Λίγο πολύ κοντεύαμε να ξεχάσουμε ότι τέσσερα χρόνια πριν, το album «Παιχνίδια με τον διάβολο» - η στροφή του Νίκου Πορτοκάλογλου προς ένα πιο φυσικό και λιγότερο ελληνοφανή ήχο - είχε γίνει δεκτή με ενθουσιασμό από το σύνολο του ελληνικού Τύπου. Αν θυμάμαι καλά ο Αργύρης Ζήλος είχε φτάσει σε μάλλον ακραίες συμπερασματικές εξάρσεις, βαπτίζοντάς τον ως ίσως τον κορυφαίο ελληνικό δίσκο της δεκαετίας, ενώ από τούτη την έκδοση είχε επίσης συγκεντρώσει το άλμπουμ διθυραμβικά σχόλια για τη μεστότητα και την ουσιαστική υποστήριξη της στροφής αυτής. Ανήσυχος ων, δύο χρόνια μετά, άφησε πίσω του ως διάλειμμα αυτό το "βίτσιο", χάριν μιας σαουντρακικής συνέχειας του "Βαλκανιζατέρ". Κι εκεί, όμως κατόρθωσε να φυτρώσει στον ήχο του μια αυτόνομη μουσική έκφραση του δυτικο-ανατολικού μπλεξίματος της ταινίας, κι όχι απλώς να μας δώσει μια μουσική επένδυση της. Οι λούπες και το programming έμπαιναν δυναμικά στον πειθαρχημένο χώρο της παράδοσής μας, με αποτελέσματα από θαυμαστά μέχρι ολίγον τι φολκλόρ. Η νέα του δουλειά πάντως φαίνεται να κινείται κάπου ενδιάμεσα στις δύο φαινομενικά αντιφατικές του εκφράσεις, χωρίς όμως διάθεση σύζευξης. Μάλλον με διάθεση να συνυπάρξουν όλα αυτά, με την εμπειρία όλων αυτών των χρόνων. Έτσι η αρχή ξεκινά με τον κοινό αισθητικό παρονομαστή της τελευταίας δουλειάς. Στη "Δίψα" η μπιτάτη κιθαριστική ποπ συναντάται με την κρητική λύρα του Μάνου Πυροβολάκη, τα drums ενισχύουν τις λούπες και οι φωνές δημιουργούν αλληλουχίες αρμονιών. Σκηνικό λίγο πολύ γνώριμο, όπως και η συνέχεια με το ξεσηκωτικό "Μετρώ τα κύματα", ένα γεμάτο πνευστά ηλεκτρονικό τσιφτετέλι που θυμίζει στην ενορχηστρωτική σύλληψή του το "Θάλασσά μου σκοτεινή". Κι εδώ πάλι τα βαλκάνια αναμειγνύονται με τη λύρα και μια εμβόλιμη ηλεκτρική κιθάρα, διαθέτοντας δε κι ένα από τα πιο εύστοχα απλά σλόγκαν, κρυμμένο στον κατά βάση χιτάδικο κορμό του: "Ελευθερία χωρίς αγάπη φως μου είναι ποτάμι χωρίς νερό". Από εκεί αρχίζει σιγά σιγά και μας γυρίζει προς τα πίσω, αφού στο "Όσο κρατά ένα φιλί", η ποπ του γίνεται mid tempo με κάποια σκόρπια breaks, ο τόνος μελαγχολικός και παραπονιάρικος αλά "Που ήσουνα φως μου" κι ο στίχος λιτός, αλλά από τους καλύτερους εδώ ("Όσο κρατάει μια ανάσα, καρδιά μου, όσο κρατά ένα φιλί, τόσο σε είχα δικιά μου..."). Σιγά σιγά η ποπ αυτή γίνεται στρογγυλοποιημένη, ηλεκτρονική και κιθαριστική ταυτόχρονα, με υπέροχα έγχορδα ("Είδα στα μάτια σου τον κόσμο"). H επιθετική ηλεκτρονική μπαλλάντα με πιάνο που ενορχηστρωτικά φτάνει τις καλές στιγμές της διεθνούς παραγωγής ("Η σκιά") και η ομαλή αισθητική διαδοχή μας οδηγούν στο πανέμορφο "Χάδι" με τη Μελίνα Ασλανίδου, όπου πλούσια έγχορδα συνοδεύουν την ταιριαστή slide κιθάρα στα παραπονιάρικα γυρίσματα. Η απλότητα και η μαγεία του βρίσκεται στο ότι έχει γραφτεί όχι μόνο από μια γυναίκα (μαζί μ' εκείνον μόνο, αλλά αρκετά βιωματικά, οπότε θα το χρεώσουμε στην καθαρά γυναικεία γραφή), αλλά την γυναίκα του ("Εγώ ο άνθρωπός σου δεν είμαι πια. Ενας κρυφός καημός σου μόνους μας κρατά.. Σε πήρε η νύχτα, το σκοτάδι, τι το θες το χάδι")! Από εκεί τα πράγματα επανέρχονται σιγά σιγά στο ύφος τς τελευταίας δουλειάς: Το "Δως μου να πιω" είναι ενα αμανέδικο ηλεκτρονικό βαλκανοέθνικ που παρά τη φευγάτη παραγωγή, είναι από τις αδύναμες συνθετικές συνθέσεις του δίσκου, στο "Μόνο μια στιγμή" το ίδιο beat συνεχίζεται, αλλά χαμηλώνουν οι τόνοι, ενώ στο "Γίνε κομμάτια" με την Ανδριάννα Μπάμπαλη, έχουμε μια ευχάριστη, αλλά μάλλον παρωχημένη μείξη Manu Chao με Μπρεγκοβιτσικά πνευστά. Καλά χωμένο κι ένα ηλεκτρικό πιάνο, μ' ένα διακριτικό hammond να επεμβαίνει στιγμιαία στα ξεσπάσματα -τουτέστιν, άψογη δουλειά στην παραγωγή. Το τέλος ανήκει πάλι στη μπάντα και τον πιο φυσικό ήχο της, αφού μεν η αρχή στο "Τώρα ή Ποτέ" μας βάζει σιγά σιγά στο κλίμα ως μία πομπώδης - αλλά ευτυχώς όχι αποκρουστική - μπαλλάντα με έγχορδα σαουντρακικής υπερβολής, αλλά στο "Τραγούδι του πούλμαν", η ρυθμική κιθαριστική ποπ που τόσο φαίνεται να γουστάρει ζωντανά, υποβοηθούμενη από ένα φευγάτο ρεφρέν και την εύστοχη πάλι χρήση της slide κιθάρας, παίρνει την εκδίκησή της. Το "Η δίνη", μπορεί να θυμίζει πλέον τις ελεγείες των Starsailor, αλλά σε πολλούς και τις παλιές του, αγνές εξομολογήσεις - ακουστική κιθάρα κι υπέροχο πιάνο μας κάνουν τον θαυμαστό συνδυασμό, προτού μας αποχαιρετίσει με το "Υ.Γ. Χρωστάμε τη γιορτή", με ένα ρυθμικό και φωτεινό φανκάκι δηλαδή, με άρωμα αρένας και έτοιμα να ξεφύγουν πνευστά. Φαντάζομαι ότι ζωντανά θα το τραβούν όσο δεν πάει.Η "Δίψα" είναι δίσκος που άλλοτε καταφεύγει στον τσελεμεντέ της διεθνούς κιθαριστικής ποπ, ακούσια μεν καθώς όλα αυτά βρίσκονται έτσι κι αλλιώς κρυμμένα στην κυτταρική μνήμη του βασικού δημιουργού, κι άλλοτε αξιοποιεί για άλλη μια φορά τη βαλκανική σπορά στον ελληνικό "ποιοτικό" ήχο τα τελευταία χρόνια, αλλά και πάλι με μια απαράμιλλη αίσθηση φρεσκάδας, τουλάχιστον τώρα που ένας κύκλος φαίνεται να κλείνει ομαλά. Και, χωρίς να αδικώ τον ίδιο τον Νίκο Πορτοκάλογλου, έχω την αίσθηση ότι κυρίαρχη είναι και πάλι η συνεισφορά του Χρυσόστομου Μουράτογλου, με το programming και την κατά το ήμισυ συμμετοχή του στην ενορχηστρωτική διαδικασία (εκείνη που παντού πλην της χώρας μας αποκαλούν παραγωγή για το συνολικό και καθοριστικό της χαρακτήρα στη δημιουργία).Το θέμα είναι μετά από εδώ, τι, αφού φαίνεται να κλείνουν μεν διάφοροι κύκλοι κι ενοποιούνται - κάποιες φορές και με έκδηλη αμηχανία - πειράματα σε ένα υφολογικό ιστό με μόνο γνώμονα την αλληλοδιαδοχή τους στα πλαίσια ενός άλμπουμ. Σκέψη μεν έξυπνη μα όχι και αρκετή για να συστήσει κάτι νέο και αισθητικά ενιαίο, παρά την ομολογουμένως φοβερή δουλειά στα έγχορδα και την πιο global ερμηνεία της ελληνικότητας. Χωρίς να ρυτιδώνεται αρκετά από την προσπάθεια στην αρχή να επαναληφθούν κάποια εθνοηλεκτρονικά μοτίβα, αποκτά σιγά σιγά την διάστασή της όταν κιθάρες, μαντολίνα, τζουράδες, φλογέρες, τσαμπούνες και slide κιθάρες, τσέλο, βιόλες, σαξόφωνα και νέι, βγαίνουν έξω διακριτικά και με υπομονή, στα πλαίσια όχι μιας φιλοσοφίας "βάλτε τα όλα να ξεδώσουμε και να φανούν", αλλά κατόπιν εντατικής δουλειάς από τον Άκη Κατσουπάκη (ενορχήστρωση εγχόρδων) και Δημήτρη Τσάκα (ενορχήστρωση πνευστών).Αυτό πάντως προβλέπω είναι στο διάδοχο άλμπουμ να κρατά λίγο ακόμα στην ατμόσφαιρα τον μυρωδάτο αέρα της πολυσυλλεκτικότητας, κάτι που δεν θα μας χαλάσει, αρκεί ο έτσι κι αλλιώς μη ρηξικέλευθος λόγος των στίχων του να δουλευτεί λίγο περισσότερο απ' ό,τι συνέβη αυτή τη φορά, χωρίς να σημαίνει ότι απαιτούμε λεκτικές υπερβολές. Πάντως, όσο κι αν η διάθεσή σου προσκρούει επί των υφάλων της μερικής ανακύκλωσης και των αρκετών ευκολιών στο στίχο, δεν μπορείς να μην αναγνωρίσεις ότι ο τίτλος του άλμπουμ δικαιολογείται απόλυτα όχι μόνο από το ομώνυμο opening track, αλλά από την -σε περίοπτη θέση- παρουσία του υγρού στοιχείου στα μισά τραγούδια του άλμπουμ: "Μετρώ τα κύματα", "Δως μου να πιω" ("...να πιω να ξεδιψάσω"), "Γίνε Κομμάτια" ("ποια δίψα... Αποψε σ' οδηγά"), "Το τραγούδι του πούλμαν" ("σαν νερό κυλάμε, σ'ενα ποταμό δίχως γνώμονα"), "Η Δίνη" ("πιο βαθιά βουτάω"). Κάτι είναι κι αυτό...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured