Δεν είναι όλες οι ιστορίες εθισμού, εξάρτησης και πάλης με τους προσωπικούς μας δαίμονες ενδιαφέρουσες, ας ξεκινήσουμε με αυτό.

Ειδικά αν ο αφηγητής δεν ξέρει να τις πει σωστά, μπορεί να ακουστεί ως και προσβολή απέναντι σε αυτούς που περνάνε αθόρυβα το δράμα τους, χωρίς να το μυθοποιούν μέσα από την τέχνη. Ο frontman λ.χ. των Αμερικανών shoegazers DIIV, Zachary Cole Smith, είναι ένας τέτοιος τύπος: έχει περάσει πράγματι πολλά και φροντίζει με κάθε δίσκο της μπάντας του να μας προσφέρει ένα νέο στάτους πάνω στη σχέση του με τα ναρκωτικά. Χωρίς όμως ίχνος ρεαλισμού ή τουλάχιστον επαρκούς λυρισμού, ώστε να μπορεί να στηρίξει επάξια το –δυνατό, συνήθως– μουσικό υλικό του γκρουπ.

Η βιωματική γραφή πάνω σε αυτήν την καταραμένη του μάχη, βρίσκεται εκ νέου στο επίκεντρο του τρίτου δίσκου των DIIV, με τα στιχουργικά κλισέ να διαδέχονται το ένα το άλλο. Όσο και αν «νιώθει» δηλαδή κανείς για την περιπέτεια του Αμερικανού μουσικού, δεν μπορεί να τον πάρει ιδιαίτερα στα σοβαρά με αμπελοφιλοσοφίες όπως το «Heaven’s just a part of hell» ή «I’m just waiting for the storm to die»· πόσο μάλλον αν έχει ακούσει και δυο-τρεις ακόμη καλλιτέχνες στη ζωή του, απ' όσους έχουν αναγάγει τη δικιά τους τραγική ιστορία σε τέχνη με τον πλέον αξιομνημόνευτο τρόπο.

Καταλαβαίνω βέβαια ότι Smith έχει αποδεχτεί πλέον ότι η απεξάρτηση είναι πιο δύσκολη απ' ότι φαινόταν αρχικά, πως χρειάζεται επιμονή για να ανακαλύψει τη δικιά του αλήθεια και πως μέσα στο φως μπορεί να υπάρχει σκοτάδι κ.ο.κ. Αλλά, για να γίνω λίγο (ακόμη) πιο κυνικός, μέσα σε τρεις δίσκους έχει καταφέρει να μας πει λιγότερα απ' όσα ένας άλλος Smith σε ένα και μόνο τραγούδι με παρόμοιο θέμα, το “Needle In The Hay”.

Εδώ κάπου, όμως, έρχεται το plot twist: η μουσική των DIIV είναι στο Deceiver καλύτερη από ποτέ. Τόσο πολύ, ώστε σε κάνει να ξεχνάς συνειδητά τα λόγια ή ακόμη και να τα βλέπεις με διαφορετικό μάτι. Χωρίς να έχει αλλάξει κάτι ουσιαστικά, ο ήχος του γκρουπ φτάνει πιο γεμάτος, οι συνθέσεις ακούγονται πιο σφιχτές και οι κιθάρες χτυπούν ακριβώς στα σωστά σημεία, ενώ η πλούσια παραγωγή του Sonny DiPerri (Protomartyr) κάνει τη διαφορά, αφήνοντας χώρο στα τραγούδια για να αναπνεύσουν.

Πέρα από το γνωστό αρχέτυπο της φαζαριστής μελωδίας που υπηρετούν οι My Bloody Valentine για τους DIIV (τα “For The Guilty” και “Like Before You Were Born” είναι καλά παραδείγματα), φαίνεται ότι η περιοδεία στο πλευρό των Deafheaven το περσινό φθινόπωρο τους επηρέασε αρκετά, αφήνοντας το στίγμα της στα πιο ονειρώδη, post-rocκ σημεία του δίσκου, όπως λ.χ. στη συγκλονιστική κορύφωση του φινάλε, με το "Acheron".

Παράλληλα, ενδιαφέρουσες post-punk πινελιές διαφαίνονται σε κομμάτια όπως το εκπληκτικό “Blankenship”, ενώ μία γοητευτική, slowcore ομίχλη, σαν αυτή των Duster ή των Bedhead, τρυπώνει απολαυστικά σε συνθέσεις όπως το “Taker”, ξαφνιάζοντας θετικά όποιον ακροατή έχει πιο ανήσυχα, 1990s κιθαριστικά ακούσματα. Υπάρχουν μάλιστα σημεία στα οποία οι DIIV πιάνουν νέες κορυφές: τα “Skin Game” και “Between Tides”, είναι η αποθέωση του καλού shoegaze και θα τιμηθούν δεόντως σε επερχόμενα φεστιβάλ.

Εν τέλει, σκέφτομαι πως το Deceiver μου θυμίζει την περσινή ταινία του Felix van Groeningen Beautiful Boy. Και τα δύο έργα αποτυπώνουν δηλαδή το ζήτημα του τοξικού εθισμού και της καταστολής του με χιλιοειπωμένο, σχεδόν εκνευριστικό και επικίνδυνα απλοϊκό τρόπο, αλλά το soundtrack είναι τόσο καλό, που σε κάνει να ξεχνάς την ουσία. Στην προκειμένη περίπτωση, ίσως τελικά αυτή να βρίσκεται στην πωρωτική μουσική εξέλιξη των DIIV, και όχι σε μία ακόμη δακρύβρεχτη ιστορία πάλης με προσωπικούς δαίμονες.

{youtube}YWk1v5YSGUY{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured