Πριν από μερικά χρόνια, η πολιτιστική συνεργία Βόσπορος σε συνεργασία με τους Mode Plagal κυκλοφόρησε το εξαιρετικό CD Του Βοσπόρου Το Πέρα. Ελληνικές και τούρκικες μελωδίες, ιδωμένες μέσα από τις funk και jazz ενορχηστρώσεις των Mode Plagal, υπήρξε μία από τις καλύτερες προσπάθειες που διαπραγματεύτηκαν την κοινή καλλιτεχνική συνομιλία των δύο πολιτισμών. Η Βασιλική Παπαγεωργίου, η τραγουδίστρια και ένα από τα βασικά μέλη του συγκροτήματος Βόσπορος, με τον νέο της δίσκο Ελληνοτουρκικά μαζεύει τώρα 15 τραγούδια από την παράδοση των δύο χωρών αλλά και νεώτερα πονήματα εμβληματικών μουσικών προσωπικοτήτων, κυρίως της Ελλάδας –όπως του Χατζιδάκι, του Βαμβακάρη και του Ζαμπέτα. Αυτό που μου κίνησε αρχικά την περιέργεια είναι ο τρόπος με τον οποίο η Βασιλική Παπαγεωργίου φωτογραφίζεται για το εξώφυλλο του δίσκου. Κρατάει δηλαδή τα χέρια των συνεργατών της με αξιοσημείωτη θαλπωρή και αγάπη, ενώ το πρόσωπο και το χαμόγελό της παραπέμπουν σε μία άλλης εποχής γυναικεία φιγούρα.   Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε κανείς να προσδιορίσει την αίσθηση που βγάζουν οι ερμηνείες της. Μιλώ δηλαδή για μία διαπολιτισμική εκφραστική θαλπωρή, η οποία έχει ανάγκη να ενώσει και να αποδώσει τα συγκλίνοντα συναισθήματα δύο λαών με κοινή παράδοση και κουλτούρα. Ένα μουσικό αφιέρωμα που τρέχει μέσα στην ιστορία και αποδίδει με γλυκύτητα και αδιαμφισβήτητη νοσταλγία τους κοινούς λαϊκούς καημούς. Βέβαια, στα τραγούδια των Ελλήνων συνθετών που καλείται να ερμηνεύσει η Παπαγεωργίου στα Ελληνοτουρκικά, νιώθεις ότι μπαίνει κάποιες φορές σε μία λογική ακαδημαϊκής έκφρασης, η οποία ίσως να στερεί από αυτά τη λαϊκότητα (με την έννοια της αμεσότητας) που φαντάζει αναγκαία όταν μιλάμε για κομμάτια όπως τα “Ξημερώματα” του Ζαμπέτα και το “Απόψε Με Εγκατέλειψες” του Χρυσίνη. Όμως και πάλι νομίζω ότι αυτός ο τρόπος απόδοσης αποτελεί συνειδητή επιλογή, που ορίζεται από την ανάγκη μίας ερμηνευτικής αλληλουχίας –οδηγώντας έτσι σε μια συνεπή απόδοση των τραγουδιών από το πρώτο μέχρι το τελευταίο. Εντέλει, η  Παπαγεωργίου μπορεί και συμπυκνώνει με τις ερμηνείες της αισθητικές και εκφραστικές διαστάσεις που χαρακτηρίζουν τους πολιτισμούς των δύο λαών. Αυτό που αντιλαμβάνεσαι εν προκειμένω είναι ότι η καλλιτέχνης έχει αφομοιώσει πλήρως τις μουσικές τους συγκλίσεις. Και μιλώ για συγκλίσεις, διότι τα παραδοσιακά τραγούδια της Τουρκίας τα οποία περιλαμβάνονται στο άλμπουμ δείχνουν να είναι ένα αδιάσπαστο κομμάτι του κορμού των Ελληνοτουρκικών (προφανώς η ζυγαριά σε ποσότητα κλίνει προς τα ελληνικά τραγούδια). Στα περισσότερα από αυτά συμμετέχει με τις ερμηνείες του ο πολύ καλός μουσικός Engrin Aslan. Ξεχωρίζουν μακράν o καρσιλαμάς “Ela Gozlou Pirim Geldi” και το αισθαντικό “Muhabbet Baginda”. Σε αυτό το σημείο επιβάλλεται να μιλήσουμε για τον ρόλο της ενορχήστρωσης. Η επιλογή των μεν ελληνικών τραγουδιών να έχουν βάση το μπουζούκι του Νίκου Κράλλη, των δε τουρκικών το σάζι και το λαούτο του  Engrin Aslan, μοιάζει απλοϊκή μα είναι καθοριστική. Κι αυτό γιατί η αδιόρατη αίσθηση οικειότητας που αναπτύσσει ο ακροατής με αυτά τα τραγούδια επιτυγχάνεται με τη χρήση οργάνων τα οποία στηρίζουν βαθειά τις μουσικές ρίζες δύο λαών. Έτσι, η σκληρή διαχωριστική γραμμή που επιβάλει η εκφορά των δύο διαφορετικών γλωσσών έρχεται και εξυγιαίνεται με το ξύπνημα του συλλογικού βιώματος που προκαλούν οι ήχοι αυτών των εγχόρδων. Τελικά το μπουζούκι από τα δυτικά (ναι, εκ των πραγμάτων η Ελλάδα βρίσκεται δυτικότερα της Τουρκίας) και το σάζι από την Ανατολία θέτουν τόσες πολιτισμικές διαφορές όσες ομοιότητες επιβάλει η κοινή μνήμη, η κοινή καταγωγή δύο αιωνία συμπορευόμενων λαών. Αυτή η μουσική συμπόρευση, την οποία σκοπίμως επικαλούμαι, νομίζω ότι βρίσκει την απόλυτή της έκφραση στο τελευταίο κομμάτι του CD, όπου ο Κλέων Αντωνίου ερμηνεύει το παραδοσιακό “Από Κάτω Από Το Ραδίκι” που διαρκεί 13 και κάτι παραπάνω λεπτά. Σε αυτή τη μακρόσυρτη και νωχελική εκδοχή του τραγουδιού, οι μουσικοί καταφέρνουν να σκιαγραφήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη σύζευξη της Ανατολής με τη Δύση, τη μελαγχολία του Βοσπόρου και την απεραντοσύνη του Αιγαίου. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ακούγοντας αυτήν την εκδοχή αρθρώνεται σιγά-σιγά ένα κολλάζ αισθήσεων στην ψυχή του ακροατή, το οποίο έχει ως συστατικά διασταύρωσης όχι τις κοινές αναφορές αλλά αντίθετα τις ιδιαιτερότητες των δύο πολιτισμών. Κάπως έτσι, ο Ιμάμης από τον μιναρέ μετουσιώνεται στον ρεμπέτη του καπηλειού που μεθά με κρασί και γλυκαίνεται με ζεστό τσάι, όταν το γιουσουφάκι γεύεται κρητική ρακή και ο λουστράκος της απέναντι πλευράς χορεύει καρσιλαμά. Τα Ελληνοτουρκικά της Βασιλικής Παπαγεωργίου δεν έχουν την ευρηματικότητα και τη μουσική έκλαμψη της συνεργασίας του συγκροτήματος Βοσπόρος με τους Mode Plagal. Σίγουρα δεν έχουν όλα εκείνα τα στοιχεία που θα τον καθιστούσαν έναν δίσκο επιτομή για την παραδοσιακή μουσική. Όμως η ουσία αυτής της μουσικής κατάθεσης βρίσκεται αλλού. Δανείζομαι τα πολύ καίρια λόγια της Παπαγεωργίου που γράφονται στο ένθετο και σημειώνω εμφατικά ότι, πράγματι, αυτά τα τραγούδια είναι «λίγα τραγούδια θύμησης και αγάπης να μας ζεστάνουν την καρδιά, λίγα λόγια αξεπέραστα να κατευνάσουν τον πανταχόθεν βαλλόμενο νου μας». Και επειδή αυτός ο νους βάλλεται συνεχώς και ακατάπαυστα τον τελευταίο καιρό, τέτοιες δουλειές λειτουργούν ως νάμα για τον νου μα κυρίως λυτρωτικά για την ψυχή μας.  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured