Με τον μακρόσυρτο τίτλο Με Μακρυμάνικο Ζεσταίνεσαι Με Κοντομάνικο Κρυώνεις, ο Γιάννης Καραγιάννης (κοντραμπασίστας του jazz συγκροτήματος Take The Money And Run) υπογράφει την πρώτη του προσωπική δουλειά ως τραγουδοποιός. Δεκατρία δικά του, σε στίχους και μουσική, τραγούδια χαμηλών εντάσεων τα οποία ερμηνεύει μόνος του (συν τα ωραία φωνητικά της Γιασεμής σε κάποια τραγούδια) σε μια παραγωγή που έγινε σχεδόν εξ' ολοκλήρου από τον ίδιο και διακατέχεται έτσι από έναν έντονα προσωπικό χαρακτήρα. Το ρετρό εξώφυλλο με τη χαρτοκοπτική εντείνει αυτή την αίσθηση, παραπέμποντας σε παιδικές αναμνήσεις των 1980s. Το ζητούμενο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι το πόσο επιτυχημένα μπορούν τα λεπτά, προσωπικά στοιχεία, που κινητοποιούν τον δημιουργό σ' ένα πρώτο επίπεδο, να μετατραπούν τελικά σε ένα καλλιτεχνικό υλικό το οποίο να αφορά και τους (όποιους) άλλους.  Με τις πρώτες ακροάσεις δεν γίνεται απολύτως ξεκάθαρο αν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο Καραγιάννης δημιουργεί ένα χαλαρό και μελαγχολικό αλλά αρκετά στέρεο μουσικό περιβάλλον, με λιτή και καλόγουστη ενορχήστρωση (ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο, αρμόνιο και ντραμς) για να αφηγηθεί τις εσωτερικής φύσης ιστορίες του. Εσωτερικοί μονόλογοι, πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις και παραληρήματα συνθέτουν ένα σύνολο τραγουδιών που δεν πασχίζουν να εντυπωσιάσουν ή να τραβήξουν την προσοχή με υπερβολικά στολίδια. Τραγούδια δίχως ρεφραίν, που καμιά φορά στέκουν επί τούτου ανολοκλήρωτα.  Με λίγη μεγαλύτερη προσοχή και περισσότερες ακροάσεις, όμως, διαπιστώνει κανείς ότι όλα αυτά δεν προδίδουν απουσία νοήματος αλλά ακριβώς το αντίθετο. Με όπλα το υποδόριο χιούμορ, τη λεπτή ειρωνεία και το γνήσιο μα καλά κρυμμένο συναίσθημα κάποια τραγούδια (όπως το “Η Αμερική;” ή το “Κάπου Κάπου Στα Ξαφνικά”) αναδεικνύονται σε μικρά διαμαντάκια. Η “Ατσάλινη Γροθιά”, που περιγράφει το συναπάντημα δύο πρώην σ' ένα μπαρ, και το “Ο Κύκλος Με Τις Γκόμενες”, που παρατηρεί σαρκαστικά τα επανερχόμενα μοτίβα των σχέσεων, λειτουργούν ικανοποιητικά ως προς την αμεσότητά τους. Αξίζει επίσης να πούμε ότι οι λάτρεις των φιλμ νουάρ θα βρούνε αρκετές σινεφιλικές αναφορές στο άλμπουμ –με αποκορύφωμα το “Lisabeth Scott”, το οποίο μιλάει για μια βόλτα με τ' αμάξι συντροφιά με την κινηματογραφική femme fatale. Το ενδιαφέρον σ' όλα αυτά είναι πως διατυπώνονται μ' έναν τρόπο αποστασιοποιημένο, σχεδόν αδιάφορο και με στίχους που δεν φοβούνται να δηλώσουν την αμηχανία τους. Χαρακτηριστικό και έξοχο, κατ' εμέ, παράδειγμα: «Δεν πρόκειται να βγω μηχανολόγος/ φοβάμαι και να γίνω μουσικός/ γι' αυτό θα δω τον καιρό και αναλόγως/ για Βραζιλία θα την κάνω/ ή θα μείνω να πεθάνω/ ή θα πιω μια μπύρα και θα κοιμηθώ».  Είναι σαφές ότι όλα αυτά είναι δύσκολο να αγγίξουν τους πάντες, ενώ κάποιοι μπορεί να εκλάβουν ως μονοτονία το γεγονός πως το ύφος παραμένει ενιαίο καθόλη τη διάρκεια του άλμπουμ. Όντως η ατμόσφαιρα, ο τρόπος ερμηνείας, οι ενορχηστρώσεις ελάχιστα δείχνουν να εναλλάσσονται απ' το ένα κομμάτι στο άλλο. Εν τέλει πιστεύω πάντως πως αυτή η ιδιαιτερότητα και το προσωπικό ύφος που ο Καραγιάννης επιτυγχάνει να μπολιάσει στα τραγούδια του είναι αυτό που απαντάει θετικά στο αρχικό ζητούμενο το οποίο είχαμε θέσει. Τελικά ο, κάπως παράδοξος, τίτλος του άλμπουμ φαίνεται να δικαιώνεται απ' το άκουσμα των τραγουδιών, τα οποία περιγράφουν στο σύνολό τους ένα αίσθημα ανοικειότητας. Οι ήρωες των τραγουδιών βιώνουν ένα είδος απομόνωσης, μια δυσκολία επικοινωνίας, ενώ δεν φαίνονται να αισθάνονται ότι ανήκουν πουθενά. Είναι άτομα που «δεν βγαίνουν απ' το σπίτι, όμως πάνε συχνά στην ...Αμερική». Αν κάποιος βγάζει νόημα απ' τα παραπάνω είναι πιθανό πως θα βρει ενδιαφέρον στο Με Μακρυμάνικο Ζεσταίνεσαι Με Κοντομάνικο Κρυώνεις του Γιάννη Καραγιάννη. Οι υπόλοιποι απλά ας προσπεράσουν.   

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured