Η ιστορία πίσω από το νέο δίσκο των Car Seat Headrest δεν είναι καθόλου ασυνήθιστη στα ροκ χρονικά: «Επίδοξος indie rock μουσικός εξάντλησε τις κιθαριστικές του αναφορές και αναζητά τρόπο να συγχωνεύσει synths στον ηχητικό του κορμό». Είναι κάπως περίεργο αυτό που θα ειπωθεί, για ένα γκρουπ που έχει ήδη γράψει πάνω από 10 δίσκους (ανεξάρτητα από τη φύση και τον τρόπο κυκλοφορία τους), αλλά το Making A Door Less Open, έχει παρόμοια αίσθηση με αυτή του «δεύτερου, δύσκολου δίσκου» ή περισσότερο, του «μεταβατικού τρίτου». Και αυτό γιατί στην ουσία ο Will Toledo και η μπάντα του μπήκαν για τα καλά στο μουσικό χάρτη με το Teens Of Denial (2016) και εξελίχθηκαν σε λαϊκοί, indie ήρωες της γενιάς τους δύο χρόνια αργότερα με το Twin Fantasy (Face To Face), το οποίο δεν εμπεριείχε καν νέες συνθέσεις, αλλά (αριστοτεχνικά) εκ νέου δουλεμένες από το ομότιτλο δίσκο του 2011. 

Επομένως αυτό είναι το πρώτο πραγματικά καινούργιο υλικό των Αμερικανών μετά από τέσσερα χρόνια, το οποίο, όμως, χαρακτηρίζεται από μία αναποφασιστικότητα. Σαν να φοβούνται να περπατήσουν μεγαλύτερη απόσταση προς τη νέα, ηχητική κατεύθυνση, το βλέμμα τους γυρίζει συνεχώς προς τα πίσω με μία νοσταλγία για τα indie κεκτημένα. Οι στίχοι υποφέρουν κι αυτοί από αυτή την αμφιθυμία, χωρίς να διαθέτουν ένα αφηγηματικό κέντρο βάρους. Ακόμη και το γεγονός, πως υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές για ορισμένα τραγούδια, είναι επιχείρημα υπέρ της αναποφασιστικότητας, και όχι της δημιουργικής σκέψης. Ως αποτέλεσμα, ούτε ιδιαίτερα απολαυστικές ακούγονται οι προσπάθειες της καινούριας ηλεκτρονικής λογικής, όπως τα “Hymn(Remix)”, “Deadlines(Thoughtful)” και “Hollywood” (για την ακρίβεια αυτό το υβρίδιο pub rock/ EDM/ hip-hop είναι εκνευριστικό), αλλά ούτε οι old-school κιθαριστικοί ύμνοι έχουν τη χάρη του παρελθόντος ( “Deadlines(Hostile)”, “Life Worth Missing”). Από την άλλη, οι πιο άξιοι εκπρόσωποι των δύο διαφορετικών φιλοσοφιών είναι τα “Can’t Cool Me Down” και “Martin”, τα οποία στέκονται αλώβητα και ξεκάθαρα στις προθέσεις τους, μέσα στη τρικυμία ετερόκλητων ιδεών που επικρατεί στο σύνολο.

Δεν είναι σε καμία περίπτωση απογοητευτικό το μεταβατικό εγχείρημα των Car Seat Headrest, αλλά, σίγουρα χάνει έδαφος από την αναπόφευκτη σύγκριση με τις δύο τελευταίες, φοβερές δουλειές του γκρουπ. Όμως, είναι μία απόλυτα λογική και κατανοητή προσπάθεια εξέλιξης για έναν νεαρό, ακόμη, μουσικό που επί 10 χρόνια παρέμενε κολλημένος στις υγρές, indie φαντασιώσεις του, ανεξάρτητα από το πόσο καλά το έκανε. Στο τέλος της ημέρας, μπορεί να είναι απλώς «μία κακή μέρα στο γραφείο», αλλά όσο ο Toledo επιμένει να κυνηγά τα ένστικτα του, μάλλον μόνο σε καλό θα του βγει σε βάθος χρόνου.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured