Η φολκ τραγουδίστρια-συνθέτρια από το Portland, που γράφει μουσική με τον πιο λογοτεχνικό τρόπο, παίρνει διαζύγιο και καθόλου μπορεί να μην σε ενδιαφέρει, αλλά αυτός είναι ο βασικός λόγος που το δωδέκατο άλμπουμ της, με τίτλο Found Light τα πάει τόσο καλά.

Γεμάτα ειλικρίνεια, ένα πληγωμένο μυαλό και μια ραγισμένη καρδιά περνούν στην αναγέννηση στίχο στίχο μέσα από τις μελαγχολικές συνθέσεις της Laura Veirs  που παραδίδει μαθήματα σθένους και επανεκκίνησης. Η διάλυση μιας σχέσης που σίγουρα είχαμε καταλάβει από το προηγούμενο άλμπουμ -αφού περνούσε ασυνείδητα στο "My Echo"- εδώ γίνεται πραγματικότητα και μπράβο στη Laura Veirs, γιατί, εκτός από την προσωπική της απώλεια, ξεπερνά με πολύ μεγάλη προσπάθεια την ανασφάλεια του να αναλάβει κάποιος άλλος μετά από έντεκα άλμπουμ την παραγωγή του νέου της δίσκου -που αναλάμβανε πάντοτε ο πρώην σύζυγός της- και αυτός είναι ο παλιός της φίλος Shahzad Ismaily που παίρνει τα ηνία και βάζει και την ίδια στο παιχνίδι.

Ένα άλμπουμ χωρίς καμιά ασάφεια γεμάτο αναφορές στο σεξουαλικό ξύπνημα, τη βέρα της που βάζει ενέχυρο, τον Bραζιλιάνο που γνωρίζει ("I met a Brazilian who taught me to dance/He made me feel my second chance") και τραγουδά σε ένα κομμάτι που απευθύνει στον πρώην σύζυγο υπονοώντας ότι όλα περνούν στο τέλος, την επανασύνδεση με τον παλιό της εαυτό μετά από μια σχέση ζωής. Η 48χρονη Laura Veirs ξεκάθαρα κυκλοφορεί ένα άλμπουμ διαζυγίου. Έναν δίσκο όχι τόσο πομπώδη ηχητικά, αλλά με την γοητεία που πάντα εκπέμπει η φωνή της και αυτή τη φορά με ένα θέμα γοητευτικό με αυτοαναφορές και συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα.

Ξεχωρίσαμε το "Eucalyptus" για τα ηλεκτρονικά  beats που μιμούνται τους χτύπους της καρδιάς και το "Naked Hymn"  για το  παραπονιάρικο, θρηνητικό σαξόφωνο της Charlotte Greve  και τον στίχο  "Touch has a memory" που μόνο σύμφωνους μπορεί να μας βρει. Στο "Ring Song" η Laura Veirs ξαναβρίσκει τις folk ρίζες της, την κρυστάλλινη φωνή της συμπληρώνει το ξεκούρδιστο πιάνο -που και λίγο spooky το λες- και τραγουδά "I pawned my wedding ring / at the Silver Lining I felt sad / I also felt a weight go flying", ενώ στο "Seaside Haiku" λίγο το beat, στο οποίο δεν μπορείς να αντισταθείς, λίγο οι παραμορφωμένες κιθάρες  και το "Give but don’t give too much / of yourself away" -συμβουλή ασφαλής για να βάζεις και όρια στην μεγαλοψυχία σου – θα κρατήσουν το ενδιαφέρον σου μέχρι το τέλος.

Τα κρουστά και τα αιθέρια synths του φίλου της και συμπαραγωγού στο Found Light, Shahzad Ismaily έρχονται στο "Signal" να πλαισιώσουν τις  μελωδίες της Veirs. Ακολουθεί τo "Time Will Show You", ένα  λάγνο ρυθμικό κομμάτι με άψογα φωνητικά, που αναφέρεται στις  μεταβολές της τύχης  και τις διαφορές ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, για να κλείσει με ένα  τελευταίο δυναμικό  και ορχηστρικό λεπτό με τον  Sam Amidon στο βιολί  και το μπάντζο και τον  Karl Blau στο σαξόφωνο. Το κομμάτι αυτό θυμίζει στον ήχο ό,τι μας έχει μάθει η Laura Veirs, γι’αυτό ίσως και να ξαφνιάζει η λέξη «fucked», γρήγορα, όμως, μας η ευφυής συνθέτρια μας καθησυχάζει, με τον καταληκτικό στίχο “It’s gonna be okay – wait”.

Στο “T & O,” η Veirs απευθύνεται σε ένα παλιό σύντροφο ή μια νέα ρομαντική περιπέτεια που δεν ευόδωσε. Μπορεί να απευθύνεται και στον ίδιο της τον εαυτό που απελευθερώνεται, καθώς αναζητά την νέα της ταυτότητα και ακολουθεί νέες διαδρομές. To “Winter Windows,” με μπάσο και κιθάρα δυνατή, πιο δριμύ από ό,τι μας έχει συνηθίσει και πιο ροκ, είναι ίσως το πιο εμπορικό  κομμάτι του άλμπουμ. The lighting I can do» επαναλαμβάνει η Veirs υπονοώντας τη σημασία της αυτοκυριαρχίας και του σθένους μπροστά σε κάθε απογοήτευση.

Στίχοι καθηλωτικοί που σχηματίζουν εικόνες με την ίδια βραδύτητα που εμφανίζεται μια φωτογραφία polaroid κι εμείς περιμένουμε ανυπόμονα  από πάνω της μέχρι να λάβει την τελική της μορφή. Μια αυτοπροσωπογραφία μιας γυναίκας πληγωμένης που σταδιακά συνέρχεται με πλήρη ειλικρίνεια και κατάθεση ψυχής. Από τις μαύρες κάλτσες που είναι το μόνο που απομένει μετά από μια «συνάντηση» ζωής μέχρι το συγκινητικό chorus του T&O -αρχικά των ονομάτων των παιδιών της-  στο οποίο εξομολογείται στους γιους της ότι είναι οι ηλιαχτίδες του σπιτιού της («You are the sunbeams of the house»), ο δίσκος είναι γεμάτος κρυφές και πάντα ειλικρινείς εικόνες -εικόνες που χτίζει σταθερά σε κάθε άλμπουμ διαβάζοντας λογοτεχνία κι εδώ αναφέρει τη Lynda Barry, τον John Keats, και την ποιήτρια Laureate Anis Mojgani από το Oregon ως επιρροές της . Η φωνή της η δυνατή και ήρεμη μαζί σε ένα συνδυασμό κλασικής indie και σύγχρονης americana. Πρώτη φορά ηχογραφεί φωνή και κιθάρα μαζί και ίσως είναι αυτό που κάνει το άλμπουμ να ακούγεται πιο άμεσο και πιο ολοκληρωμένο. Δεν είναι μόνο η ζωή της που αλλάζει, αλλά και ο τρόπος που ηχογραφεί, λοιπόν. Και τα δύο σαν να της δίνουν περισσότερο χώρο να αναπνεύσει.

 Οι λεπτομέρειες ενός  μυαλού που φέρει αναμφισβήτητα μια μικρή μελανιά μέσα από το μοναδικό καλλιτεχνικό φίλτρο της Veirs στο οποίο συναντάμε την μαγεία της. Όλη της η δύναμη βρίσκεται στον τρόπο που γράφει που πάντοτε αποδίδει τις εποχές που περνούν, τις φάσεις του φεγγαριού,  τα σύννεφα που κινούνται. Μιλάει για ηλιακά ρολόγια, αστραφτερούς καθρέφτες, και ονειρικές ακτές στο Αιγαίο. Χτίζει έναν κόσμο που καθετί αφήνει μια συγκεκριμένη μυρωδιά, μια γεύση, ένα χρώμα: μπλε φλόγες, κίτρινα παλτά, πράσινοι χαρταετοί, μαύρες σημαίες, άσπρα τριαντάφυλλα, πορτοκαλί σχήματα πάνω στον τοίχο. Σε αυτό τον καινούριο κόσμο στον οποίο αρχίζει να ζει η Veirs ονομάζει καθετί που βλέπει και αισθάνεται με μια ειλικρίνεια αφοπλιστική – κάπου κάπου και μια μικρή διάθεση για εκδίκηση-   και είναι τόσο όμορφο να μας κάνει να αισθανόμαστε την ελευθερία που νιώθει.

 Να σταματήσει να τραγουδάει, επειδή πληγώθηκε, δεν τίθεται ως θέμα ούτε ένα λεπτό - τo λέει άλλωστε και η ίδια –"My bitter cold heart can’t help but sing"- κι εγώ θα πω «ευτυχώς». Το αποτέλεσμα είναι να βρει φως.

 

 

 

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured