“In the words of a prophet, in the shape of the first and the last-sunder” απαγγέλει ο αγαπημένος μουσικός παραγωγός των τριαντάρηδων Nicolas Jaar, σε έναν από τους ελάχιστους στίχους του νέου του album Cenizas που κυκλοφόρησε στα τέλη Μαρτίου, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την δεύτερη κατά σειρά κυκλοφορία του ως A.A.L. (Against All Logic) 2017–2019. Το Cenizas είναι γραμμένο και αυτό εντός αυτής της δημιουργικής και κομβικής για τον Jaar διετίας, οι ομοιότητες όμως σταματάνε εκεί, καθώς, δεν υπάρχει ίχνος από τις αστραφτερές χορευτικές στιγμές της Against All Logic περιόδου. Και αυτό ακριβώς είναι το σπουδαίο.

Ο Nicolas Jaar -που συμπλήρωσε και αυτός φέτος τα τριάντα- μπήκε οικειοθελώς στην δικιά του καραντίνα, για να συλλάβει και να εκφράσει την άλλη όψη του νομίσματος, αποκομμένος από τον «πολιτισμό» και μερικές βασικές χάρες του όπως η νικοτίνη, ο καφές και το αλκοόλ. Σε μια επιχείρηση δημιουργικού εξαγνισμού ο χιλιανοαμερικανός παραγωγός αντλεί μνήμες και από τις δυο του πατρίδες και από όλο του το μουσικό παρελθόν, τις οποίες μετουσιώνει σε ένα αποτέλεσμα απροσδόκητο.

Θραύσματα απόκοσμων ύμνων, μυστικιστικά σχόλια και μοναστικοί ψίθυροι, σκοτεινά εφέ αντήχησης, ασύμμετρα ρυθμικά μοτίβα και κομψά αδύναμοι θόρυβοι συνθέτουν το βαθύ και υποβλητικό soundtrack μιας λιτανείας, με την οποία ο Nicolas Jaar ντύνει την βουτιά του στα ενδότερα της ηχητικής ύπαρξής του. Το παιδί–θαύμα της σύγχρονης ηλεκτρονικής κουλτούρας ξεφυλλίζει την δική του εκδοχή της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων και πίνει μονορούφι από το μπουκαλάκι που θα του επιτρέψει να γίνει ένα με τις στάχτες και τη λάσπη και από εκεί να αναδυθεί κρατώντας σφιχτά μια μεγάλη σπουδή στον ήχο.

Η αρχή του δίσκου (“Vanish”, “Manisyd”) αποτελείται από αιθέριες δομές που κολυμπάνε σε ένα ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ ρευστής πραγματικότητας και υγρού υπερρεαλισμού. Για να φτάσουμε από εκεί στο ομότιτλο “Cenizas”, με το οποίο το αβέβαιο σχήμα του δίσκου, αρχίζει να σταθεροποιείται εντός ενός ελάχιστου, αδρού περιγράμματος. Στα μισά περίπου του album, το δόρυ αποκτά την αιχμή του, με το “Mud” το μοναδικό ρυθμικό κομμάτι του Cenizas να δίνει τον τόνο για σε ένα πρωτόγονο, γήινο και ακαταμάχητο κάλεσμα, με τις φλόγες της τελετουργικής φωτιάς να σβήνουν μέσα στο πιάνο. Το οποίο πρωταγωνιστεί και στο δεύτερο ορόσημο του δίσκου, το “Garden”, ένα ζεστό κομμάτι τρυφερότητας μέσα στο, κατά τα άλλα, σκοτεινό σύμπαν του Cenizas. Λίγο παρακάτω, ο Jaar επιλέγει να κλείσει αυτό το κεφάλαιο ενδοσκόπησης με μια φιλική προς τον χρήστη υπόκλιση -αν και τα σχετικά προσιτά ambient jazz κρουστά του “Faith Made of Silk” κυοφορούν την ένταση του απρόβλεπτου, υπογραμμίζοντας, για μια τελευταία φορά εμφατικά, το συνολικό ύφος του δίσκου.

Πολλές φορές είναι εύκολο να χαρακτηρίσουμε κάτι που δεν κατανοούμε ακριβώς, αριστούργημα, προσδοκώντας με τα διθυραμβικά μας σχόλια να έρθουμε, έστω και μερικά μέτρα πιο κοντά προς το ύψος του δημιουργού του. Και είναι εξίσου εύκολο να περιγράψουμε κάτι που δεν πολυκαταλαβαίνουμε, ως κατώτερο των περιστάσεων του, κοιτώντας το επιφυλακτικά από μακριά, σαν αδύναμοι να το φτάσουμε. Το Cenizas του Nicolas Jaar έχει μέχρι στιγμής αποσπάσει πολλούς από τους κλασσικούς επαίνους που συνήθως αποδίδονται στην «δύσκολη» τέχνη και κάμποσα σχόλια περί μετριότητας από τους φίλους της πιο διακριτής μουσικής φόρμας. Το πραγματικό μεγαλείο, ωστόσο, του δίσκου δεν έγκειται στην καλλιτεχνική επιλογή της υπαρξιστικής ελεύθερης φόρμας ή/και στον ομολογουμένως εντυπωσιακό και πρωτότυπο ηχητικό και υφολογικό σχεδιασμό του δίσκου. Αλλά, βρίσκεται στον βαθιά ανθρώπινο τρόπο του Jaar να μοιράζεται τα ευρήματα της δημιουργικής του κατάδυσης με τον ακροατή. Είναι αυτός η πηγαίος τρόπος με τον οποίο γράφει τις λεζάντες για ένα δυσπρόσιτο concept. Κι έτσι, οδηγεί μέσα από τις υβριδικές κατακόμβες του Cenizas στο κελί του προφήτη που ψέλνει πάνω από τα πλήκτρα και τα καλώδιά του την νεοβιβλική ηλεκτρονική προσευχή του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured