«Τώρα ξέρουμε ότι είμαστε έτοιμοι να γίνουμε αστροναύτες» – τάδε έφη το, εκ παραφράσεως της τελευταίας ανάσας του “Retroic” («Mammy know we will never be astronauts»), νέο modus operandi ενός από τα μέλη του εγχώριου αγγλόφωνου τρίπτυχου των Film. Όπως αυτό, σημειακά τουλάχιστον, σχηματίστηκε στο μουσικοφιλικό υποσυνείδητο όσων βρέθηκαν στην κατάληξη της προ τριετίας περιοδείας τους – όταν 1200 περίπου άτομα συνέρευσαν στον Κεραμεικό για να διατρανώσουν τη λατρεία τόσο στους ίδιους, όσο και στους Closer και στους Raining Pleasure. Και αν οι πρώτοι έχουν να δώσουν συνθετικά σημεία ζωής απο το υποδειγματικό φερώνυμο άλμπουμ του 2006 ενώ οι έσχατοι μαδάνε τη μαργαρίτα του αναμασήματος βαλτωμένων pop/rock καλουπιών αναζητώντας την Ιουλιέτα της ζωοποιούς εμπνεύσεως, οι Film απογαλακτίζονται μια και καλή από την τροφό του ντόπιου indie με το «δύσκολο» τρίτο άλμπουμ τους, Persona.  Εκπλήσσοντας ίσως ακόμα και τους εαυτούς τους με τη μουσικο-αισθητική στροφή που επιχειρούν σε νεοσυντηρητικούς καιρούς ρετρό αναδιπλώσεων. Αν το πεντανόστιμο, ημιφωτισμένο ουρί του φουτουρισμού το οποίο κοσμεί το εξώφυλλο του νέου τους δίσκου δεν συνιστά αυταξία απόκτησής του, τι να σας πω: συνεχίστε την ανάγνωση. Στα pitch η Ελένη Τζαβάρα (Etten πια), στο ταρτάν η Ιφιγένεια Atkinson: ψύχραιμη και μελετημένη, με απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων αφήνει επιτέλους την αποπτύχωση των πολυπλόκαμων συνθέσεων, εμμέσως αποτρέποντας επί τούτω ηχητικές εκτροπές και ρεφρενιστικά κρεσέντα προς εύπεπτη κατανάλωση – δεν ξεμπερδεύεις μαζί της αποδίδοντάς της εξ’ ορισμού τον χαρακτηρισμό «αιθέρια». Όμως αυτή αποτελεί μόλις μία από τις συνιστώσες της αλλαγής: το απειλητικό σφυροκόπημα της rhythm section στο “Airbus” δίνει τη θέση του στις α-λα-Blonde Readhead κουδουνιστές κιθάρες, τα στακάτα drumbeats και τις εκπληκτικά καίριες τοποθετήσεις πνευστών και εγχόρδων (σαξόφωνο άλτο, τρομπέτα, βιολί και τσέλο κατά περίπτωση) – απότοκο υποδειγματική παραγωγής και επίπονα κατακτηθείσας μουσικότητας. Οι νυχτόβιες jazz διαθέσεις του “Berlin” συμφύρονται με τις ambient-rock αναπτύξεις του πανέμορφου “Private” με τέτοια φυσικότητα ώστε καθίσταται σχεδόν αδύνατη η αποκόλληση ενός κομματιού από το σώμα του δίσκου.  Σε πείσμα των καιρών, το Persona ακούγεται απο την αρχή ως το τέλος, ως ένα παιχνίδι σύνθεσης τεμαχίων προορισμένα να αποκαλύψουν το μυστικό τους μόνο στο φινάλε. Στο ηλεκτροφόρο «Tmwts» ψάχνεις στα credits να βρεις καταχώρηση σχετική με τον Johnny Greenwood, αλλά πέφτεις πάνω στην καθοριστική συνεισφορά του Μανώλη Αγγελάκη (παραγωγός της μπάντας στα 2 προηγούμενα άλμπουμ), του οποίου τα διαπιστευτήρια ξεπερνούν τις εύηχες slide κιθάρες και επεκτείνονται στη σφαιρικότερη αισθητική και ηχητική διαχείριση ενός δύσκολου υλικού – υποβοηθώντας συμβατικότερες guitar-pop συνθέσεις όπως το “Prince” και φολκίζουσες μπαλάντες σαν το “Long Coffee Break” (με φωνητικά από την Εβίρα των Abbie Gale) οι οποίες κοιτάζουν ξεκάθαρα το όχι και τόσο κοντινό παρελθόν, να αφορούν ακόμα και σήμερα.  Το new wave/brit-pop ορυχείο μπορεί να αιμοδότησε και να συνεχίζει να συνεισφέρει λίθους έμνπευσης σε αγγλόφωνα σχήματα του μισού άλμπουμ και των δυο ραδιοφωνικών-τηλεφωνικών hit, όμως η απόσταση που διένυσαν οι Film από το συνθηματολογικό wah-wah του “Stop-Stop” και απο τη «breaking band» φήμη του “Jokulhlaup” έως την πυκνογραμένη ματαιότητα των σύγχρονων αστικών νευρώσεων – όπως υφαίνονται με διαλυτικά κυνικό τρόπο τόσο στο “Retroic” όσο και στο “Filter” – δεν ναρκοθετείται σχεδόν πουθενά. Δεν φρονώ πως το Persona χρήζει περαιτέρω αναλύσεων. Πονήματα αυτού του βεληνεκούς μπορούν, εκτός από εξαγώγιμα προϊόντα popular κουλτούρας μιας ακραιφνώς αντιπαραγωγικής χώρας, να επανακαθορίσουν τη σχέση του μέσου ακροατή με την καλπάζουσα δυναμική της μη ελληνόφωνης παραγωγής: με τα ίδια τους τα λόγια, «... Νow we are Electric»…      

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured