Έχουν περάσει 16 χρόνια απ’όταν η νεαρή τραγουδοποιός και καθηγήτρια πιάνου Μαρία Βουμβάκη κέρδισε το πρώτο βραβείο στον Διαγωνισμό Τραγουδιού της Καλαμάτας, μαζί με μια θέση στην καρδιά του Μάνου Χατζιδάκι - ο οποίος και έσπευσε να της προτείνει συνεργασία με τον Σείριο. Τα νικητήρια τραγούδια “Η Ιστορία Και Η Ευτυχία” και “Το Τέλος Της Γραμμής” έμελλε να αποτελέσουν δύο από τις ομορφότερες στιγμές του Μέσα Σε Πόλεις Και Σε Κύματα Συγχρόνως, ένος δίσκου πολύ «μεγάλου», που δυστυχώς έμεινε στην αφάνεια, όπως έχει συμβεί και με άλλους «μεγάλους» δίσκους στη χώρα μας. Έπειτα από ένα ακόμα album, το συμπαθητικό μα άνισο Πρόβες Αποχαιρετισμού (1999), ακολούθησε πολύχρονη σιωπή. Σιωπή που τελικά έσπασε το Τερραίν Του Παραδείσου, μια συλλογή από μελοποιημένα ποίηματα - ύμνους στη ζωή και στον θάνατο, τον έρωτα, τη μοναξιά και τον χρόνο. Τα μαλλιά της Μαρίας Βουμβάκη μπορεί να γκρίζαραν στο μεσοδιάστημα, αλλά η φωνή της έχει διατηρήσει άφθαρτη την παιδικότητα και την κοριτσίστικη δροσιά της, όντας ταυτόχρονα στιβαρή και εκφραστική, εννοώντας κυριολεκτικά την κάθε λέξη που προφέρει. Από την εισαγωγή με το ορχηστρικό “Ένα Κρυμμένο Ποίημα”, το οποίο καλεί τον ακροατή να ταιριάξει στη μελωδία ένα δικό του ποίημα - όπως αναφέρεται και στο επίσημο site της τραγουδοποιού - μέχρι τον πεσιμισμό του Καρυωτάκη και της Μαρίας Πολυδούρη (“Όταν Κατέβουμε...”, ”Σεμνότης”), τον σουρεαλισμό της Κικής Δημουλά (“Συνέντευξις”), και την πληγωμένη νοσταλγικότητα του Ελύτη (“Κοχύλι”), η Βουμβάκη επιχειρεί να μας ταξιδέψει με λόγια «δανεικά» μα, κατά τη γνώμη μου, επιμελώς διαλεγμένα. Να μας ταξιδέψει σε ένα κόσμο διαχρονικό και αληθινό, όπου οι μεμονωμένοι ήρωες οι οποίοι εξυμνούνται σε αυτόν, μαζί με όλα τα προσωπικά τους αδιέξοδα, αναγάγονται σε κάτι το συνολικότερο. Σε κάτι, δηλαδή, που μπορεί κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες να αφορά τον κάθε άνθρωπο, τουλάχιστον τον κάθε άνθρωπο που κουβαλά έστω και κάτι...λίγο μέσα του. Πότε βασισμένες σε ένα απόλυτα λιτό πιάνο και πότε σε φωτεινούς ηλεκτρονικούς πειραματισμούς με synths και παραμορφωτές, οι ενορχηστρώσεις «ξεκλειδώνουν» τα ποίηματα, βγάζοντας από μέσα τους την κρυμμένη μουσική τους, τη θαμμένη θαρρείς φωνή των ίδιων τους των ποιητών, η οποία δεν μπορεί να ακουστεί μέσα από το χαρτί. Και όχι μονάχα αυτό - εμφανίζουν επίσης ποικιλία ακόμα και μέσα στο πλαίσια της ίδιας μελοποίησης, ανάλογα με τη συναισθηματική βαρύτητα του κάθε στίχου (“Μυχιοθήκη”, “Το Περασμά Σου”), πράγμα το οποίο διακρίνεται έντονα ακόμα και σε λιγότερο πετυχημένες στιγμές, όπως π.χ. στην κάπως μόνοτονη μελοποίηση του αποσπάσματος από τη “Στέρνα” του Γιώργου Σεφέρη. Ακούγοντάς τις είναι λες και τα ποιήματα-τραγούδια έχουν ξεχυθεί ένα-ένα μέσα στο μικρό σου δωμάτιο και σου μιλάνε, λέγοντάς σου πράγματα που ένιωθες εχθές και θα νιώθεις πιθανότατα και αύριο: «Χρόνους και χρόνους κολυμπάω/που να ’ναι η αγάπη για να πάω;/Έφαγε η θάλασσα τον βράχο/και έμεινε το νησί μονάχο» (“Κοχύλι”) ή «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ/Μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη» (“Τα Τείχη”). Και όλα τα παραπάνω στα λένε με μία φωνή, αυτή της Βουμβάκη, η οποία άλλοτε διαλέγει να ψιθυρίζει (“Προεόρτιον”) και άλλοτε να μιλά επιθετικά (“Σεμνότης”), περισσότερο απαγγέλοντας τους στίχους, παρά τραγουδώντας τους. Στα λένε, τέλος, μέσα από μία δισκογραφική δουλειά που ξεπερνάει κάθε τυχόν ενδοιασμό γύρω από τη χρησιμότητα ύπαρξης μιας ακόμα συλλογής μελοποιήσεων πολυ-τραγουδισμένων ποιητών. Δουλειά η οποία προέρχεται από μια τραγουδοποιό που είναι πολύ δύσκολο να χωρέσει στα στενά όρια ενός μόνο είδους μουσικής. Κάτι όμως που μάλλον αποτελεί τμήμα της σπάνιας γοητείας της.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured