις του δημιουργού για το έργο του και την πρόσληψη που αυτό έχει από το κοινό: «Δεν θέλω τα τραγούδια που έγραψα ν’ ανάβουν αναπτήρες, θα ήθελα να σκίζουν τα μέτωπα, ν’ ανοίγουνε κρατήρες». Εδώ που τα λέμε, ο Παπακωνσταντίνου –ακολουθώντας έναν απόλυτα προσωπικό και, γι' αυτό, «ακαλούπωτο» δρόμο– είχε την τύχη από σχετικά νωρίς να γνωρίσει την αποδοχή και την αγάπη από μια όχι μικρή μερίδα του κόσμου, χωρίς αυτό να αλλάξει σε ανησυχητικό βαθμό την πορεία του. Ο φανατισμός όμως και η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται κάποιες φορές απ' τον κόσμο στις συναυλίες (σε μόνιμη βάση τα τελευταία χρόνια) δημιουργεί τη συγκεκριμένη αντίφαση, που ο δημιουργός φαίνεται να ξορκίζει με τους στίχους του: «Δε θα σ' αντέξω/ δε θα μ' αντέξεις ανώδυνα». 

Ο Ελάχιστος Εαυτός του Θανάση Παπακωνσταντίνου είναι ένα σπουδαίο άλμπουμ, το οποίο ξεχωρίζει άνετα μέσα στη σύγχρονη δισκογραφία –εκτός των άλλων, και για την, εξαίρετης αισθητικής, πανόδετη έκδοσή του. Και ασφαλώς επιδέχεται πολλαπλών ακροάσεων και αναγνώσεων: το πλήθος και η πρωτοτυπία των νοημάτων, των αναφορών και των ευρημάτων κάνει αναγκαία την επιστροφή και την επαναδιαπράγματευση, κάτι που εικάζω πως θα γίνεται πολύ συχνά στο μέλλον και με το υπόλοιπο έργο του τραγουδοποιού. Ο Παπακωνσταντίνου, μέσα από τα τραγούδια του αλλά και τη συνολική του παρουσία, αποδεικνύει διαρκώς πως αποτελεί μια σπάνια περίπτωση δημιουργού, εντελώς παράταιρου με το (συνολικά διαμορφωμένο) καλλιτεχνικό σκηνικό της χώρας.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured