Εδώ και αρκετό διάστημα, η Ελένη Τσαλιγοπούλου έχει ξεφύγει από τα στενά όρια του έντεχνου/λαϊκού/παραδοσιακού ήχου με τον οποίον τη γνωρίσαμε την προηγούμενη δεκαετία. Ειδικά με αφορμή τη σχεδόν μόνιμη συνεργασία της με τον τραγουδοποιό Κώστα Λειβαδά, έχει κάνει ανοίγματα και πειραματισμούς σε πιο pop, rock, ακόμα και σε ηλεκτρονικά μονοπάτια, με αξιοσημείωτα και άκρως ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Στη live αυτή δουλειά - η οποία έγινε στα πλαίσια συμμετοχής της στο 1ο Secret Concert φεστιβάλ, διοργάνωση του γνωστού μουσικού καναλιού MAD - η Τσαλιγοπούλου συνάντησε τους Μίκρο, που της προσφέρανε τη δυνατότητα για ηλεκτρονικούς πειραματισμούς έξω από τα συνήθη στεγανά. Μαζί παρουσίασαν μία σειρά από διασκευές παλαιότερων τραγουδιών, κινούμενες στην πλειοψηφία τους στα όρια του Ελαφρού τραγουδιού των δεκαετιών 1960, 1970, 1980, στις οποίες προσθέσανε και υλικό από τη δική τους πορεία. Οι Μίκρο εξάλλου έχουν ήδη δώσει διαπιστευτήρια για την ικανότητά τους να παρουσιάζουν γνωστά κομμάτια με νέο στιλ και φρεσκάδα - αξίζει π.χ. εδώ να αναφέρουμε την εξαιρετική διασκευή στον “Ωκεανό” της Καίτης Κουλλιά. Δυστυχώς όμως η εν λόγω προσπάθειά τους, παρά το κέφι και τις καλές προθέσεις, μάλλον δείχνει να μην φέρνει τα ποθητά αποτελέσματα. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Οι Μίκρο διασκευάζουν εννέα συνθέσεις, μία παραδοσιακή και οκτώ επώνυμες, των Κώστα Γιαννίδη, Μίμη Πλέσσα, Μάνου Χατζιδάκι, Γεράσιμου Λαβράνου, Γιώργου Μουζάκη, Μίκη Θεοδωράκη, Lee Hazlewood και Λένας Πλάτωνος, στις οποίες δίνουν μία ηλεκτρονική χροιά, στο γνώριμο ύφος τους. Και αν στο πρώτο άκουσμα μένει η γλυκιά γεύση μιας χαριτωμένης, «λαουντζοειδούς» electro-pop, μια δεύτερη ακρόαση απογυμνώνει τις διασκευές από το αρχικό τους φαινομενικό ενδιαφέρον, καθιστώντας τις μέτριες αποδώσεις των εξαιρετικών πρωτότυπων τραγουδιών. Ακόμα και εκεί που προσπαθούν να δώσουν κάτι διαφορετικό και καινούριο (όπως π.χ. στο “Ξύπνα Αγάπη Μου”, όπου χρησιμοποιούν sample από το “I Feel Love” της Donna Summer, ή στο παραδοσιακό “Το Φεγγάρι Κάνει Βόλτα”, όπου ενσωματώνουν sample από την εκτέλεση των Primal Scream στο “Some Velvet Morning” του Lee Hazlewood), το αποτέλεσμα καταδεικνύει μία προσπάθεια για εύκολο εντυπωσιασμό, παραμένοντας αδιάφορο. Αποκορύφωμα αποτελεί η διασκευή στο “Σαμποτάζ” της Πλάτωνος, στην ακρόαση της οποίας και ο πιο ανεκτικός σε «πειραγμένα» παλαιότερα ακούσματα ακροατής θα εξανίστατο. Μια εκτέλεση - στην κυριολεξία! - που αφαιρεί από το τραγούδι όλο το ειδικό βάρος το οποίο φέρει για την ελληνική ηλεκτρονική μουσική, τόσο μουσικά, όσο και ιστορικά, χωρίς παράλληλα να του δίνει κάποια νέα καλλιτεχνική διάσταση. Αν μάλιστα η μελωδική διασκευή υποβαθμίζει το σπουδαίο αυτό τραγούδι, το φωνητικό ντουέτο μεταξύ της Τσαλιγοπούλου και της Ρίας Μαζίνη το καταβαραθρώνει, καθιστώντας το σχεδόν ενοχλητικό. Με αφορμή την αμέσως παραπάνω επισήμανση, δράττομαι της ευκαιρίας να αναφερθώ σε ό,τι θεωρώ ως το βασικότερο πρόβλημα του album. Παρόλες τις φιλότιμες προσπάθειές της, η Τσαλιγοπούλου προσφέρει επίπεδες και άχρωμες ερμηνείες, που δεν δίνουν ζωή στα τραγούδια. Ενδεχομένως να μην ήταν έτοιμη για ένα τόσο μεγάλο άνοιγμα σε έναν τελείως ξένο γι’ αυτήν ήχο, και μάλιστα στα πλαίσια ενός live. Φοβάμαι, όμως, ότι το πρόβλημα δεν εντοπίζεται τόσο στη σχεδόν ανύπαρκτη θητεία της στο συγκεκριμένο είδος, όσο στο γεγονός ότι ούτε η χροιά της, αλλά ούτε οι μουσικές της καταβολές τη βοηθούν για αυτό που επιχειρεί να κάνει εδώ. Γι΄ αυτό και δεν είναι ίσως τυχαίο πως η χειρότερη ερμηνεία της εντοπίζεται, κατά τη γνώμη μου, στο “Άσπρη Σοκολάτα” των Μίκρο, όπου μουσική και τραγουδίστρια ακούγονται σαν δύο τελείως ξένα σώματα. Τις παραπάνω παρατηρήσεις έρχεται να επιβεβαιώσει, από την αντίθετη κατεύθυνση, η ερμηνεία της τόσο στα δικά της “Εγώ Σ’ Αγάπησα Εδώ” και “Είναι Εντάξει Μαζί Μου”, όσο και στο παραδοσιακό “Το Φεγγάρι Κάνει Βόλτα” - όπου τραγουδάει με πάθος, εκφραστικότητα και δυναμισμό, αντάξια της πορείας και των ικανοτήτων της. Παράλειψη θα αποτελούσε η μη αναφορά μου στην έτερη ερμηνευτική παρουσία του album, αυτή της Ρίας Μαζίνη των Μίκρο, την οποία ακούμε σε τρία τραγούδια, που, εξαιτίας των περιορισμένων, έως ανύπαρκτων, φωνητικών της δυνατοτήτων, καταλήγουν να συγκαταλέγονται στις χειρότερες στιγμές του δίσκου ( π.χ. το “These Boots Are Made For Walking”).Εν κατακλείδι, για όσους από εσάς ψάχνουν μία νέα μουσική πρόταση πάνω σε παλιά ακούσματα με άποψη και προσωπικό στίγμα, η απογοήτευση θα είναι αναπόφευκτη. Εάν πάλι είστε ανάμεσα σε όσους αρκούνται στην ανάλαφρη και χαρούμενη αίσθηση που αποπνέει ο δίσκος, αδιαφορώντας για το παρελθόν των περιεχόμενων επιλογών, τότε μάλλον θα τελειώσετε την ακρόαση με πλατύ χαμόγελο και απόλυτα feel good διάθεση.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured