Παρότι δεν υφίστανται για πάνω από δύο χρόνια, τα ηχηρά τους support έχουν καταστήσει τους Μαύρο Κόκκινο ένα γνώριμο όνομα στα αυτιά των θιασωτών συναυλιών, ήδη προτού κυκλοφορήσει αυτός ο (ομώνυμος) πρώτος δίσκος τους.  Ο οποίος και ξεκινάει με το “Σαντ Σονγκ”, που δικαίως έχει αυτοχρισθεί «radio friendly» διότι και σύντομο είναι, και καταφέρνει να μεταφέρει νερό στις χούφτες χωρίς τελικά να χυθεί το πολύτιμο υγρό. Συγκεντρώνει έτσι τα χαρακτηριστικά της μπάντας σε μόλις 2.55 λεπτά, συστήνοντας τις κοφτές κιθάρες και την ανθυπο-funky αίσθησή τους στη μελωδία (μαζί με μια υποψία “Know Your Rights” στη ρυθμική βάση του πρώτου κουπλέ), όπως και τη σωστή φωνή του Θοδωρή Σουρβίνου, η οποία και κυριαρχεί. Ο τελευταίος φέρνει μάλιστα τα περισσότερα θετικά πρόσημα στη μπάντα, καθώς το λαρύγγι του αποδεικνύεται σωστά τοποθετημένο πάνω στις μελωδίες και όχι στα ακόρντα – όπως κάνουν πολλοί, καταδικάζοντας έτσι τα συγκροτήματά τους στη μονοτονία. Βέβαια και ο Σουρβίνος τραγουδάει συνεχώς πάνω στο λα, πρόκειται όμως για ζήτημα το οποίο βαρύνει το σχήμα συνολικά και όχι τον ίδιο.  Στιχουργικά επίσης, ομολογώ ότι, ακόμα και όταν οι τρικλοποδιές της ενορχήστρωσης στήνουν παγίδες, τελικά ξεπερνιούνται με φανερά αλλά δεκτά (και έξυπνα) κόλπα από μεριάς του Σουρβίνου. Σημάδι πως έχει γίνει δουλειά σε επίπεδο «δεσίματος» και μάλιστα χωρίς κάτι τέτοιο να απαιτεί περικοπές στα προς απόδοση νοήματα. Το “Βαρετό” παίρνει άνετα το βραβείο του πιο εύστοχου τραγουδιού σε επίπεδο στίχων, μιας και αποδίδει με χιούμορ και με σαρκασμό την απορία του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στα πρότυπα έρωτα και σεξ που προβάλλονται και αυτόματα οικειοποιούνται από τους ανθρώπους. Αντιθέτως, στο “Αθήνα, Μη Φωνάζεις” η περιγραφή του κατάπτυστου αστικού πρωτευουσιάνικου ιστού δείχνει μάλλον επιδερμική, μιας και εστιάζει στα συμπτώματα και όχι στην αιτιολογία. Παρόλα αυτά περιέχει ένα από τα καλύτερα ξεσπάσματα της μπάντας σε οργανικό επίπεδο, εκεί προς το τελειωτικό κρεσέντο (και ας κουνάνε ολίγον τι τα drums). Στα δυνατά σημεία του πρώτου δίσκου των Μαύρο Κόκκινο συγκαταλέγονται επίσης η ηχοληψία και η μίξη των πρώτων και δεύτερων φωνών, ενώ στα συν βρίσκεται και το σωστό mastering, το οποίο κρατάει τα έξτρα πρίμα που αποπνέουν οι κιθάρες, ώστε να εξασφαλίζει την ομαλή ηχητική ροή των τραγουδιών. Οι Clash προκύπτουν σαφώς ως η μεγαλύτερη επιρροή των Μαύρο Κόκκινο και αυτό δεν εξάγεται σαν συμπέρασμα μόνο από την ευθεία αναφορά στον Strummer στο τραγούδι “Τζο”, αλλά και από τις διφωνίες που πολλές φορές διανθίζουν τις συνθέσεις, όπως και στα κοφτά ακόρντα που διατρέχουν τα 12 τραγούδια του δίσκου. Μια μεγαλύτερη απόσταση από ένα τόσο ηχηρό πρότυπο αναφοράς νομίζω ότι είναι εφικτή και θα βοηθήσει το συγκρότημα στην εξέλιξή του. Στις όποιες αντιρρήσεις, θα βάλω ακόμα το δυσκίνητο μπάσο του Στάθη Γυφτόπουλου, καθώς δεν ελίσσεται αλλά ουσιαστικά ακολουθεί τα τεκταινόμενα – ενώ, αποδεδειγμένα, και χώρο του δίνουν τόσο τα υπόλοιπα όργανα όσο και οι ενορχηστρώσεις, ενώ τον ευνοεί και το μουσικό είδος που υπηρετούν οι Μαύρο Κόκκινο.  Φαντάζομαι πάντως ότι το γενικότερο ζητούμενο για τη μπάντα είναι να λειτουργήσει και όχι να μονάσει σε αυτό τον ηχητικό θύλακα. Κάτι που περιμένω να διαπιστώσω στον επόμενο δίσκο τους, μιας και θεωρώ σίγουρο ότι ένα τόσο αξιοπρεπές ντεμπούτο θα έχει και συνέχεια.      

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured